Προ-καλοκαιρινές στιγμές της προηγούμενης, πλέον, «σαιζόν»: οι κοινοβουλευτικές αγορεύσεις κατά το εορταστικό διήμερο υπερψήφισης του «τετάρτου μνημονίου», με απλώς εθιμοτυπική την αντίδραση στους δρόμους, ήταν πραγματικά αποκαλυπτικές. Σε μια αλλόκοτη ισορροπία διαχείρισης ερειπίων, η κυβέρνηση εκπροσωπεί με πάθος δύο απολύτως αντιθετικά μεταξύ τους αφηγήματα: σύμφωνα με το πρώτο, το μνημόνιο σώζει: με την σωστή και ανθρωπιστική εφαρμογή του, μαζί με τις απαραίτητες επενδύσεις και τις θυσίες του ελληνικού λαού, το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί και θα παρέλθει, με έξοδο στις Αγορές του δανεισμού. Παρά αυτήν την αρχετυπικά μνημονιακή ρητορική, το δεύτερο αφήγημα φωνάζει όλο και περισσότερο για την καθαρόαιμα αριστερή ταυτότητα της κυβέρνησης: δεν πράττει ό,τι πράττει παρά το γεγονός ότι είναι Αριστερά, αλλά ακριβώς επειδή είναι Αριστερά. Πριν επιστρέψουμε στον νέο ρόλο που επιφυλλάσσει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στον εαυτό τους όπως διαφαίνεται από τη ρητορική εκείνων των ημερών, έχει νόημα να εξετάσουμε το τι επακολούθησε.
Δεν αποφασίζεις εσύ πότε θα φορέσεις γραβάτα
Όχι κεντρική θέση στη ρητορική του πρωθυπουργού προ της ψήφισης, αλλά μάλλον δευτερεύουσα, απλώς ενθαρρυντική, είχε η διαβεβαίωσή του πως «τα νέα για το χρέος είναι τόσο καλά, που θα αναγκαστώ να φορέσω γραβάτα». Δηλαδή, πως ναι μεν υπερψηφίζουμε και θα εφαρμόσουμε μνημόνιο επαχθέστερο του δεδομένου, αλλά τουλάχιστον διαφαίνεται μια λύση/ελάφρυνση στον ορίζοντα--λύση και ελάφρυνση εντός μνημονίου, η αναδιάρθρωση του χρέους--που οι «άλλοι» δεν είχαν το ίδιο ισχυρό κίνητρο με εμάς για να διεκδικήσουν.
Εξυπακούεται πως η κυβέρνηση τελικά θα κάνει ό,τι της πουν, καμμία ρήξη δεν προβλέπεται: όταν έχεις φτάσει μέχρις εδώ, πραγματικά δεν έχεις λόγο να ντραπείς ή να διστάσεις πουθενά. Άλλωστε έχει εμπεδωθεί πλέον ότι οι «εταίροι» δεν έχουν κίνητρο να σε αποπέμψουν για χάρη μιας επόμενης κυβέρνησης, καθ' ότι διατηρείς την κοινωνική αντίδραση σε επίπεδα τόσο χαμηλά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί καν να ονειρευτεί--πραγματικότητα την οποία ο Αλέξης Τσίπρας τακτικά και κυνικά επικαλείται.[1]
Παρ' όλα ταύτα όμως, η τότε πρόταση Σόιμπλε--όσο κι αν είναι συνεπής με την στάση του σχετικά με την αδιανόητη αναριάρθρωση ενός «ιερού» χρέους--ήταν πραγματικά καινοφανής ως προς τον ρόλο που επεφύλασσε στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με αυτήν, καλείται να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα χωρίς χρηματοδότηση, και το ζήτημα του χρέους να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, κάποτε και εάν, ίσως το 2018 αλλά θα δούμε. To plot twist; Το ΔΝΤ δεν θα συμμετείχε χρηματοδοτικά επί της παρούσης, και θα μπορούσε να δώσει δάνειο στο τέλος του 2018 εάν αποφάσιζε πως το χρέος είναι βιώσιμο--δηλαδή, με την αναδιάρθρωση σε δομική ασάφεια, εάν η ελληνική κυβέρνηση επιτύχει να πείσει το ΔΝΤ ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Δηλαδή: η κυβέρνηση Τσίπρα, που έχει ως ιδρυτική (και ορθή) συνθήκη το ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο και άρα χρειάζεται αναδιάρθρωση, όχι μόνο θα έπρεπε να αποδεχθεί έμμεσα από την αρχή ότι το χρέος θα μπορούσε να ιδωθεί ως βιώσιμο (οπότε, γιατί να υπάρξει μετά διευθέτηση;), αλλά θα έπρεπε να επιφορτιστεί με το να... πείσει η ίδια το ΔΝΤ ότι είναι βιώσιμο, ενάντια σε ό,τι έλεγε ανέκαθεν. Έχοντας παράλληλα βιώσει για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση το ανυπόστατο των «θα δούμε» για μια κάποια αναδιάρθρωση χρέους.
