* Ανάλυση του Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 37ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Αν μη τι άλλο, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την Ευρώπη -ή, μάλλον, την ΕΕ, που δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα- ότι πάσχει από έλλειψη πρωτοβουλιών και διαδικασιών με στόχο να αναλογιστεί το ίδιο το μέλλον της και «να μπει σε διάλογο με την κοινωνία των Ευρωπαίων πολιτών».
Από τη Διακήρυξη του Λάακεν ακριβώς πριν από 20 χρόνια, μπορεί κανείς να μετρήσει τουλάχιστον τέσσερις τέτοιες πρωτοβουλίες: κατά τη δεκαετία 2000-2010 είχαμε τη Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης υπό την προεδρία του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, τη Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη για το Σύνταγμα της ΕΕ που την ακολούθησε και, μετά την απόρριψη του σχεδίου συνθήκης για το Ευρωσύνταγμα στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, τη Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη για τη Συνθήκη της Λισαβόνας, της οποίας είχε προηγηθεί μια «περίοδος περισυλλογής».
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα με τη θέση σε ισχύ της τελευταίας έβαλε τον ευρωπαϊκό μεταρρυθμιστικό ζήλο στον πάγο για αρκετά χρόνια.
Ιδού, όμως, που το 2019, λίγο πριν ξεσπάσει η δεύτερη μεγάλη παγκόσμια κρίση του 21ου αιώνα, η πανδημία Covid-19, ο ακαταπόνητος οραματιστής της ευρωπαϊκής ενοποίησης που λέγεται Εμανουέλ Μακρόν επανάφερε στο προσκήνιο το Μεγάλο Σχέδιο με την ιδέα διοργάνωσης μιας Διάσκεψης για το μέλλον της Ευρώπης -που δεν πρέπει να συγχέεται με τη Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης πριν από 20 περίπου χρόνια, διότι, προφανώς, πρόκειται για εντελώς διαφορετικό πράγμα, για λόγους που μόνο ο ίδιος ο Μακρόν και η πολιτική ηγεσία της ΕΕ γνωρίζουν.
Εν πάση περιπτώσει, αυτό που ακολούθησε είναι απολύτως ενδεικτικό του τι, ακριβώς, πάει στραβά με την ΕΕ.
Για πολλούς μήνες, οι εργασίες της Διάσκεψης ήταν αδύνατον να ξεκινήσουν καν, διότι κανείς δεν μπορούσε να συμφωνήσει πάνω στο μείζον ζήτημα του ποιος θα προεδρεύσει των εργασιών της.
Η αρχική ιδέα ήταν ο/η πρόεδρος της Διάσκεψης να είναι μια «επιφανής ευρωπαϊκή προσωπικότητα», η οποία θα μπορούσε να εμπνεύσει τη μαζική συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών στο εγχείρημα.
Η πρώτη πρόταση του Ευρωκοινοβουλίου ήταν ο... Γκι Φερχόφστατ. Ωστόσο, με κάθε σεβασμό στο πρόσωπό του, σχεδόν κανείς δεν θα τον χαρακτήριζε ως προσωπικότητα πανευρωπαϊκής εμβέλειας, μια άποψη που, κατά τα φαινόμενα, συμμερίζεται το Συμβούλιο, καθώς η υποψηφιότητά του δεν συγκέντρωσε ιδιαίτερη υποστήριξη μεταξύ των κρατών-μελών.
Ακολούθησαν και άλλα ονόματα που έπεσαν στο τραπέζι για να καταλήξει η όλη υπόθεση σε έναν κλασικό «ευρωπαϊκό συμβιβασμό», ο οποίος θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: για ποιον λόγο να έχεις έναν μόνο πρόεδρο, όταν μπορείς κάλλιστα να έχεις τρεις (ή τέσσερις); Η
ηγεσία της Διάσκεψης θα ανατεθεί σε μια «κοινή προεδρία», αποτελούμενη από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι και έναν εκπρόσωπο της εκ περιτροπής προεδρίας του Συμβουλίου (όχι, όμως, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, για κάποιον ανεξήγητο λόγο), ενώ θα συσταθεί και μια «εκτελεστική επιτροπή» με τρεις εκπροσώπους από κάθε θεσμικό όργανο και «έως τέσσερις παρατηρητές».
