Εχουμε πολλές φορές αναφερθεί στα γεγονότα της περιόδου 1909-1922, που κατέληξαν στην καταστροφή και καθόρισαν τη μορφή της περιοχής μας και το γεωπολιτικό γίγνεσθαι, όχι μόνο της εποχής εκείνης, αλλά με προεκτάσεις που επηρεάζουν το σήμερα.
Από τις στάχτες της Σμύρνης βγήκε μια Τουρκία δυνατή και σεβαστή στους γύρω της και μια Ελλάδα αποδυναμωμένη, φοβική απέναντι στους νικητές και απομονωμένη διεθνώς. Η σχέση των δύο χωρών συνεχίστηκε σε αυτό τον τόνο έκτοτε. Μόνο που η Τουρκία δεν θεωρούσε τη νέα κατάσταση παγιωμένη. Η ιμπεριαλιστική της φύση φάνηκε από την επαύριο της Συνθήκης της Λωζάννης, τόσο με την καταπίεση των μειονοτήτων στο εσωτερικό της όσο και από τη συνεχιζόμενη επέκτασή της, αρχικά στην Αλεξανδρέττα, οδηγώντας και το Πατριαρχείο Αντιόχειας σε εκπατρισμό. Αντίθετα, εδώ, η «μικρά πλην έντιμος» Ελλάδα θεώρησε τις γεωπολιτικές διευθετήσεις που ακολούθησαν την καταστροφή παγιωμένες και συνέχισε την κολοβωμένη της ζωή, προσπαθώντας να ξεχάσει· κι όπου δεν αρκούσε η προσπάθεια, ερχόταν η επιβολή μιας πολιτικής λήθης, με πρώτους στόχους τους πρόσφυγες.
Το ότι τα τρομερά συμβάντα θεωρήθηκαν λήξαντα βοήθησε και στο ξέπλυμα του μικροελλαδισμού. Γιατί, στο όνομα του να τα αφήσουμε πίσω αυτά, δεν έγινε μια συζήτηση που θα αποκάλυπτε τις προεκτάσεις της Ήττας, της ουδετερότητας του Παλατιού, της απεμπόλησης της ευκαιρίας της Καλλίπολης το 1915. Που θα διαπίστωνε τον αναθεωρητικό χαρακτήρα της Τουρκίας και θα λάβαινε μέτρα. Που θα έβλεπε στην αντανάκλαση της Καταστροφής στο σήμερα, το όποιο σήμερα διαχρονικά, τη βόμβα που είχε βάλει ο μικροελλαδισμός όχι στις προσπάθειες της περιόδου, αλλά στα θεμέλια του ελλαδικού κράτους έκτοτε.
Γιατί αν ο μικροελλαδισμός δεν είχε επιβάλει την πολιτική του, η Ελλάδα θα είχε συντελέσει στον σύντομο τερματισμό του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Γερμανία δε θα προλάβαινε να οχυρώσει την Καλλίπολη κι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διαμοιραζόταν ανάμεσα στους υπόδουλους λαούς της. Η Τουρκία θα έβγαινε ανίσχυρη και περικυκλωμένη από έθνη ελεύθερα, που μέχρι χτες καταπίεζε, και δεν θα μπορούσε να ασκήσει την πολιτική που ασκεί.
Τις συνέπειες της στάσης των φιλογερμανικών δυνάμεων της χώρας τότε τις είδαμε στους διωγμούς των Ρωμιών της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Τις είδαμε το 1974 στην Κύπρο. Τις βλέπουμε καθημερινά στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Αλλά δεν τις συνδέομε με εκείνη την περίοδο και τον Διχασμό.
Όμως ο μικροελλαδισμός δεν αφορά μόνο την πατρίδα μας. Γιατί, μέσα στην άρνησή του να εφαρμόσει μιαν εθνική πολιτική, μέσα στην αντίληψη της μικράς πλην εντίμου, αρνήθηκε να δει πως η Ελλάδα ήταν σημείο αναφοράς και για τους άλλους υπόδουλους λαούς, όσους είχαν επιβιώσει της Γενοκτονίας. Κι ότι η αποτυχία της Ελλάδας επηρέαζε και τους λαούς αυτούς. Μια νικήτρια Ελλάδα μέσα στην Αντάντ θα πετύχαινε όρους καλύτερους και από τη Συνθήκη των Σεβρών και θα διασφάλιζε πατρίδα και στους λαούς της Μικράς Ασίας που σήμερα είτε τη χάνουν είτε μάχονται γι’ αυτήν.
Έτσι, οι διαδοχικές απεμπολήσεις των ευκαιριών, από τη μη συμμετοχή στην εκστρατεία της Καλλίπολης εξαρχής μέχρι την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο, επέτρεψαν στην Τουρκία να νικήσει, να διαιωνίσει την κυριαρχία της στη Μικρά Ασία και να συνεχίσει την πολιτική της.
Κι η «μικρή» Ελλάδα αρνήθηκε να δει τον μεγάλο της ρόλο, που συμπεριλάμβανε όχι μόνο τους υπόδουλους Ρωμιούς, αλλά είχε λειτουργία προστασίας και ως προς τους υπόλοιπους υπόδουλους. Έτσι, οι Αρμένιοι έμειναν σε μια μικρή έκταση της ιστορικής τους κοιτίδας, περικυκλωμένοι από εχθρούς. Δεν απέκτησαν τελικά μικρασιατικό κράτος και το καυκάσιο επιβίωσε στα πλαίσια της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ το Αρτσάχ κέρδισε μια ντε φάκτο ανεξαρτησία αρχικά, μέχρι να φανούν κι εκεί οι συνέπειες της Ήττας του 22. Γιατί η Τουρκία της νίκης του ’22 είναι αυτή που επιβάλλει τις πολιτικές τής επέκτασης, αυτή είναι που μέσω των Αζέρων κατάγει νίκες και κατακτά τελικά το Αρτσάχ, αυτή ετοιμάζει την επόμενη επίθεση στην Αρμενία και τη μεθεπόμενη στον Ελληνισμό.
Έτσι, ο μικροελλαδισμός του τότε δεν κατέστρεψε μόνο τα συγκαιρινά του οράματα, ούτε υπονόμευσε μόνο το μέλλον του λαού μας· υπονόμευσε το μέλλον όλης της περιοχής, όλων των λαών της Μικράς Ασίας. Κι αυτό το βλέπουμε σε συνέχειες· μετά την Κύπρο το Αρτσάχ. Μετά το Αρτσάχ η Αρμενία. Και μετά, ή παράλληλα, εμείς.
Αν ο μικροελλαδισμός δεν είχε επικρατήσει τότε, δεν θα χρειαζόταν σήμερα να ασκούμε κριτική στη Ρωσία και τη Δύση γιατί δεν προστάτεψαν το Αρτσάχ. Δεν θα είχαμε τις απειλές που σήμερα θέτουν σε αμφιβολία την ύπαρξη τη δική μας και των Αρμενίων. Βέβαια, με τα «αν» και τις υποθέσεις δεν μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει μιαν άποψη. Αλλά αυτό ας το πει κάποιος στα εκάστοτε θύματα του τουρκικού επεκτατισμού, ας πάει να το πει τώρα στους κατοίκους του Αρτσάχ, που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους μετά από αιώνες, υπό τον φόβο μιας νέας Γενοκτονίας.