Το ένταλμα των δικαστικών αρχών για την περίπτωση Δημήτρη Λιγνάδη ήταν σαφές: διέτασσε τη σύλληψη τού σκηνοθέτη και ηθοποιού. Από αυτό το έγγραφο απουσίαζαν όμως εντολές για άλλες πράξεις, κάτι που βάζει σε σκέψεις αστυνομικούς και νομικούς για το εάν κρύβεται κάποια σκοπιμότητα ή πρόκειται για αβλεψία.
Στο ένταλμα σύλληψης δεν υπήρχε καμία αναφορά για έρευνα στην κατοικία του κατηγορουμένου, για κατάσχεση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και των άλλων ψηφιακών μέσων, που πιθανά να χρησιμοποιεί ο Δημήτρης Λιγνάδης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, το κινητό τηλέφωνό του επίσης δεν κατασχέθηκε, αλλά φυλάσσεται σε ένα γραφείο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, μέχρι εκείνος ή κάποιος πληρεξούσιός του να το ζητήσει και να το παραλάβει.
Επειδή η υπόθεση είναι στο στάδιο τής κύριας ανάκρισης, οι αστυνομικοί δεν μπορούν να προχωρήσουν σε καμία ενέργεια, χωρίς την εντολή του ανακριτή, ο οποίος την χειρίζεται.
Σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι κατασχέσεις των συγκεκριμένων αντικειμένων και η κατ’οίκον έρευνα αποτελούν βασικές πράξεις, καθώς πολύ συχνά με τη διερεύνησή τους προκύπτουν στοιχεία, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στη δικογραφία.
Αρκετοί κατηγορούμενοι, στο παρελθόν, επιχείρησαν να καταστρέψουν ενοχοποιητικά στοιχεία, αλλά τα εξειδικευμένα στελέχη των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων ανέκτησαν σημαντικά δεδομένα.