Πέρα από την Ολομέλεια της Διάσκεψης, αυτή θα διαθέτει και μια «κοινή γραμματεία», αποτελούμενη από στελέχη των τριών θεσμικών οργάνων.
Κανείς δεν θα αδικούσε όποιον, παρατηρώντας αυτό το σχήμα, σκεφτόταν αμέσως ότι «όπου λαλούν πολλοί πρόεδροι, αργεί να ξημερώσει» ή έθετε το ερώτημα εάν αυτό που χρειάζεται η ΕΕ αυτήν ακριβώς τη στιγμή είναι ακόμη ένα στρώμα γραφειοκρατίας πάνω στα ήδη υφιστάμενα.
Πόσο μάλλον όταν ακόμα και τώρα δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο πώς θα οργανωθούν οι εργασίες της Διάσκεψης. Σύμφωνα με την Κοινή Δήλωση που υπογράφηκε στο κτίριο του Ευρωκοινοβουλίου στις 10 Μαρτίου, σε μια τελετή από την οποία δεν έλειψε η ανάκρουση του «ύμνου της ΕΕ» και οι βαρυσήμαντες δηλώσεις περί μιας μεγάλης μέρας για την ευρωπαϊκή δημοκρατία, οι εργασίες της Διάσκεψης θα ξεκινήσουν στις 9 Μαΐου -προφανώς για να συμπέσουν πανηγυρικά με την «Ημέρα της Ευρώπης»- και αυτή θα καταλήξει σε συμπεράσματα και αναθεωρητικές προτάσεις «μέχρι την άνοιξη του 2022».
Θα είναι, δε, μια «εστιασμένη στους πολίτες άσκηση από τη βάση προς τα πάνω που θα δώσει στους Ευρωπαίους τη δυνατότητα να εκφράσουν τη γνώμη τους για αυτό που περιμένουν από την ΕΕ».
Στα πλαίσια της Διάσκεψης, θα διοργανωθούν επιμέρους συνέδρια και πάνελ συζητήσεων σε ολόκληρη την ΕΕ, ενώ θα δημιουργηθεί και μία «πολυγλωσσική ψηφιακή πλατφόρμα».
Αυτό που δεν είναι καθόλου σαφές είναι εάν η Διάσκεψη θα διατυπώσει συγκεκριμένες προτάσεις για την αναθεώρηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Το κλίμα μεταξύ των κρατών-μελών είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό έως αρνητικό σε μια τέτοια προοπτική, για τον απλό λόγο ότι θα άνοιγε έναν νέο κύκλο ατέρμονων διακρατικών διαπραγματεύσεων και αντεγκλήσεων, και μάλιστα σε μια περίοδο που, ειλικρινά, καμία απολύτως εθνική πρωτεύουσα -πλην των Παρισίων του Μακρόν ίσως- δεν έχει διάθεση για κάτι τέτοιο.
Εν πάση περιπτώσει, πέρα από την εύλογη θυμηδία που προκαλούν όλα αυτά, υπάρχει ένα βαθύτερο και πολύ πιο πιεστικό πρόβλημα: η ΕΕ απλά δεν λειτουργεί, τουλάχιστον όχι πέρα από το πεδίο της Κοινής Αγοράς και της ελεύθερης κυκλοφορίας -κάποιες δε φορές ούτε καν εκεί.
Αυτό που θα έπρεπε να απασχολεί τους Ευρωπαίος ιθύνοντες στις Βρυξέλλες δεν είναι το πώς θα ανανεωθεί η ορμή προς την «όλο και στενότερη ένωση» και μάλιστα με την ενθουσιώδη υποστήριξη των ευρωπαϊκών λαών, η οποία προδήλως δεν υφίσταται, αλλά το θεμελιώδες ερώτημα του γιατί η ΕΕ απέτυχε τόσο εντυπωσιακά ακριβώς τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι χρειάζονταν περισσότερο από ποτέ μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση της πανδημίας. Τι συνέβη, τι πήγε τόσο στραβά;
Έφταιξε μόνο η (προφανής) κακοδιαχείριση της Επιτροπής ή το πρόβλημα είναι βαθύτερο και έχει να κάνει με την ίδια τη δομή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;
Επιπλέον, αυτό που θα έπρεπε να τους προβληματίζει είναι η ραγδαία υποχώρηση σε όλους τους δείκτες του κράτους δικαίου και των ελευθεριών και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, όχι μόνο στους συνήθεις υπόπτους, δηλαδή την Ουγγαρία και την Πολωνία. Η ίδια η Γαλλία του ευρω-οραματιστή Μακρόν είναι ένα προεξάρχον παράδειγμα αυτής της υποχώρησης -όπως είναι και η Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Έπειτα από δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν σοκαρισμένοι ότι ούτε η ασφάλειά τους, ούτε η ελευθερία τους είναι δεδομένες.