Αυτές οι ανατροπές, αυτά τα αδιέξοδα, πρέπει να ιδωθούν αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης "to go with the flow", του προγραμματικού αποκλεισμού κάθε ενδεχομένου ρήξης--κάτι που οι εταίροι σου γνωρίζουν. Αφ' ης στιγμής δέχθηκες αυτόν το δρόμο, δεν έχει τέρμα. Και να συγκριθούν με το επιθετικό «εμείς η Αριστερά» της κυβέρνησης.
«Ο λαϊκισμός γεννά δολοφονίες»
Βέβαια, παρόμοια σχιζοφρένεια με αυτήν που κατατρύχει την κυβέρνηση κατατρύχει και την πολύχρωμη αντιπολίτευση: από το «η κυβέρνηση θα μας οδηγήσει στη ρήξη και στη δραχμή» μέχρι το «δεν μπορούν να εφαρμόσουν σωστά το μνημόνιο, μόνο εμείς μπορούμε», όλα διαψεύδονται--το πρώτο από την κυβέρνηση, το δεύτερο από τους ίδιους τους εταίρους. Δεδομένου ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί παρά να επαγγέλλεται, όπως και η κυβέρνηση, εφαρμογή του μνημονίου μέχρι την επιτυχή ολοκλήρωσή του, η αναζήτηση αντιπολιτευτικού αφηγήματος περιπλέκεται. Και εδώ αρχίζει ο θάλαμος των παραισθήσεων: ακριβώς όπως η κυβέρνηση είναι, για τον εαυτό της, και μνημονιακή και γνήσια Αριστερή, έτσι και η αντιπολίτευση το πρωί την καταγγέλλει για την πιστή εφαρμογή του μνημονίου και το απόγευμα ακονίζει τα αφηγήματα περί «Βενεζουέλας», «Τσάβες» και «Μαδούρο».
Τα παραισθησιογόνα αυξήθηκαν αλματωδώς μετά την δολοφονική απόπειρα εναντίον του πρώην προωθυπουργού «εκ προσωπικοτήτων» (και σήμερα προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών) Λουκά Παπαδήμου στις 25 Μαΐου. Είναι τόσο σκανδαλωδώς εκτενής και ταχύτατη η άγρια πολιτική χρήση της δολοφονικής απόπειρας κατά Παπαδήμου, ο οποίος βαίνει σήμερα προς άκρα υγεία, που προξενεί έκπληξη. «Ο λαϊκισμός δολοφονεί», οι Αγανακτισμένοι του 2011 φταίνε για τη δολοφονική τρομοκρατία του 2017, το «εμφυλιοπολεμικό κλίμα» των social media (όχι του tweet «σας πονάει που κερδίσαμε στο Γράμμο και στο Βίτσι;» του σήμερα αντιπροέδρου της ΝΔ Α. Γεωργιάδη, μόνο των άλλων) οδηγεί γραμμικά στη δολοφονία. Με πρώτη ύλη κάποια αρχαία παραληρηματικά tweets του Π. Χαϊκάλη (οπότε και η ομιχλώδης σύνδεση με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) στοιχειοθετείται, μισο-μεταφορικά μισο-σοβαρά, «ηθική συναυτουργία» στην απόπειρα δολοφονίας Παπαδήμου ουσιαστικά όποιου και όποιας έχει λογομαχήσει πολιτικά στο facebook.
Προσοχή! Όποιος αντιδρά με λεκτική ένταση σε ό,τι γίνεται στη χώρα τα τελευταία επτά χρόνια, είναι πλέον συνυπεύθυνος φόνων--και πού ξέρεις, αύριο μπορεί και να διωχθεί νομικά ως τέτοιος. Οι πρωτεύσαντες σε αυτή τη νέα ρητορική δεν προέρχονται τόσο από το «σώμα» του ακραίου κέντρου, τη γαλάζια κομματική παράταξη, όσο κυρίως από την ψυχή του ακραίου κέντρου, που προκύπτει φυσικά από το... κέντρο: από τους ανανήψαντες πασοκογενείς.
Όμως, αυτό που επιχειρείται δεν είναι μόνο η ποινικοποίηση ακόμα και της ρητορικής αντίδρασης στη νέα πραγματικότητα της χώρας, αλλά και κάτι πιο εφήμερο: το να φανεί η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση ως «επικίνδυνη», ιδίως για όσους δεν τρώνε όλο το φαγητό τους. Ναι, δεν διαφέρει σε τίποτα με εμάς που επίσης προτείνουμε τον δρόμο των εταίρων, αλλά είναι πολύ πιο επικίνδυνη με άλλους, άδηλους τρόπους: θα μας κάνει Σοβιετία, Βενεζουέλα του Μαδούρο, και κυρίως δολοφονεί δια των παιδιών της: φέρει την ευθύνη για την τρομοκρατία του αίματος. Η υστερία αυτού του αφηγήματος καταδεικνύει, βέβαια, το ίδιο το αδιέξοδο και της αντιπολίτευσης--αν υποθέσουμε πως πρόκειται για στρατηγική και όχι απλώς για ομαδική ψυχοθεραπεία.
