Όλα δείχνουν ότι η 2α Οκτωβρίου και οι αμέσως επόμενες μέρες θα κρίνουν πολλά στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι τα γεγονότα των ερχομένων ημερών έχουν να καταδείξουν πολλά περισσότερα από όσα έδειξε η κάλπη της 17ης Σεπτεμβρίου 2019.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η λύση της εκ περιτροπής πρωθυπουργίας
Αμέσως μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων και αφού διαπιστώθηκε όσα είχαν ήδη προβλέψει οι πάμπολλες δημοσκοπήσεις που προηγήθηκαν, ούτε το Λικούντ υπό τον Βενιαμίν Νετανιάχου, ούτε το «Γαλανόλευκο» του τρίδυμου Γκαντς-Λαπίντ-Γιααλόν καταφέρνουν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού που να στηρίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία των 120 κοινοβουλευτικών εδρών της Κνέσετ. Χωρίς να αναμένεται η δημοσιοποίηση των επίσημων τελικών αποτελεσμάτων, ο Πρόεδρος του Κράτους, Ρεουβέν Ρίβλιν, εκδήλωσε την βούλησή του να πράξει ό,τι ήταν δυνατόν ώστε να σχηματισθεί μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας με εταίρους το Λικούντ και το «Γαλανόλευκό» και έτσι η χώρα να μην συρθεί για τρίτη συνεχή φορά στις κάλπες και να λήξει η πιο μακρά περίοδος ακυβερνησίας που γνώρισε ποτέ το Ισραήλ.
Ουσιαστικά οι διαβουλεύσεις άρχισαν την επομένη των εκλογών, με την ευκαιρία του μνημόσυνου του πάλαι ποτέ Προέδρου της χώρας, Σιμόν Πέρες, και η φωτογραφία του Προέδρου Ρίβλιν με τους Νετανιάχου και Γκαντς με φόντο τον τάφο του εκλιπόντος θεωρήθηκε από τα τοπικά ΜΜΕ ότι μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας βρισκόταν προ των πυλών.
Οι αισιόδοξες προβλέψεις διαψεύσθηκαν, παρά τις προσπάθειες του Προέδρου Ρίβλιν να αναβιώσει μία σημαντική στιγμή της κοινοβουλευτικής Ιστορίας της χώρας: Τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας πολλά χρόνια πίσω, το 1984, όταν το Κόμμα των Εργατικών και το Λικούντ ήλεγχαν ίδιο αριθμό κοινοβουλευτικών εδρών και συγχρόνως, ούτε τα κόμματα της Δεξιάς, ούτε της Αριστεράς, ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν από μόνα τους τον μαγικό αριθμό των 61 εδρών που θα τους εξασφάλιζε μία ιδεολογικά ομοιογενή κυβέρνηση συνεργασίας. Αριθμητικά τουλάχιστον, η σημερινή κατάσταση θυμίζει έντονα όσα είχαν διαδραματισθεί τότε. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1984 βασίσθηκε σε μία συμφωνία κυρίων, που είχε προταθεί από τον τότε Πρόεδρο του Κράτους, και έμπειρο διπλωμάτη, Χάιμ Χέρτσογκ. Η συμφωνία εκείνη εισήγαγε για πρώτη φορά στην ισραηλινή πολιτική πραγματικότητα τον θεσμό της ‘εκ περιτροπής πρωθυπουργίας’ – μία πρακτική που η κείμενη νομοθεσία δεν προέβλεπε. Ωστόσο, σε εκείνη τη συγκεκριμένη περίπτωση, η απουσία συνταγματικού κειμένου στην ισραηλινή έννομη τάξη αποδείχθηκε.. σωτήρια, μιας και η εφαρμογή εθιμικών κανόνων προσέδιδε στον εκάστοτε Πρόεδρο της χώρας ευρύτατες δυνατότητες ελιγμών, ικανών να επιλύσουν αδιέξοδα.
Η εκ περιτροπής πρωθυπουργία μεταξύ του ηγέτη των Εργατικών, Σιμόν Πέρες, και του ηγέτη του Λικούντ, Ιτσχάκ Σαμίρ, έβγαλε τη χώρα από το μετεκλογικό αδιέξοδο που είχε περιέλθει. Ο Πέρες ανέλαβε την πρωθυπουργία κατά τα πρώτα δύο χρόνια της κυβερνητικής θητείας, με τον Σαμίρ να καθίσταται ο πρώτος «Αναπληρωτής Πρωθυπουργός» στην κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας. Με την λήξη της πρώτης διετίας, η κυβέρνηση ‘διαλύθηκε’, ο Πρόεδρος Χέρτσογκ ανέλαβε να ‘φέρει σε συνεννόηση’ τους Πέρες και Σαμίρ, και όπως ακριβώς είχε ορισθεί στη συμφωνία κυρίων, ο Ιτσχάκ Σαμίρ ανέλαβε την πρωθυπουργία της ‘νέας’ κυβέρνησης, με «Αναπληρωτή Πρωθυπουργό» τον πρώην Πρωθυπουργό, Σιμόν Πέρες. Και έτσι, αποδείχθηκε ότι όταν υπάρχει νομοθετικό ή θεσμικό κενό, τότε η μόνη διέξοδος είναι οι πολιτικοί να ξέρουν να «κρατάνε το λόγο τους» - γεγονός που ενδυνάμωσε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης προς το πολιτικό σύστημα εν γένει.
