Η απελευθέρωση και η επιστροφή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών είναι αναντίρρητα ένα πολύ καλό νέο, για τους ίδιους, για τις οικογένειές τους και για τη χώρα.
Αποτέλεσε επίσης και μια πρώτης τάξης ευκαιρία για επικοινωνιακή αντεπίθεση της κυβέρνησης, δεδομένου μάλιστα ότι εδώ και καιρό δεν της βγαίνει τίποτα. Όμως πίσω και πέρα από τις ως άνω, εύκολες διαπιστώσεις, κάποια πιο «δύσκολα» σημεία έρχονται στην επιφάνεια.
Ο Ταγίπ Ερντογάν με την παράνομη κράτηση για πάνω από 5 μήνες των δύο Ελλήνων είχε δημιουργήσει μια νέα εστία έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στη βάση ενός δυσμενούς για την Ελλάδα τετελεσμένου. Κατόρθωσε έτσι να αποκτήσει περαιτέρω διαπραγματευτική ισχύ στις διμερείς σχέσεις, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε ή/και δε θέλησε να επιτύχει συμμετρική και ισοδύναμη απάντηση.
Έχοντας μάλλον εξασφαλίσει κάποια ανταλλάγματα- μένει να φανεί αν αφορούν τη Δ. Θράκη ή/και άλλους τομείς- προέβη σε μια κίνηση «μεγαθυμίας», επιλύοντας ένα πρόβλημα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει και προσθέσει.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η Ελλάδα βγαίνει «τραυματισμένη» από το όλο περιστατικό και όχι μόνο στο επίπεδο του γοήτρου του ελληνικού στρατού. Βγαίνει επιπλέον «τραυματισμένη» διότι αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις που υπό άλλες συνθήκες δε θα έκανε ή στις οποίες θα προέβαινε σε διαφορετικό χρόνο και χωρίς να φαίνεται πως σύρεται σε αυτές από την Τουρκία.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα χρειάστηκε να επιζητήσει παρέμβαση των ΗΠΑ ή και να θέσει σε επίπεδο Έλληνα πρωθυπουργού προς τον πρόεδρο της Τουρκίας το θέμα, δηλαδή ξόδεψε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο σε μια υπόθεση στην οποία παγιδεύτηκε.
Επιπλέον, η τυχόν παρέμβαση των ΗΠΑ, όσο κι αν φαντάζει εν προκειμένω θετική συνεπάγεται –στο βαθμό που τυχόν έχει συμβεί- περαιτέρω δεσμεύσεις για την ελληνική πλευρά, άρα μονομέρεια της πολιτικής μας και εν τέλει διεθνή αποδυνάμωσή μας.
Σε ό,τι αφορά δε, το παρόν και το μέλλον, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει λάβει ήδη το μήνυμα ότι τα παζάρια, στη βάση ελεγχόμενης έντασης μπορούν να τον ωφελήσουν. Αυτή άλλωστε είναι εν γένει η προσέγγισή του στις διεθνείς σχέσεις της χώρας του. Πολιτική, στην οποία η Ελλάδα δείχνει ευάλωτη.
Υπάρχει βεβαίως η πιθανότητα η απελευθέρωση των δύο να δημιουργήσει ένα θετικό momentum για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ενδεχομένως, ο Τούρκος πρόεδρος να επιχειρήσει επαναπροσέγγιση με την ΕΕ και σε αυτό το πλαίσιο να επιδιώξει εξομάλυνση με Ελλάδα και με Κύπρο. Δεν είναι απίθανο, ωστόσο όχι και το πιθανότερο, τουλάχιστον σε βαθμό στρατηγικής αλλαγής από πλευράς της πολιτικής Ερντογάν.
Η ελεγχόμενη ένταση φαίνεται ότι θα συνεχιστεί, υπακούοντας όχι μόνο στην εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας αλλά και στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ Ελλάδας- Τουρκίας, που εξακολουθεί να γέρνει υπέρ της Τουρκίας, όπως και στις μακροπρόθεσμες, στρατηγικές επιδιώξεις της τελευταίας για άσκηση ηγεμονικής επιρροής στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο. Τέλος, η πολιτική κατάσταση τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία- για άλλους λόγους στην κάθε μία- δεν επιτρέπει εντυπωσιακές κινήσεις ακόμα και χωρίς μεγάλο βάθος, εκτός και αν δούμε μια ξαφνική και γρήγορη επαναπροσέγγιση ΗΠΑ και Τουρκίας, που ίσως αναγκάσει την Ελλάδα να προβεί σε επώδυνες παραχωρήσεις, δεδομένου του ρόλου που διαδραματίζει εξαιτίας των αποφάσεων των τελευταίων και ιδίως της σημερινής κυβέρνησης.