Κάθε πολιτική ιδεολογία περικλείει μία κοσμοθεωρία.
Υπάρχουν θεμελιώδεις, ιστορικές διαφορές που εκ των πραγμάτων χωρίζουν παρατάξεις, καθορίζουν κομματικές γραμμές, οδηγούν πρόσωπα και σχήματα σε συγκρούσεις. Υπάρχουν χάσματα ταξικά, πολιτικά, οικονομικά που παραμένουν αγεφύρωτα επί αιώνες, ή και στους αιώνες.
Κανένας δεν λέει ότι γεννηθήκαμε ίδιοι ή για να γίνουμε ίδιοι.
Αντίθετα, η ουσία της Δημοκρατίας είναι ακριβώς αυτή: η δυνατότητα να συνθέτει και να συνδιαμορφώνει μέσα από τις διαφορές.
Πρέπει όλοι να ακουγόμαστε, αλλά και να ακούμε. Πρέπει ανοιχτά να αμφισβητούμε εαυτόν και αλλήλους. Πρέπει να αναγνωρίζουμε (βασικό!) σε όλους το δικαίωμα να είναι διαφορετικοί και να το εννοούμε. Η λέξη είναι ανεκτικότητα - όχι απλώς ανοχή. Είναι μία άσκηση δημοκρατίας, την οποία καθένας από εμάς οφείλει να κάνει με τον εαυτό του, αν πραγματικά τον ενδιαφέρει να λειτουργεί ως ενεργός πολίτης και ως ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος.
Και αυτή ακριβώς η έντονη διεργασία είναι που κάνει την δημοκρατία παραγωγική. Η ανασύνθεση, δηλαδή, μετά την βάσανο της αντιπαράθεσης και του διαλόγου.
Είναι αυτονόητο, ότι όχι μόνο δύο ή τρεις αλλά πολλές διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις χωράνε σχεδόν για τα πάντα. Με μία γρήγορη ματιά στην τρέχουσα επικαιρότητα, εύκολα θα διακρίνουμε αμέτρητα θέματα πάνω στα οποία είναι ίσως λογικό ή και αναμενόμενο να διαφωνούν και να συγκρούονται πολιτικές δυνάμεις, πρόσωπα και κόμματα αυτές τις ημέρες.
Από την πανδημία μέχρι την πανεπιστημιακή αστυνομία και από την απάντηση της Πολιτείας στην απεργία πείνας του Κουφοντίνα μέχρι το αν πρέπει ή δεν πρέπει να παραμείνει υπουργός η Μενδώνη μετά τους χειρισμούς της στην υπόθεση Λιγνάδη.
Σοβαρά όμως, είναι θέμα προς συζήτηση το εάν είναι κάποια πολιτική παράταξη, ή έστω και ένας Έλληνας πολιτικός υπέρ ή εναντίον των παιδεραστών και της παιδεραστίας;
Δηλαδή, τίθεται τέτοιο ερώτημα για οποιονδήποτε άνθρωπο έχει σώας τα φρένας;
Είπαμε, να διαφωνούμε σε όλα και να φωνάζουμε τις διαφορές μας. Υπάρχουν όμως και ζητήματα στα οποία απλώς δεν χωράει διαφωνία.
Μία τόσο ειδεχθής πράξη, όπως η παιδεραστία, πως θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης; Ποιός είναι αυτός που θα την υπερασπιζόταν, θα την δικαιολογούσε ή θα αμφισβητούσε ποτέ το αυτονόητο: ότι ο θύτης πρέπει να τιμωρείται στα όρια των αυστηρότερων ποινών που προβλέπει ο νόμος, ενώ το θύμα πρέπει να βρίσκει καταφύγιο στη Δικαιοσύνη και σύμμαχο την κοινωνία.
Εδώ δεν πρόκειται για ζήτημα πολιτικής ταυτότητας. Πρόκειται για ζήτημα ανθρώπινης υπόστασης.
Είμαστε άνθρωποι, ή δεν είμαστε. Αν και σε αυτή τη φράση βάλουμε ερωτηματικό αντί για τελεία στο τέλος, τότε το κοντέρ θα μηδενίσει. Τότε τα έχουμε χάσει όλα και πρέπει να ξαναρχίσουμε από το μηδέν.
Από το έτος μηδέν, όχι μόνο για τη δημοκρατία μας αλλά και για τον Πολιτισμό μας. Δεν αξίζει τον κόπο και δεν μας αξίζει.