Μεταπολεμικά στο χώρο των βορείων Βαλκανίων η σοβιετική επιρροή(sic) -αδιαμφισβήτητη στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, σαφώς πιο περιορισμένη στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία-, η κοινή σοσιαλιστική ιδεολογία και η σχετική καθεστωτική ομοιομορφία δημιουργήσαν συνθήκες -ηγεμονικής- σταθερότητας. Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κοσμοσυστήματος, εκτός ότι κατέδειξε τις εγγενείς αντιφάσεις και λειτουργικές αδυναμίες του, αναβίωσε στα Βαλκάνια τις εν υπνώσει συλλογικές αξιώσεις εθνικού αυτοπροσδιορισμού, θεωρούμενες ότι αυτές εισέρχονται ξανά στο στάδιο της ιστορικής τους εκπλήρωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 χαρακτηρίστηκε από την αξίωση της Σερβίας να ενισχύσει τη θέση της στο περιφερειακό υποσύστημα, ενσωματώνοντας εντός των συνόρων της Νέας Γιουγκοσλαβίας τους σερβικούς πληθυσμούς που διαβιούσαν στα όμορα και διάδοχα κράτη της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Τα διοικητικά όρια που είχε καθορίσει το μεταπολεμικό κουμμουνιστικό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας δεν ανταποκρίνονταν πλήρως στις εθνικές πραγματικότητες, προκαλώντας εστίες εθνοτικών αντιπαραθέσεων όπως αποδείχθηκε με τον πλέον δραματικό τρόπο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διάλυσή της. (Για τον επίπλαστο χαρακτήρα του γιουγκοσλαβικού οικοδομήματος βλ. Καλογεράτος Παναγιώτης, Το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Γιουγκοσλαβίας- Από την αυτοδιαχείριση στην αποσάθρωση, Αθήνα, Λιβάνης, 1989).
Επομένως το διάδοχο κράτος στο οποίο θα ανήκαν οι διάφορες εθνοτικές ομάδες εξελίχθηκε σε ακανθώδες ζήτημα και παράγοντα εσωτερικής αστάθειας. Όταν τον Ιανουάριο του 1992 επήλθε εν τέλει ο πολιτικός κατακερματισμός του γιουγκοσλαβικού κράτους οι νέες έριδες αναζωπύρωσαν παλαιά πάθη και μίση προκαλώντας διακρατικές και εμφύλιες συγκρούσεις, επιφέροντας ακολούθως τη διπλή δυτική επέμβαση στη Βοσνία το 1995 και στο Κόσσοβο το 1999.
Είναι γεγονός ότι την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία το ΝΑΤΟ και η ΕΕ υιοθέτησαν πολιτικές διεύρυνσης για τα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης ενώ, συν τω χρόνω αλλά αργόσυρτα, δρομολογήθηκαν και αντίστοιχες αποφάσεις για την περιοχή των Βαλκανίων.
Σταδιακά, η Σλοβενία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κροατία έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ενώ η Αλβανία, το Μαυροβούνιο και η Βόρεια Μακεδονία έχουν ενταχθεί στου κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η ενσωμάτωση όλων των βαλκανικών κρατών στους δυτικούς θεσμούς συνιστά βασική επιλογή του ευρωατλαντικού χώρου η οποία ως συλλογική βούληση ενισχύθηκε μετά τον Πόλεμο στην Ουκρανία, θεωρώντας πως θα βοηθήσει την θεσμική τους ολοκλήρωση, θα βελτιώσει την ευημερία τους, θα περιορίσει το συγκρουσιακό στοιχείο που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις, θα αποτρέψει την επιρροή του ρωσικού παράγοντα και συναθροιστικά θα συμβάλουν στην περιφερειακή σταθερότητα.
Δυστυχώς τα κράτη των Βαλκανίων, στα οποία έλαβαν χώρα συγκρούσεις την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία και υπήρξε παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας -του δυτικού παράγοντα-, παραμένουν εγγενώς ασταθή.
Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το πολιτειακό υβρίδιο των δύο οντοτήτων (Σερβική Δημοκρατίας και Κροατο-Μουσουλμανική Ομοσπονδία) που εγκαθίδρυσε η Συμφωνία του Ντέιτον -21η Νοεμβρίου 1995- εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα συνοχής και εσωτερικής νομιμοποίησης. Τρεις δεκαετίες μετά την έναρξη της σύγκρουσης στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η πολιτική της βιωσιμότητα είναι αβέβαιη και άμεσα εξαρτώμενη από την παρουσία και συνδρομή του διεθνούς -ευρωπαϊκού εν προκειμένω- παράγοντα.
Το Κόσσοβο αποτελεί διαφορετική μεν περίπτωση από τη Βοσνία, αλλά συνιστά επίσης προϊόν δυτικής επέμβασης η οποία πραγματοποιήθηκε το 1999. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του το 2008, έτυχε σταδιακής αποδοχής από τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, όμως σημαντικές χώρες των Βαλκανίων και της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία καθώς και η Σερβία, εξακολουθούν να μην το έχουν αναγνωρίσει ως ανεξάρτητο κράτος.
