«Ἁνήκομεν εἰς τήν Δύσιν» έλεγε από το βήμα της Βουλής ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1977, απευθυνόμενος προς τον πολιτικό του αντίπαλο, Ανδρέα Παπανδρέου. Σήμερα, ύστερ’ από τη νομισματική κρίση του ευρώ, που εξελίσσεται σε ευρωπαϊκή κρίση, σε συνδυασμό με την αύξηση των επαφών με μη δυτικές κουλτούρες αλλά και την άνοδο ακραίων αντιδυτικών τάσεων, τίθεται όλο και πιο έντονα το ερώτημα: ανήκει η Ελλάδα στη Δύση; Και τι τέλος πάντων είναι η «Δύση»; Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε λίγο σε αυτό το σημείο και-πριν απαντήσουμε αυτό το δύσκολο ερώτημα- να επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση σε ένα άλλο: ποιοι είναι οι αντίπαλοι της Δύσης που την πολεμούν και για ποιους λόγους;
Στο ευσύνοπτο και προκλητικά ενδιαφέρον βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Δυτικισμός (Occidentalism, 2004) οι ακαδημαϊκοί Ian Buruma και Avishai Margalit αναλύουν τις διάφορες εκφάνσεις μίσους απέναντι στη Δύση στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, ιδίως δε στις περιπτώσεις της Ιαπωνίας, της Ρωσίας και των ισλαμικών χωρών.
Ο όρος «δυτικισμός» χρησιμοποιείται κατ’ αντιδιαστολή με τον όρο «οριενταλισμός», που καθιέρωσε ο Edward W. Said για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε συχνά ο κόσμος της Ανατολής από τους Δυτικούς ανθρώπους.
Ως «δυτικισμός», επομένως, εννοείται ο αποανθρωποποιημένος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον δυτικό κόσμο και πολιτισμό οι άνθρωποι που τον μισούν.
Το βιβλίο, επιχειρώντας μια ιστορική αναζήτηση των πηγών του αντιδυτικού μίσους, εστιάζει στις περιπτώσεις των Ιαπώνων εθνικιστών, των Ρώσων σλαβόφιλων και των ισλαμιστών ταλιμπάν. Κεντρική θέση του βιβλίου είναι ότι το οπλοστάσιο των επιχειρημάτων απέναντι στις αξίες του δυτικού πολιτισμού, γεννήθηκε μέσα στον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό, οπότε ακόμη και οι πιο φανατισμένοι εχθροί της Δύσης αδυνατούν να διαφύγουν πλήρως από την επιρροή της. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η κεντρική για τη Δύση αξία του διαφωτισμού, γεννήθηκε στα πλαίσια του δυτικού πολιτισμού παράλληλα με τον αντίλογό της: τον αντιδιαφωτισμό, αρχής γενομένης με τον συντηρητισμό ανθρώπων σαν τον de Maistre, το ρομαντικό κίνημα και τον παγγερμανισμό, που οδήγησε με τη σειρά του στα φασιστικά καθεστώτα του σύγχρονου κόσμου. Καθώς εξαπλωνόταν με διάφορους -θεμιτούς και μη- τρόπους σε ολόκληρη την υφήλιο, ο δυτικός πολιτισμός δεν προσέφερε μόνο τις φιλελεύθερες αξίες, τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά και τα σπέρματα της αμφισβήτησης απέναντί του. Είναι γεγονός ότι ορισμένοι από τους σκληρότερους επικριτές της Δύσης, είχαν εξοικείωση και κατανάλωναν τα δυτικά προϊόντα: ο Κουτμπ, ο Ταλενκανί, ο Κιργέεφσκι, ακόμη και ο Οσάμα Μπιν Λάντεν αποτελούν τέτοια παραδείγματα.
Η καπιταλιστική συσσώρευση των νεότερων χρόνων, μαζί με τις ιδέες του διαφωτισμού και τη θρησκευτική εκκοσμίκευση (η περίφημη «απομάγευση του κόσμου», που περιέγραψε ο Max Weber), οδήγησαν τη Δύση στη δημιουργία των σύγχρονων τεχνολογικά ανεπτυγμένων κρατών, όπου κυριαρχούν η παγκοσμιοποίηση, ο εργαλειακός λόγος και οι οικονομικές συναλλαγές. Άρχισαν να εμφανίζονται μεγάλες πόλεις όπως το Παρίσι και το Λονδίνο. Κάθε στάδιο αυτής της διαδικασίας είχε και τους επικριτές του μέσα στον δυτικό πολιτισμό.