«Ναι αλλά εμείς είμαστε Αριστεροί»
Επιστρέφοντας στην Βουλή του «τετάρτου μνημονίου», είναι σε αυτό το κλίμα που δύναται η κυβέρνηση να αυτοπαρουσιάζεται και ως με συνέπεια μνημονιακή και ως με συνέπεια Αριστερή. Έτσι, αυτοπλασάρεται στην Κίνα για επενδύσεις, χτίζει τα νέα της τζάκια,[2] εφαρμόζει όλο και επαχθέστερους μνημονιακούς όρους χωρίς καν να τους διαβάζει (σε σημείο βουλευτές να ζητούν την... ακύρωση ρύθμισης που είχαν μόλις ψηφίσει!) και δίδει υποσχέσεις όλως μνημονιακές: ολοκλήρωση του προγράμματος, έξοδο στις Αγορές. Ταυτοχρόνως, κατακεραυνώνει τη «δεξιά» αντιπολίτευση επικαλούμενη την ιστορία από το βάθρο του ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς.
Στο μάταιο ερώτημα «πώς γίνεται αυτό», έχει νόημα να θυμίσουμε το εξής: τα ξεροκόμματα που δίδει ή απλώς υπόσχεται η κυβέρνηση ως «αντιστάθμισμα», ως ανθρωπιστική και αριστερή, αντιστεκόμενη εφαρμογή του μνημονίου (εσχάτως ως «αντίμετρα») δεν είναι καν δικιά της πατέντα. Αποτελούν πιστή συνέχεια του σαμαρικού πρωτοτύπου, απλώς οι πιστοί της δεν ήταν εκεί για να το θυμούνται: το αφήγημα του Σαμαρά περιελάμβανε ότι έκανε όντως επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, και ότι όντως πέτυχε κρίσιμες, αν και φαινομενικά μικρές, αλλαγές στα συμφωνηθέντα εν συγκρίσει με ό,τι άκριτα, τυφλά μνημονιακό παρέλαβε από τους προηγουμένους. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν πουλάει «ενδομνημονιακή αντίσταση» με πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτόν που την πουλούσε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς πριν την ολοκλήρωση της στροφής του στον «μνημονιακό πατριωτισμό»--μόνη διαφορά ίσως η ένταση, πέρα από το αριστερό ταυτοτικό καρύκευμα, που πάντοτε υπενθυμίζει πως πέρα από τους όχι ακριβώς καλούς υπάρχουν και οι απολύτως κακοί, άρα να λες κι ευχαριστώ.[3]
Ευνουχισμός μετά λαπαροσκοπήσεως
Υπό άλλες συνθήκες, όλα αυτά θα σήμαιναν ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού. Η διαχείριση ερειπίων μοιάζει όμως να είναι όχι απλώς η νέα πραγματικότητα, αλλά η μόνη πραγματικότητα: δεν φαίνεται να υποστηρίζεται πλειοψηφικά από τους Έλληνες άλλη λύση με συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτή τη στιγμή, σε μια απόλυτη εσωτερίκευση της ήττας. Κι αν σε πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα οι Έλληνες νέοι ηλικίας 18-34 αναφέρουν κατά 67% ότι θα έπαιρναν μέρος σε ένα μεγάλο ξεσηκωμό κατά της κυβέρνησης, πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν το ποιο είναι αυτό το ίδιο ποσοστό των νέων μέσα στη δημογραφικά γερασμένη ελληνική κοινωνία, και ποιός ρόλος του επιφυλάσσεται σήμερα--καθώς και να απαντηθεί το «υπέρ τίνος» δίπλα στο «κατά της κυβέρνησης».
*Προηγούμενη, συντομώτερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο Unfollow 66 (Ιούνιος 2017).
[1] «Σσσσς! Η κυβέρνηση αναπαύεται στην κοινωνική σιωπή», Γεράσιμος Λιβιτσάνος, Unfollow 65 Μαΐου 2017.
[2] «Ιβάν Σαββίδης, ο επενδυτής που θέλει να τον παρακαλάνε», Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος, UNFOLLOW 65 Μαΐου 2017.
[3] Άλλωστε, η ιδιότητα του Αριστερού παρουσιάζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ στο αριστερό κοινό ως παντελώς ανεξάρτητη από τις πράξεις: μπορεί να ασκείς «νεοφιλελεύθερη» πολιτική, αυτό όμως δεν σημαίνει κατ' ανάγκην πως είσαι «νεοφιλελεύθερος». Αφού αυτές οι ταυτότητες αφ' ενός είναι πραγματικές και αφ' ετέρου και προηγούνται και έπονται των πράξεων, εμείς είμαστε η Αριστερά και οι άλλοι η Δεξιά ακόμα και εάν η σύμπτωση στην πολιτική είναι απόλυτη.
*Προηγούμενη, συντομώτερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο Unfollow 66.