Το 2019 όμως, αποδεικνύεται εντελώς διαφορετικό σε σχέση με όσα είχαν ισχύσει εκείνο το μακρινό 1984. Ο Ρίβλιν θέλησε να επαναλάβει το πετυχημένο πείραμα της εκ περιτροπής πρωθυπουργίας, προτείνοντας στους Νετανιάχου και Γκαντς να κάνουν το ίδιο. Ο Ρίβλιν προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, προτείνοντας να αναθεωρηθεί ο ανώτερης τυπικής ισχύος Θεμελιώδης Νόμος, που καθορίζει τη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης, προκειμένου να θεσμοθετηθεί και νομοθετικά πλέον ο ρόλος του «Αναπληρωτή Πρωθυπουργού», με συγκεκριμένες αρμοδιότητες και καθήκοντα – και αυτό, προκειμένου να μην βρίσκονται «όλα στον αέρα», όπως συνέβαινε στην περίπτωση της συγκατοίκησης Πέρες και Σαμίρ στα μακρινά εκείνα ‘χρόνια της αθωότητας’. Η πρόταση αυτή έγινε γνωστή στα τοπικά ΜΜΕ ως «Πλαίσιο Ρίβλιν» και εφόσον θα γινόταν αποδεκτό από τους Νετανιάχου και Γκαντς, το μόνο που θα απέμενε να συμφωνηθεί, ήταν ποιος από τους δύο πολιτικούς αρχηγούς θα αναλάμβανε πρώτος τον πρωθυπουργικό θώκο και ποιες ακριβώς αρμοδιότητες θα αναλάμβανε ο θεσμοθετημένος πια «Αναπληρωτής Πρωθυπουργός». Και πράγματι, προς στιγμήν θεωρήθηκε ότι με αυτόν τον τρόπο, η χώρα θα γλύτωνε από την χρονοβόρα διαδικασία της ανάθεσης των διερευνητικών εντολών, η οποία – ούτε λίγο, ούτε πολύ – θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι και τις αρχές του 2020.
Το «Πλαίσιο Ρίβλιν» φαίνεται πως έγινε αποδεκτό από την πλευρά του Νετανιάχου και του Λικούντ. Όμως, στο «Γαλανόλευκο» εκφράσθηκαν αντιρρήσεις, όχι τόσο ως προς την λογική της επανάληψης του επιτυχούς πολιτειακού πειράματος του 1984, ούτε βέβαια εξ αιτίας τυχόν αγεφύρωτων ιδεολογικών διαφορών με την Δεξιά – όπως αυτή εκφράζεται από τον Νετανιάχου και το κόμμα του. Με πιο απλά λόγια: Ουσιαστικά, το κεντροαριστερό «Γαλανόλευκο» υπό τη συγκεκριμένη τριμερή ηγεσία του, δεν διαφέρει σημαντικά από το δεξιό Λικούντ σε σχέση με τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα, όπως την διαχείριση του Παλαιστινιακού και της ιρανικής πυρηνικής απειλής, ή ακόμα και ως προς την διαχείριση της οικονομικής πολιτικής. Εάν το Λικούντ αποφασίσει να δείξει μία κάποια διαλλακτικότητα σε κάποια λεπτά σημεία που αφορούν τη σχέση μεταξύ Θρησκείας και Κράτους (πχ θεσμοθέτηση πολιτικών γάμων, γρηγορότερη διαδικασία αναγνώρισης της εβραϊκής ταυτότητας για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών και λειτουργία των μέσων μαζικής μεταφοράς κατά τη διάρκεια των εβραϊκών αργιών σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης και υπό συγκεκριμένες αυστηρές προϋποθέσεις), όλα δείχνουν ότι όχι μόνο το «Γαλανόλευκο» θα μπορέσει να συμπορευθεί ομαλότατα σε μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεριληφθεί σε αυτήν και το κόμμα του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, παρότι υποστηρίζει ακόμα περισσότερο προωθημένες θέσεις ως προς την σταδιακή πλήρη εκκοσμίκευση της ισραηλινής δημόσιας διοίκησης.