Ο δυτικός κόσμος επεκτάθηκε και σταδιακά επιβλήθηκε διεθνώς, ισοπεδώνοντας τις ιδιαίτερες πολιτισμικές παραδόσεις άλλων χωρών. Πολλές χώρες τότε αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν δυτικούς θεσμούς και τεχνολογία, προκειμένου να ανταγωνιστούν τη Δύση σε ισχύ και πλούτο, πράγμα που δεν έγινε αβίαστα ούτε αναίμακτα. Εμφανίστηκε η αντίληψη ότι τα δυτικά προϊόντα είναι χρήσιμα ως μέσα ανάπτυξης, αδυνατούν όμως να προσφέρουν ανώτερους στόχους, αξίες και ιδανικά. Χώρες όπως η Ιαπωνία και ιδιαίτερα η Τουρκία και η Ρωσία εκδυτικίστηκαν ταχύτατα, με αποτέλεσμα να γεννηθούν λαϊκές αντιδράσεις μίσους απέναντι στη Δύση, που τους είχε τόσο βίαια επιβληθεί. Αργά ή γρήγορα προέκυψαν εθνικιστικές αντιδράσεις και άρχισε το φαινόμενο του «δυτικισμού». Οι συνήθεις επικρίσεις των αντιδυτικών στόχευαν κυρίως στο αντιηρωικό και ωφελιμιστικό αστικό πνεύμα που υποτίθεται πως χαρακτήριζε τον δυτικό άνθρωπο, τον υλιστικό ευδαιμονισμό, την αφηρημένη θεωρητικολογία και την δημοκρατικό εξισωτισμό που φανέρωνε μια μεσοβέζικη και παθητική στάση ζωής. Η Δύση αντιπαραβαλλόταν με τη Βαβυλώνα της Αποκάλυψης: μια ιδιαίτερα όμορφη και σαγηνευτική πόρνη, δίχως όμως ψυχή.
Η νοσταλγία της υπαίθρου, των παραδόσεων και των αξιών που εξαφανίζονταν μεταδόθηκε από τους δυτικούς επικριτές στους μη δυτικούς πολιτισμούς, που ήθελαν να τους εναντιωθούν. Πραγματικά, όταν ο Ντοστογιέφσκι έγραφε πως το αυθεντικά ρωσικό είναι ξένο στη Δύση, οπωσδήποτε αγνοούσε ότι ο πανσλαβισμός του δεν ήταν παρά μια επιρροή από τον παγγερμανισμό. Παρόμοια, οι Ιάπωνες έφτασαν στο σημείο να λατρεύουν τον Αυτοκράτορά τους επηρεασμένοι από μια συνήθεια που επικρατούσε στη Ρώμη και το Βυζάντιο. Όσο για τα σύγχρονα ισλαμιστικά κινήματα, πρόκειται για αντιδράσεις που συχνά συμβαδίζουν με τον σοσιαλισμό είτε αποτελούν αντιδράσεις σε εκείνον και δείχνουν τον θαυμασμό των τζιχαντιστών για τον Ροβεσπιέρο και τους Ιακωβίνους. Ακόμη και τα όπλα τους είναι δυτικής τεχνογνωσίας. Επομένως, μοιάζει το αντιδυτικό μένος που ξεκινά από τη Δύση να επιστρέφει πάλι σε εκείνη. Τι σημαίνει όμως αυτό για εκείνη και το μέλλον της;
Το συμπέρασμα των δύο συγγραφέων είναι ότι η Δύση, ερχόμενη αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεών της, οφείλει να περιφρουρήσει την ιδιαιτερότητα και τις φιλελεύθερες βάσεις της, χωρίς όμως ν’ αποποιείται τις ευθύνες της για την αποικιοκρατία και τις γενοκτονίες που έχει προκαλέσει σε άλλους πολιτισμούς του κόσμου.