Το να διδάσκεις, είναι βαθιά διαπροσωπική διαδικασία. Είναι δε θεμιτό και ζητούμενο, να μεταφέρεις στους μαθητές σου προβληματισμούς για τα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο και ενθουσιασμό για όσα σε ενδιαφέρουν και προσωπικά, γιατί σε αυτά θα είσαι και ιδιαίτερα καλός!
Ένας δάσκαλος φιλόσοφος, βαθιά μορφωμένος, με υπερκείμενη θεώρηση του έργου του, ως πεδίο ανάπτυξης δραστηριότητας που εμπλέκεται και δημιουργεί κοινούς τόπους με τα πεδία των οικογενειών των μαθητών του, τα πεδία της κοινωνίας της πόλης και της χώρας του, δεν έχει ανάγκη από τη «λογιστική» της διδακτέας ύλης ή τις «συνταγές» διαχείρισης συμπεριφορών, μαθησιακών δυσκολιών ή ιδιαίτερων μαθησιακών προφίλ. Έχει ενσωματώσει στις πρακτικές του τα επιστημονικά δεδομένα και τα έχει υπερβεί, μέσα στην αποδοχή, όχι την απλή αλλά την ενθουσιώδη αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων των μαθητών του, ακριβώς γιατί είναι οι «δικοί» του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κάθε αντισυμβατικό και ιδιαίτερο σε αυτούς, το αντιμετωπίζει ως πρόκληση, γνωρίζοντας ότι αυτή η αποδοχή και η πίστη ότι όλα είναι δυνατά, που προσπαθεί να μεταδώσει σε αυτούς, θα οδηγήσουν στην προσωπική προσπάθεια, στο ξεπέρασμα του χθες, στο ξεπέρασμα του ίδιου τους του εαυτού.
Και όταν όλα τα παραπάνω είναι πίστη, ο ταυτισμένος με αυτά δάσκαλος, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει ιδιαίτερα για να τα υλοποιήσει και να τα αξιοποιήσει. Αποτελούν έκφανση του εαυτού του, που εκφράζεται «άμα τη εμφανίσει» περιστάσεως. Φτάνει να υπάρχει επαφή ανθρώπινη, πραγματική, αυτό που λέμε “en vivo”. Τότε, ακόμη κι αν το μισό πρόσωπο είναι καλυμμένο με μάσκα, τα μάτια μιλούν και στέλνουν το δικό τους αδιάψευστο μήνυμα και τα παιδιά που ακόμη έχουν τις δυνάμεις του πρωτόγονου ανθρώπου άφθαρτες, έχουν ισχυρό το ένστικτό τους να τους οδηγεί στην κατανόηση ότι κάποιος τους νοιάζεται και τους αγαπά και γι’αυτόν είναι ικανά να ανέβουν και βουνά… Αυτά τα βουνά θέλει ο δάσκαλος να κατακτήσουν οι μαθητές του και να πάνε τόσο ψηλά, που να μην φαίνεται πια ο κόκκος που ο ίδιος φύτεψε στην πίστη τους για επιτυχία, την αυτορρύθμιση των αναγκών και της ανάληψης προσπάθειας και της ατομικής ευθύνης.
Και πάλι όμως θέλουμε την ζωντανή επαφή για την απόδοση της προσπάθειας. Όταν ο δάσκαλος αναγκαστεί να επικοινωνεί με 23 παιδιά, μέσα από το διαδίκτυο, με κάμερες κλειστές για να μην «πέφτουν» τα οικιακά δίκτυα, παλεύει όπως ο εκφωνητής που κάνει εκπομπή για τους Έλληνες της διασποράς και ο μετανάστης Έλληνας που τον ακούει. Και οι δυο παλεύουν χωρίς εικόνα, μέσα από λόγια και χροιά φωνής, να νιώσουν ο ένας τον άλλο, να δώσουν και να πάρουν Ελλάδα. Ο δάσκαλος σε τέτοιες συνθήκες, είναι αμφίβολο αν θα πάρει σε καρπό το 40% της προσπάθειάς του.
Και πάλι βέβαια, είναι μια απόλαυση να βλέπεις τους μαθητές σου, να περπατάς τα θέματα και τα κεφάλαια έστω και σημειωτόν, να ετοιμάζεις video σε αντικατάστασή σου, να παρατείνεις τους εισαγωγικούς διαλόγους για να δώσεις τόπο στην επικοινωνία, να πάρεις μέρος από το απολεσθέν “en vivo”, να δώσεις ευκαιρία να δείξουν προς την ομάδα την χριστουγεννιάτικη διακόσμηση των δωματίων τους, τις χειροτεχνίες που αντικατέστησαν τα παιχνίδια με τις μπάλες, τα εξώφυλλα του λογοτεχνικού που διαβάζουν, να μιλήσουν για όσα αγαπούν ή απεχθάνονται, για όσα φοβούνται και για ό,τι ζηλεύουν, να γίνει λίγη οχλαγωγία, από αυτήν που καθημερινά βιώναμε στις τάξεις μόλις μπαίναμε από το διάλειμμα.
