Η Νίκη και η Ορθοδοξία (Δόξα για τους κολλητούς…) είναι δυο μακρινές συγγένισσες. Τις θυμόμαστε αμυδρά από παιδιά, όταν ακούγαμε, κυρίως τους παππούδες και λιγότερο τους γονείς, να τις μνημονεύουν σε εποχές μεγάλων κρίσεων: πολέμους, ήττες, εισαγωγικές εξετάσεις, απώλειες συγγενών και εισοδήματος – Έχει ο Θεός, - εκλογικές αναμετρήσεις, και πάει λέγοντας…
Στα παιδικά μάτια μας, τις είχαμε ταυτοποιήσει ως δυο γυναίκες, διαμετρικά αντίθετες που στη βάση τους, όμως, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Ήταν πελώριες! Και η μεν Νίκη, με την Άρια ομορφιά, το κουρεμένο κεφάλι, την επιθετικότητα και το ακατάδεχτο στη συμπεριφορά φέρνει, ακόμη και τώρα, προς την Σίνεντ Ο’ Κόνορ, η δε Ορθοδοξία, με τη μάλλινη ζακέτα, τις σφιχτές καλτσοδέτες, την κουλούρα στο κεφάλι, τα σμιχτά φρύδια και τον ελαφρύ μύστακα στο πάνω χείλος, προς την διευθύντρια του οικοτροφείου στο οποίο μεγαλώνει η ορφανή Ματίλντα . Ξυραφάκι ή αποτριχωτικό δεν άγγιξαν ποτέ τις γάμπες τής Δόξας.
Βέβαια, στα χρόνια που κύλησαν, όσο η Νίκη αραίωνε επιδεικτικά τις εμφανίσεις της και περιοριζόταν σε μπρα ντε φερ με την άσπονδη εχθρό της τη Δημοκρατία, άλλο τόσο η Ορθοδοξία, πλήθαινε τις εξορμήσεις σε εκκλησιές και μοναστήρια με την απαραίτητη συμμετοχή φανατικών και σύγχρονων Ρασπούτιν. Κι όσο φοβιστική φάνταζε η πρώτη, το ίδιο απωθητικά λαΐκιζε η δεύτερη. Στη βάση όμως, ο φανατισμός, ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία, το σκοτάδι και η εμπάθεια ήταν κοινά χαρακτηριστικά και των δυο.
Για να μπεις στο κλαμπ της Νίκης, όφειλες να εφοδιαστείς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, φορολογική ενημερότητα, ποινικό μητρώο και βεβαίωση μικροβιολόγου ότι έχεις απολυμάνει το εσωτερικό σου με ισχυρή δόση πατριωτισμού και πούρας Ρωμιοσύνης, ενώ η Ορθοδοξία, πνεύμα αντιλογίας απ’ ανέκαθεν, είχε σαν σύνθημα το: Όπισθεν ολοταχώς! Όχι σε όλα! Όχι στα εμβόλια, όχι στις αμβλώσεις, όχι στην Ευρώπη, όχι στην Επιστήμη, την πρόοδο, τις Τέχνες και τα Γράμματα, αλλά Ναι στον μεγαλοϊδεατισμό, ναι στους Ιερολοχίτες, ναι στους μεγάλους σταυρούς και τις γονυκλισίες, ναι στην ομοφοβία, ναι και στους Ρωσόφιλους.
Στην τελική (!), Νίκη και Ορθοδοξία, συνασπίστηκαν στα γεράματα κι’ αφού τα συζήτησαν και τα βρήκαν, είπαν να συνεταιριστούν και να ανοίξουν μαγαζί μέσω μιας Μη Κερδοσκοπικής Μονοπρόσωπης Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης αλλά υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων. Το μαγαζί, γωνία Διγενή Ακρίτα και Γ. Παπανδρέου, (η ταμπέλα γράφει: Τη Ρωμιοσύνη μη τη κλαις ), πουλάει σταυρουδάκια, χαϊμαλιά, εικονίτσες, νάιλον σημαίες, εργόχειρα, κεριά και λιβάνια, κομποσκοίνια, μαντζούνια και κάθε είδους βάλσαμο για τις λαβωμένες ψυχές αυτών που βολοδέρνουν και δεν ψωνίζουν.
Απέναντι τους βρίσκεται η τρύπα του δολιχοκέφαλου με άδεια ράφια και την ταμπέλα «Να’ χαμε να λέγαμε», έτοιμη να καταρρεύσει , δίπλα του ένα παραμάγαζο που πουλάει μαϊμούδες, παραδίπλα η καντίνα της κυρίας που φέρνει προς την Ρόσι ντε Πάλμα του Πέδρο Αλμοδόβαρ αλλά με το πάθος μιας Ντολόρες Ιμπαρούρι που στην ταμπέλα γράφει «No pasaran», και διάφορα άλλα περίπτερα που πωλούν πάσης φύσεως υλικά.
Ένα μίνι μάρκετ που την είδε πολυκατάστημα εν μία νυκτί μας έχει ζαλίσει τον έρωτα, ενώ το πάλαι ποτέ κραταιό μεζεδοπωλείο, ντελίβερι, ορθάδικο , έχει ξεπέσει και είναι να το κλαις. Όλοι ετοιμάζονται για τα εγκαίνια της 25ης Ιουνίου και μέχρι τότε , όλοι ανεξαιρέτως, φτιάχνουν βιτρίνες. Ακόμη και το Cineplex της πλατείας προβάλει τον Γαλάζιο Δούναβη, Το απέραντο Μπλε, Το Γαλάζιο Φεγγάρι, τον Μπλε Κεραυνό, Το Βαθύ γαλάζιο, ενώ οι ουρές των θεατών που φτάνουν μέχρι τις πόρτες των υπολοίπων, δείχνουν πως ο κόσμος έχει βαρεθεί να τριγυρνάει, έχει αποφασίσει και θέλει να περάσει δυο ώρες ευχάριστα.
Ο κόσμος κατάλαβε πως:Υπάρχει κάτι ψεύτικο στην Πολιτική όταν φτάνει στα άκρα. (Ορχάν Παμούκ)