Το «Πλαίσιο Ρίβλιν» θα μπορούσε να είναι ιδεώδες και σήμερα το Ισραήλ θα είχε ήδη βγει από το μετεκλογικό του αδιέξοδο. Ωστόσο ο βασικός – και ίσως ο μόνος – λόγος που αυτή η λύση δεν εφαρμόσθηκε (τουλάχιστον για την ώρα) δεν είναι άλλος παρά η καθαυτή παρουσία του Βενιαμίν Νετανιάχου στην ηγεσία του Λικούντ. Από τις τάξεις του «Γαλανόλευκου» οι δηλώσεις ήταν σαφείς και κατηγορηματικές: Εφόσον ο Νετανιάχου βρίσκεται κάτω από την δαμόκλειο σπάθη της ποινικής δικαιοσύνης, η κεντροαριστερή αντιπολίτευση δεν πρόκειται να καταστεί μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις δικές του αμαρτίες. Από την άλλη όμως, οι κομματικοί μηχανισμοί του Λικούντ βρίσκονται συσπειρωμένοι γύρω από τον ηγέτη τους και παρότι υπάρχουν πάμπολλοι δελφίνοι που περιμένουν υπομονετικά την ευκαιρία να αναδείξουν εαυτούς, δεν τολμούν ακόμα να διεκδικήσουν αυτά που , πιθανότατα , θα έπρεπε να είχαν ήδη αποκτήσει.
Πάντως, το «Πλαίσιο Ρίβλιν» τέθηκε στο τραπέζι και δεν αποκλείεται να τεθεί εκ νέου κατά το προσεχές διάστημα. Και τότε ίσως να έχει καλύτερη τύχη.
Η δυσάρεστη θέση του Νετανιάχου
Το αδιέξοδο που προέκυψε από τις ανεπίσημες επαφές μεταξύ Γκαντς και Νετανιάχου την περασμένη εβδομάδα, ανάγκασε ουσιαστικά τον Πρόεδρο Ρίβλιν να ακολουθήσει την διαδικασία, όπως αυτή ορίζεται από την ισχύουσα νομοθεσία. Στις 25 Σεπτεμβρίου ο Πρόεδρος Ρίβλιν ανέθεσε στον Νετανιάχου την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, εντός 28 ημερών – με δυνατότητα παρέκτασης του ως άνω χρονικού διαστήματος κατά 14 επιπλέον ημέρες.
Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, και υπό τις παρούσες συγκυρίες, ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν αποτελεί το πρώτιστο ζήτημα που απασχολεί τον Νετανιάχου. Η προσοχή του – όσο και η προσοχή όλου του πολιτικού κόσμου της χώρας – επικεντρώνεται στις 2 Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία ο Νετανιάχου θα καταθέσει τις έγγραφες εξηγήσεις του επί του πορίσματος που συνέταξε ο Νομικός Επίτροπος παρά τη κυβερνήσεις, δρ. Αβιχάι Μάντελμπλιτ, και το οποίο κατέληγε ότι στο πρόσωπο του Νετανιάχου συντρέχουν αποχρώσες ενδείξεις για διάπραξη εγκληματικών πράξεων διαφθοράς. Ο Βενιαμίν Νετανιάχου, συνοδευόμενος από ένδεκα δικηγόρους, θα κληθεί να αποκρούσει – γραπτά και προφορικά - όσα του καταλογίζει το πόρισμα. Η διαδικασία φέρεται να διαρκέσει ίσως και περισσότερο από μία ημέρα και η απόφαση του Νομικού Επιτρόπου προβλέπεται να δημοσιοποιηθεί τους επόμενους μήνες και σίγουρα όχι μέσα στο τρέχον έτος. Αφού λάβει υπ’όψιν του τα επιχειρήματα της πλευράς Νετανιάχου, ο Νομικός Επίτροπος θα αποφασίσει εάν τελικά θα εκδοθεί κατηγορητήριο και εάν τελικά ο μακροβιότερος Πρωθυπουργός της χώρας θα οδηγηθεί στην ποινική δικαιοσύνη – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική του καριέρα.