Αν όμως αναλογιστούμε, τη μαγεία της τάξης όταν γινόταν η ανάγνωση λογοτεχνικού κειμένου, τη μαγεία της συζήτησης όταν κάποιο θέμα τους αφορούσε ιδιαίτερα, την προσπάθεια της έκφρασης όταν είχαν γράψει κάποιο κείμενο για το οποίο ήταν περήφανοι, την προσπάθεια να μοιραστούν και το «δικό» τους κομμάτι σε μια εργασία που τους είχε ανατεθεί, για να κερδίσουν έτσι μια θέση στην έννοια του «συμμετέχω», καταλαβαίνουμε τη δύναμη της διαπροσωπικής επαφής, που δεν άφηνε κανέναν ανεπηρέαστο. Παρακινούσε τον συνεσταλμένο, καλλιεργούσε υπομονή στον άριστο και διαρκώς ετοιμοπόλεμο μαθητή, δημιουργούσε βιώματα της χαράς της επιτυχίας στον πιο αδύνατο και αύξανε την επιμέλεια, έδειχνε και σε αυτούς που η οικογένεια δεν είχε φροντίσει να τους μάθει, ότι το σχολείο είναι ένας στίβος, όπου κάθε συμμετοχή σε αμείβει σαν μια σταγόνα «μέλι στο δάκτυλο», ικανή να σε ενισχύσει για αύξηση της συνέπειάς σου, για να μην είσαι αυτός που θα πει «το ξέχασα», αν τα αναλογιστούμε όλα αυτά, καταλαβαίνουμε ποιο είναι τώρα το διακύβευμα. Και σίγουρα στους πιο αδύναμους κρίκους, από κάθε άποψη, τα αποτελέσματα θα είναι σοβαρότερα.
Αυτή η έγνοια ωστόσο, τον δάσκαλο τον εξελίσσει επαγγελματικά και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, διότι αυξάνει το ρεπερτόριο των τεχνικών του, αυξάνει τις επικοινωνιακές του δυνατότητες και την ευστοχία στην επιλογή του υλικού του. Στην τάξη, η “en vivo” παρουσία του, ήταν ικανή και αναγκαία συνθήκη να διορθώσει αστοχίες και ανεπάρκειες ακόμη και των βιβλίων και της ύλης. Τώρα, άστοχες επιλογές υλικού και τεχνικών, οδηγεί με ασφάλεια σε Waterloo. Κάθε διαπίστωση ανεπάρκειας αν δεν συνεπάγεται αντικαταστάσεις, εμπλουτισμούς, ανανέωση επιλογών, θα εκμηδενίσει πάραυτα το ήδη μικρό ποσοστό καρπών, σε σχέση με την τάξη. Και αν παραταθεί η παρούσα συνθήκη, η χρονιά θα μείνει «άγραφη» στην ιστορία του κάθε εκπαιδευτικού και κυρίως του κάθε μαθητή του.
Επειδή όμως δεν υπάρχει χειρότερη εξέλιξη στην δουλειά ενός δασκάλου από το να μην αφήσει αποτύπωμα στην μαθητική πορεία των «δικών» του μαθητών, αυτή η χρονιά θα κρίνει την εφευρετικότητά μας και το πάθος για αύξηση της εφευρετικότητας αυτής, ως επαγγελματική εξέλιξη. Με την πεποίθηση ότι η προσωπική επαφή μεγιστοποιεί τα αποτελέσματα στο βαθιά διαπροσωπικό μας έργο, θα λειτουργήσουμε με ένστικτο και γνώση για απομείωση της διαδικτυακής «αποξένωσης», δίνοντας προσωπικό στίγμα σε διατυπώσεις, μηνύματα, επιλογές και διδακτικά τρικ, η επιλογή των οποίων θα δοκιμάσουν τον βαθμό κατανόησης του φαινομένου, της νέας εμπειρίας, της νέας συνθήκης ή όπως αλλιώς ονομάσουμε την παρούσα συγκυρία. Αν κατορθώσουμε να γίνει στην ολότητά του αυτό το γεγονός, μια ακόμη ευκαιρία εξέλιξης για μαθητές και δασκάλους, που όμως θα προσδώσει θετικό πρόσημο στη μορφωτική και κοινωνική πορεία όλων μας, θα μπορούμε -καλώς εχόντων των πραγμάτων- να το θυμόμαστε ως μια αγωνιστική περίοδο, ως μια μάχη σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.