Παρά την άμεση αναγνώριση και την συνεχή αρωγή της Δύσης και ιδιαίτερα της ΕΕ, το Κόσοβο εξακολουθεί να μην συνιστά μία οριστικά διευθετημένη σύγκρουση, στο βαθμό που η Σερβία όχι μόνο δεν φαίνεται διατεθειμένη να το αναγνωρίσει, αλλά μάλλον καιροφυλακτεί για μία νέα επέμβαση.
Παράλληλα, η αδυναμία του Κοσόβου να καλύψει τις προϋποθέσεις ένταξης στην ΕΕ έχει δομικό χαρακτήρα, ενώ δεν έχουν εκλείψει και οι αλβανικές αξιώσεις σχετικά με την ενσωμάτωσή του στο Αλβανικό κράτος˙ κατάσταση που προφανώς θα προκαλέσει σερβική αλλά και ευρωπαϊκή αντίδραση.
Προσφάτως, η είσοδος της Βορείου Μακεδονίας στην Ατλαντική Συμμαχία συνέβαλε στη διατήρηση του εγγενώς ασταθούς κράτους. Η σύναψη της επιζήμιας για την Ελλάδα Συμφωνίας των Πρεσπών σήμαινε την αποδοχή των γλωσσικών και ταυτοτικών αυθαιρεσιών της Βορείου Μακεδονίας προκαλώντας βουλγαρικές ανησυχίες, οι οποίες αν δεν μετριαστούν θα δυσκολέψουν την ευρωπαϊκή πορεία της.
Εξακολουθητικά, οι διμερείς σχέσεις Βορείου Μακεδονίας και Αλβανίας παραμένουν προβληματικές και εν πολλοίς καθοριζόμενες από αυτές των δύο εθνοτήτων οι οποίες συναπαρτίζουν το εν λόγω κράτος.
Διαχρονικά η τάξη στο βαλκανικό χώρο ήταν αποτέλεσμα έξωθεν ηγεμονικών διευθετήσεων και επιβολών, εξαρτώμενη κατά συνέπεια από τις διακυμάνσεις των ευρυτέρων ηγεμονικών συσχετισμών. Εν πολλοίς η παρούσα τάξη στα δυτικά Βαλκάνια συνιστά προϊόν παρεμβάσεων και δράσεων της Δύσης, ούσα ετερο-προσδιοριζόμενη και μη αυτό-τροφοδοτούμενη. Οι θεσμικές ακροβασίες που ακολούθησαν τις επεμβάσεις, υπό συνθήκες της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής αισιοδοξίας του δυτικού κόσμου, δεν έχουν επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα στο πεδίο του κοινωνικού μετασχηματισμού και της πολιτικής συγκρότησης των συγκεκριμένων κρατών.
Το φιλόδοξο εγχείρημα των «κατασκευασμένων» πολιτειακών δομών στο βαλκανικό χώρο παραμένει επισφαλές και μετέωρο, εξακολουθητικά εξαρτώμενο κι από τις διακυμάνσεις ισχύος, πόσω μάλλον της απαιτητικής διεθνοπολιτικής συγκυρίας.
Οι εθνικές πραγματικότητες στα Βαλκάνια εξακολουθούν να είναι ισχυρές, ιδιαίτερα στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας όπου οι πρότερες σοσιαλιστικές αξιώσεις υπερεθνικής ολοκλήρωσης και οι πιο πρόσφατες δυτικές επεμβάσεις και μετασυγκρουσιακοί θεσμικοί πειραματισμοί δεν φαίνεται έως τώρα να αμβλύνουν τον επιδραστικό ρόλο των εθνικών αφηγημάτων.
Ενώ στα ανατολικά Βαλκάνια την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η βίωση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία δεν συνδυάστηκε -ευτυχώς- με συνοριακές μεταβολές, στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας οι πειραματισμοί του γιουγκοσλαβικού καθεστώτος, εκτός από το θεσμικό και ανθρωπολογικό πεδίο, απέληξαν και στο έδαφος, κατάσταση που επέδρασσε καταλυτικά στο ξέσπασμα των συγκρούσεων τη δεκαετία του ’90.
Είναι γεγονός ότι στα Βαλκάνια υπάρχουν πληθυσμοί που βιώνουν θεσμικούς και ανθρωπολογικούς πειραματισμούς για 80 περίπου έτη, οι οποίοι διαδοχικά φαίνεται πως αγνόησαν τη διαμορφωμένη, στο χρόνο και το χώρο, εθνική τους προδιάθεση. Τη δεκαετία του ’90, οι δύο επεμβάσεις της Δύσης στην πρώην Γιουγκοσλαβία άλλαξαν μεν τα τετελεσμένα της ισχύος, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι θα αλλάξουν και τους ευρύτερους προσανατολισμούς των εν λόγω κοινωνιών ακόμη κι αν γίνουν συν τω χρόνω μέλη των δυτικών θεσμών._