Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη τους τελευταίους μήνες με την αύξηση των τιμών ενέργειας είναι λίγο πολύ γνωστή. Η σχέση εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο έχει συμπαρασύρει μαζί της και πολλούς τομείς της οικονομίας. Τα δεδομένα για τον χειμώνα που έρχεται φαίνονται δυσμενή, με το βασικότερο ερώτημα να είναι αν και σε τι βαθμό θα συνεχιστούν τον χειμώνα οι ροές.
Σε πρόσφατες του δηλώσεις ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας και Περιβάλλοντος της Γερμανίας Ρόμπερτ Χάμπεκ φάνηκε να προετοιμάζει το κλίμα για το χειρότερο σενάριο κάνοντας λόγο και για πιθανές μηνιαίες διακοπές στις ροές. Ο υπουργός, ο οποίος το τελευταίο διάστημα συνηθίζει τέτοιου είδους δηλώσεις, έθεσε υπό αμφισβήτηση την προτεραιότητα των νοικοκυριών κατά τις περιόδους έλλειψης αερίου, ζητώντας αύτη να δοθεί στην βιομηχανία. «Μια μόνιμη ή μακροχρόνια διακοπή της βιομηχανικής παραγωγής θα είχε τεράστιες συνέπειες στον εφοδιασμό (…). Τα νοικοκυριά θα πρέπει να συμβάλουν κι αυτά» δήλωσε, ενώ αντιτάχθηκε και στον ευρωπαϊκό κανονισμό που τους δίνει προτεραιότητα σε περιπτώσεις έλλειψης φυσικού αερίου, «ο κανονισμός θα πρέπει να προσαρμοστεί στις παρούσες συνθήκες».
Από την μία η κυνική αυτή παραδοχή του Χάμπεκ είναι ενδεικτική του βαθμού εξάρτησης της γερμανικής οικονομίας από το ρωσικό αέριο, με αυτό να καλύπτει το 2020 το 31% των ενεργειακών αναγκών της γερμανικής βιομηχανίας. Μία πιθανή διακοπή των ροών θα γονάτιζε επομένως την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, με τα αποτελέσματα να περνούν ντόμινο και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Με το κλείσιμο του αγωγού NordStream 1 στις 11 Ιουλίου οι αποθήκες αερίου της Γερμανίας ήταν γεμάτες σε ποσοστό 64%, στα επίπεδα του μέσου όρου της προηγούμενης δεκαετίας. Κανείς δεν είναι όμως σίγουρος για το εάν και σε τι βαθμό θα συνεχίσει η ροή του αερίου μετά τις εργασίες συντήρησης που αναμένεται να κρατήσουν για 10 μέρες.
Από την άλλη όμως μία εκτίναξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας θα ξεζούμιζε τους απλούς πολίτες, με τις δηλώσεις του υπουργού να θέτουν υπό ερώτημα την ενεργειακή πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης και να προκαλούν αντιδράσεις ακόμα και μέσα στην συγκυβέρνηση.
Ο Ραέντ Σαλέχ, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών κατηγόρησε τον Υπουργό ότι μετακυλύει το κόστος των αποτυχιών της δικής του ενεργειακής πολιτικής στους καταναλωτές, ενώ έκανε λόγο και για αυξήσεις της τάξεως του 500%.
Στο ίδιο κλίμα και οι ενώσεις ενοικιαστών ζήτησαν από την κυβέρνηση να σεβαστεί τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, ενώ υπάρχουν σκέψεις για την δημιουργία δημόσιων χώρων θέρμανσης τον χειμώνα για την προστασία των ηλικιωμένων και των αδύναμων από το κρύο.
Το ευρωπαϊκό πεπρωμένο και το ερώτημα της ηγεσίας
Στις δηλώσεις του, ο Χάμπεκ έκανε λόγο και για «κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο», τονίζοντας τη μη δυνατότητα των ευρωπαϊκών χωρών να δράσουν μόνες τους σε αυτή την κρίση, με τον κίνδυνο της συνεχούς αύξησης της τιμής του αερίου να ελλοχεύει σε περίπτωση που το πράξουν. Ο χαρακτηρισμός του αυτός όμως για κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο δημιουργεί ερωτήματα για την ηγεσία της Ευρώπης.
Ο στυγνός γερμανικός οικονομισμός της περιόδου Μέρκελ ήταν αυτός άλλωστε που οδήγησε σε πρώτο βαθμό την Γερμανία και συνεπακόλουθα και την ΕΕ σε τέτοιο βαθμό εξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Μπορεί οι Πράσινοι ως αντιπολίτευση να δήλωναν εκ διαμέτρου αντίθετοι προς τις ειδικές σχέσεις με την Ρωσία, προωθώντας παράλληλα και την δική τους ατζέντα για γρήγορη ενεργειακή μετάβαση.