Προκειμένου να διασκεδασθούν οι εντυπώσεις στα αντιπολιτευόμενα τοπικά ΜΜΕ, στα τέλη της περασμένης εβδομάδας ο Νετανιάχου απευθύνθηκε στον Νομικό Επίτροπο με βιντεοσκοπημένο του μήνυμα που μεταδόθηκε από την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ζητώντας του να επιτρέψει να καλυφθεί τηλεοπτικά και σε απ’ ευθείας μετάδοση η προφορική του αντίκρουση επί του περιεχομένου του πορίσματος «για να ακούσει ο κόσμος για πρώτη φορά από εμένα τον ίδιο, όλα όσα δεν γνωρίζει».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Βενιαμίν Νετανιάχου ζητά αυτόν τον τρόπο για να διαχειριστεί την παρούσα δυσάρεστη για αυτόν συγκυρία. Το ίδιο ακριβώς αίτημα είχε προβάλει και πριν τις εκλογές του περασμένου Απριλίου. Τότε, ο Νομικός Επίτροπος και παράγοντες της Γενικής Εισαγγελίας φρόντισαν να διαρρεύσουν στον Τύπο την αρνητική τους θέση ως προς την πιθανότητα τηλεοπτικής κάλυψης της διαδικασίας των εξηγήσεων. Τώρα ο Νομικός Επίτροπος, με μία οργισμένη και ειρωνική του δήλωση, απάντησε στο βιντεοσκοπημένο αίτημα του Νετανιάχου ότι «εάν οι νομικοί του παραστάτες είχαν φροντίσει να αντικρούσουν επαρκώς όσα διαλαμβάνονται στο πόρισμα, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος ο Πρωθυπουργός να αποζητά τηλεοπτικές εμφανίσεις».
Μέσα σε τέτοιο δυσάρεστο κλίμα, στις 2 Οκτωβρίου 2019 ο Βενιαμίν Νετανιάχου καλείται να περάσει μία από τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του. Μπορεί η διαδικασία απόδοσης εξηγήσεων να γίνει κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς τηλεοπτικές κάμερες – ωστόσο, οι διαρροές στον Τύπο παραμονεύουν και όπως το παρελθόν διδάσκει, ο δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιογράφων της κρατικής ραδιοτηλεόρασης) καθόλου δεν του χαρίζεται. Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι πολλά θα ακουστούν και θα γραφτούν τις επόμενες ημέρες για το τί ακριβώς ειπώθηκε από τον Νετανιάχου, τους δικηγόρους του και τον Νομικό Επίτροπο Αβιχάι Μάντελμπλιτ. Είναι εξίσου βέβαιο ότι και η πλευρά του ισραηλινού Πρωθυπουργού θα αντεπιτεθεί αναλόγως. Παράλληλα όμως, εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι περιστάσεις σίγουρα δεν ευνοούν την αίσια κατάληξη της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης, που ήδη έχει στα χέρια του Βενιαμίν Νετανιάχου από τις 25 Σεπτεμβρίου.
Ερωτήματα χωρίς απαντήσεις
Δεν είναι μυστικό ότι από τα τέλη της εβδομάδας που πέρασε, ο Νετανιάχου σκέφτεται σοβαρά να επιστρέψει στον Πρόεδρο της χώρας την διερευνητική εντολή, με αποτέλεσμα να έρθει η σειρά του Μπένι Γκαντς να αρχίσει τις δικές του προσπάθειες. Όμως, ηγετικά στελέχη του Λικούντ προτείνουν ακριβώς το αντίθετο, θεωρώντας πως θα πρέπει να φανεί στα μάτια της κοινής γνώμης (και κυρίως, στους ψηφοφόρους του κόμματος) ότι ο Νετανιάχου θέτει το εθνικό συμφέρον υπεράνω των προσωπικών του περιπετειών και ότι πρώτιστη προτεραιότητά του είναι να καταβάλλει κάθε προσπάθεια ούτως ώστε η χώρα να αποκτήσει κυβέρνηση το συντομότερο.
Κανείς δεν ξέρει τι πρόκειται να επακολουθήσει της διαδικασίας παροχής εξηγήσεων, που αρχίζει στις 2 Οκτωβρίου. Ποιος θα είναι ο απόηχος των διαρροών των όσων θα ειπωθούν; Πώς θα αντιδράσει η κοινή γνώμη; Θα αρχίσουν άραγε να διαφαίνονται ρωγμές στην κομματική πειθαρχία στους κύκλους του Λικούντ; Θα καταφέρει ο Νετανιάχου να διατηρήσει τα υψηλά ποσοστά δημοτικότητας; Και έτι περαιτέρω : Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η εντολή περάσει στον Μπένι Γκαντς, ποιος είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι οι δημοσιογραφικές διαρροές που αναμφίβολα θα προκύψουν, θα μπορέσουν να αντιστρέψουν δραστικά την αδιέξοδη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στο ισραηλινό πολιτικό σκηνικό;
Απαντήσεις σε κάποια από όλα αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα θα μας τις δώσουν οι αμέσως επόμενες μέρες.
Ο Δρ. Γαβριήλ Χαρίτος είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν , Πανεπιστήμιο Μπεν - Γκουριόν , Ισραήλ και Senior Fellow, Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων , Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
Περισσότερα για τις εκλογές στο Ισραήλ στο Φάκελος Εκλογές στο Ισραήλ 2019