Ότι μπορεί να βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς προστασία της εργασίας, της υγείας, της ιδιωτικότητας (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών προσωπικών τους δεδομένων) και της ίδιας της ζωής τους και μάλιστα χωρίς να έχουν την πρακτική δυνατότητα να κάνουν κάτι γι’ αυτό, ασκώντας το θεμελιώδες δικαίωμα της συλλογικής διαμαρτυρίας -ή ακόμα και της εξέγερσης. Και ότι η ενημέρωσή τους θα διοχετεύεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από «επισήμως εγκεκριμένα» χαλκεία.
Μπροστά σε αυτά τα θεμελιώδη ζητούμενα, το εάν και πώς η ΕΕ θα προχωρήσει στον πράσινο ή και ψηφιακό μετασχηματισμό της ή το πώς θα αποκτήσουν μεγαλύτερο νόημα οι ευρωεκλογές είναι πολύ δευτερεύοντα. Θα είναι, όμως, σε θέση η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτά τα ζητούμενα; Μπορεί, ασφαλώς, κανείς να ελπίζει, αλλά είναι μάλλον αμφίβολο.
Αντί, επομένως, να αναλίσκονται σε επικοινωνιακές ασκήσεις μικρής πραγματικής χρησιμότητας που ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλούν εκτός της «φούσκας των Βρυξελλών» στα εκατομμύρια Ευρωπαίων, καθώς αυτοί βλέπουν όλα όσα θεωρούσαν κεκτημένα οι προηγούμενες γενιές να εξαϋλώνονται με ταχύτατους ρυθμούς, καλά θα έκαναν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να απαντήσουν σε ένα (καθόλου) απλό ερώτημα: είναι πρακτικά χρήσιμη η ΕΕ σήμερα και τι συγκεκριμένο μπορεί να προσφέρει στους Ευρωπαίους που δεν μπορούν να εγγυηθούν τα ίδια τα κράτη-μέλη; Ποια είναι η προστιθέμενη αξία της ΕΕ και σε ποιους τομείς; Πού δίνει ώθηση και πού, αντίθετα, δημιουργεί αχρείαστες περιπλοκές και προσκόμματα;
Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα καταμερισμού εργασίας που θα κρίνει το μέλλον και τη μορφή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τα επόμενα χρόνια.
Η ΕΕ θα χρειαστεί να μάθει να επεμβαίνει γρήγορα και αποφασιστικά εκεί που πραγματικά απαιτείται συλλογική δράση και να μην επεμβαίνει καθόλου ή να ενεργεί υποβοηθητικά εκεί που μια συγκεκριμένη πολιτική μπορεί να υλοποιηθεί πιο αποτελεσματικό από τα κράτη-μέλη.
Είναι σίγουρα ένα επώδυνο μάθημα για έναν οργανισμό που χτίστηκε με βάση το αξίωμα ότι το πεπρωμένο του ήταν μια ιδεατή (και ουτοπική) Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, ένα μάθημα στο οποίο, προφανέστατα, δεν αριστεύει επί του παρόντος.
H αρχή της επικουρικότητας, λοιπόν, οφείλει να είναι η πυξίδα για τα επόμενα βήματα.
Και αξίζει να επισημανθεί ότι η εν λόγω αρχή είναι ήδη κατοχυρωμένη στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες.
Επομένως, αντί αυτές να αναθεωρηθούν εκ νέου, ίσως θα ήταν σκόπιμο να ερμηνευτούν και να εφαρμοστούν με τρόπο συμβατό με τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.