Η στείρα αντίθεση τους αυτή που δικαιώθηκε εκ των υστέρων έπασχε στην βάση της. Μπορεί οι ίδιοι να μάχονταν από την μία για τη μη ολοκλήρωση του αγωγού NordStream 2, την ίδια στιγμή όμως προωθούσαν τη βίαιη απολιγνιτοποίηση (όχι τόσο βίαιη αν κοιτάξει κανείς βέβαια την ελληνική πραγματικότητα) και πίεζαν για την αναγνώριση του φυσικού αερίου ως μεταβατικό καύσιμο.
Τότε όμως η Γερμανία φαινόταν να έχει μια σταθερή και ξεκάθαρη ηγεσία (ανεξαρτήτου των συνεπειών που είχε για την ΕΕ). Σήμερα η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Από την μία ο άχρωμος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Σολτς, από την άλλη ο νεοφιλελεύθερος υπουργός οικονομικών Λίντνερ και κάπου στην μέση ο «πράσινος» Χάμπεκ.
Οι Γερμανοί είναι συνηθισμένοι σε κυβερνήσεις συνεργασίας, αυτή την φορά όμως φαίνεται να μην υπάρχει ένας συνδετικός ιστός μεταξύ των κυβερνώντων με τις πρώτες ρωγμές να έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους στον κυβερνητικό συνασπισμό. Από μόνη της η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης αποτελεί ένα από τα μείζονα θέματα στην πολιτική συζήτηση με τον πράσινο υπουργό να βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής όχι μόνο από τους Σοσιαλδημοκράτες αλλά και από τους Φιλελεύθερους.
Οι τελευταίοι προσπάθησαν να ασκήσουν πιέσεις ώστε να δοθεί παράταση ζωής στους τρεις τελευταίους πυρηνικούς σταθμούς της Γερμανίας, των οποίων η άδεια λήγει στο τέλους του έτους. Η απάντηση του Χάμπεκ και του κόμματος του ήταν αρνητική με την αιτιολογία της μικρής συνεισφοράς τους στο ηλεκτρικό μίγμα σε σχέση με τις προσπάθειες που θα πρέπει να γίνουν για να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια. Αντ’ αυτού αναμένεται να επιστρατευτούν οι λιγνιτικοί σταθμοί που βρίσκονται σε εφεδρεία.
Τα δημοσκοπικά ευρήματα πάντως είναι ενθαρρυντικά για το κόμμα των Πρασίνων. Αυτή την στιγμή είναι το μόνο κόμμα που φαίνεται να βγαίνει κερδισμένο από την συμμετοχή του στην κυβέρνηση αυξάνοντας σημαντικά τα ποσοστά του. Αυτό δείχνει την διάθεση μέρος του εκλογικού σώματος για αλλαγή σελίδας. Παράλληλα ο Χάμπεκ είναι ο δημοφιλέστερος πολιτικός αυτή την στιγμή, με την επίσης πράσινη υπουργό Eξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ να τον ακολουθεί στην δεύτερη θέση.
Στον αντίποδα οι Σοσιαλδημοκράτες βλέπουν την πτώση των ποσοστών τους να συνεχίζεται. Ο νέος καγκελάριος μπορεί να μην συγκεντρώνει πάνω του αρνητικά βλέμματα, το προφίλ του όμως είναι χλιαρό, ενώ το περσινό εκλογικό αποτέλεσμα βρίσκεται ήδη μακριά. Μπορεί ο ίδιος να απευθύνθηκε στους Γερμανούς κάνοντας λόγο για αλλαγή εποχής, αυτό όμως δεν αναιρεί μία πολιτική μισού αιώνα που χαρακτήρισε το κόμμα του.
Τέλος, οι Φιλελεύθεροι φαίνεται να χάνουν τις δυνάμεις που απέκτησαν πριν τις εκλογές επιστρέφοντας στα συνηθισμένα ποσοστά τους μετά τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων προς τους Χριστιανοδημοκράτες.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ίσως φέρει την Ευρώπη αντιμέτωπη με την σημαντικότερη κρίση που έχει βιώσει από την δημιουργία της. Ο κίνδυνος της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο σίγουρα δεν είχε αξιολογηθεί σωστά οδηγώντας μας στην σημερινή κατάσταση. Το θρίλερ με την παραίτηση Ντράγκι, οι κόντρες στον γερμανικό συνασπισμό κι η αδυναμία του Μακρόν να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στην βουλή είναι δείγματα ότι η ΕΕ πάσχει από την μη ύπαρξη ηγεσίας μπροστά στον δύσκολο χειμώνα που έρχεται. Σκοπός όμως μέσα απ’ αυτή την κρίση θα έπρεπε να είναι να γεννηθούν νέες ιδέες ώστε η Ευρώπη να πορευτεί ισχυρή στο νέο κόσμο που δημιουργείται.