Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχονται επιστροφή στην κανονικότητα. Όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας από τους δυο. Χρειάζεται ωστόσο να συμφωνήσουμε από την αρχή πως η λέξη «επιστροφή» είναι πέρα για πέρα λάθος. Αφού μονάχα «κανονικότητα» δεν ήταν αυτό που είχαμε πριν από το 2010. Πριν από την εκδήλωση της κρίσης, πριν από τα μνημόνια. Γιατί, μην το ξεχνάμε, ήταν ακριβώς εκείνη η τόσο στρεβλή «κανονικότητα» που μας έφερε ως εδώ. Που οδήγησε στην επέλαση της τρόικας και του ΔΝΤ, στα ασφυκτικά προγράμματα, στην διάλυση και στον εξευτελισμό της κοινωνίας…
Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη τις ετυμολογικές «πολυτέλειες», κι ας πάμε στην ουσία. Για να επιχειρήσουμε να ξεδιαλύνουμε ποια ακριβώς «κανονικότητα» υπόσχεται ο καθένας. Στη βάση όχι ασφαλώς των ωραίων μεγάλων λόγων. Αλλά με άξονα δύο μάλλον ασφαλή κριτήρια. Τα κυβερνητικά πεπραγμένα του καθενός πρώτα-πρώτα. Κι ύστερα το πολύ συγκεκριμένο προγραμματικό τους πλαίσιο για το αύριο του τόπου, όσο αυτό διατίθεται προς μελέτη και εκτίμηση.
Για να πούμε κατ’ αρχάς πως, χωρίς αμφιβολία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την παραμικρή ευθύνη, για τα αίτια που οδήγησαν στην κρίση. Αυτή ανήκει εξ’ ολοκλήρου στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ, στα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού, που κυβέρνησαν από την Μεταπολίτευση και δώθε και που, με τον τρόπο του ο καθένας, μας έφεραν ως εδώ.
Από κει και πέρα, ως προς τα πεπραγμένα των δύο χώρων, διατίθεται προς εκτίμηση και κρίση το κυβερνητικό παρελθόν της ΝΔ το απώτερο και το πρόσφατο. Και ως προς το απώτερο, ό, τι ξέρει, ό, τι θυμάται, ό, τι έχει πληροφορηθεί ο καθένας από μας. Όσο για το πρόσφατο, υπάρχει εκείνο του Καραμανλή, ως «προπομπού» και, σε μεγάλο βαθμό, ως δημιουργού της κρίσης. Και του Σαμαρά ως διαχειριστή της. Ε λοιπόν τα ξέρουμε, τα ζήσαμε, έχουμε γνώση, διαθέτουμε κρίση. Τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονται στην τρέχουσα τετραετία, από το 2015 ως τα σήμερα. Και επ’ αυτών η εκτίμηση επαφίεται στην κρίση και στην συνείδηση του καθενός. Για τις από δω και πέρα προθέσεις για το αύριο της Χώρας και του λαού, διατίθενται χαρτί και καλαμάρι τα προγραμματικά δεδομένα του καθενός, είτε καθαρά και ξάστερα εκπεφρασμένα, είτε ως υπαινιγμοί ή «διαρροές» ή και ως μαρτυρίες από αποκαλυπτικές αρχηγικές «γκάφες».
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας δύο ολότελα διαφορετικές προτάσεις, δύο ολότελα διαφορετικά προγράμματα, δύο ολότελα διαφορετικούς κόσμους. Έτσι ώστε διαμορφώνονται οι δύο τόσο διαφορετικές «κανονικότητες» που οραματίζεται ο καθένας από τους δυο. Τόσο διαφορετικές ως προς την μορφή και τον χαρακτήρα τους. Η μία με στόχο την αποκατάσταση των αδικιών των προκληθεισών από την κρίση και από την «φαρμακοθεραπεία» που επιβλήθηκε στη Χώρα προς αντιμετώπισή της. Με έμφαση στους περισσότερο αδικημένους, στους περισσότερο αδύναμους. Και η άλλη ως συνέχιση της περιοριστικής πολιτικής (στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος), και της επιδίωξης της ανάπτυξης μέσω, προπάντων, της ενίσχυσης των ισχυρών, ως κεντρικών φορέων δημιουργίας...
Αλλά, θα πει κανείς, ποια σχέση μπορεί να έχουν όλ’ αυτά με την μεθαυριανή κάλπη; Τι σχέση μπορεί να έχουν με τις ευρωπαϊκές εκλογές; Έλα όμως που αυτές οι ευρωεκλογές, ειδικά αυτές, λειτουργούν (δεν γίνεται παρά να λειτουργήσουν) ως διαμορφωτής του κλίματος στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές. Πως ακριβώς θα λειτουργήσουν; Ε όσο γι αυτό, εξαρτάται πρώτα-πρώτα από το ίδιο το αποτέλεσμα. Και ίσως, ακόμη περισσότερο, από τον τρόπο που θα το διαχειριστεί ο καθένας. Και να στε βέβαιοι πως υπάρχουν τρόποι για όλα. Ο έτσι κι αλλιώς όχι πολύ μακρύς δρόμος ως τις εθνικές εκλογές, σε κάθε περίπτωση δεν είναι μονόδρομος…