Διεθνής Ημέρα Ειρήνης: Τρέχουσες Παγκόσμιες Συγκρούσεις και οι Προκλήσεις τους

Διεθνής Ημέρα Ειρήνης: Τρέχουσες Παγκόσμιες Συγκρούσεις και οι Προκλήσεις τους
Soe Zeya Tun via Reuters

Η Διεθνής Ημέρα Ειρήνης καθιερώθηκε το 1981 από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Δυο δεκαετίες αργότερα, το 2001, η Γενική Συνέλευση ψήφισε ομόφωνα να ορίσει την Ημέρα ως περίοδο μη άσκησης βίας και παύσης των ένοπλων συγκρούσεων. Στην Διεθνής Ημέρα Ειρήνης, τα Ηνωμένα Έθνη προσκαλούν όλα τα έθνη και τους πολίτες να τιμήσουν την παύση των εχθροπραξιών και να τιμήσουν την Ημέρα μέσω της εκπαίδευσης και της ευαισθητοποίησης του κοινού για θέματα που σχετίζονται με την επίτευξη της ειρήνης. Κάθε χρόνο η Διεθνής Ημέρα Ειρήνης γιορτάζεται σε όλο τον κόσμο στις 21 Σεπτεμβρίου.

Προκειμένου να ενισχυθεί η Ημέρα, τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησαν τους 17 «Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης» το 2015 επειδή κατάλαβαν ότι δεν θα ήταν δυνατό να οικοδομηθεί ένας ειρηνικός κόσμος εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την επίτευξη οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης για όλους τους ανθρώπους παντού και χωρίς να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων τους.

Ο Στόχος Βιώσιμης Ανάπτυξης 16 με τίτλο «Ειρήνη, Δικαιοσύνη και Ισχυροί Θεσμοί» καλεί την προώθηση ειρηνικών κοινωνιών, την παροχή πρόσβασης στη δικαιοσύνη για όλους και την δημιουργία αποτελεσματικών, υπεύθυνων και χωρίς αποκλεισμούς θεσμών. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο Στόχο, μια κοινωνία θεωρείται ειρηνική όταν υπάρχει δικαιοσύνη και ισότητα για όλους. Η ειρήνη επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου περιβάλλοντος, το οποίο στη συνέχεια θα συμβάλλει στην προώθηση της ειρήνης.

Επιπροσθέτως, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων αποτελεί ένα έγγραφο ορόσημο στην ιστορία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Διακήρυξη υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι στις 10 Δεκεμβρίου 1948 ως κοινό πρότυπο επίτευξης για όλους τους λαούς και όλα τα έθνη. Αν και η Οικουμενική Διακήρυξη δεν παρέχει κάποιο άρθρο αποκλειστικά για το δικαίωμα στην ειρήνη, σύμφωνα με το άρθρο 3 «ο καθένας έχει δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια». Αυτά τα στοιχεία χτίζουν το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο.

Παρα τις παραπάνω προσπάθειες της παγκόσμιας κοινότητας να επιτευχθεί η ειρήνη και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υπάρχουν πολλές προκλήσεις οι οποίες απειλούν καθημερινά την παγκόσμια ειρήνη και την ασφάλεια των ανθρώπων. Η κλιματική αλλαγή, η τρομοκρατία, οι κυβερνοεπιθέσεις, η διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, η φτώχεια και το διασυνοριακό έγκλημα είναι μόνο μερικοί από τους πολλούς παράγοντες που διαταράσσουν την παγκόσμια ειρήνη, μερικές φορές οδηγώντας σε βίαιες και θανατηφόρες συγκρούσεις. Παράλληλα, ένοπλες συγκρούσεις συνεχίζουν να λαμβάνουν μέρος σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι οποίες όχι μόνο απειλούν την παγκόσμια ειρήνη αλλά καταπατούν καθημερινά και τα δικαιώματα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Πιο συγκεκριμένα τέσσερις τρέχουσες συγκρούσεις απειλούν σημαντικά την επίτευξη ειρήνης:

Ένοπλες συγκρούσεις στο Αφγανιστάν

Ένα κορίτσι από το Αφγανιστάν ξεσπά σε λυγμούς κατά τη διάρκεια μιας πορείας για την παγκόσμια ημέρα ειρήνης (Νέο Δελχί Σεπτέμβριος 2021)
Ένα κορίτσι από το Αφγανιστάν ξεσπά σε λυγμούς κατά τη διάρκεια μιας πορείας για την παγκόσμια ημέρα ειρήνης (Νέο Δελχί Σεπτέμβριος 2021)
Anushree Fadnavis via Reuters

Το Αφγανιστάν βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχών συγκρούσεων από την σοβιετική εισβολή του 1979. Προηγουμένως, το Βασίλειο του Αφγανιστάν ανατράπηκε στο αφγανικό πραξικόπημα του 1973, το οποίο έβαλε τέλος στην 39χρονη βασιλεία του μονάρχη Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ και τερμάτισε την τελευταία ειρηνική περίοδο του Αφγανιστάν στη σύγχρονη ιστορία.

Έκτοτε ξεκινώντας με την Επανάσταση Σάουρ, μια σχεδόν συνεχής σειρά ένοπλων συγκρούσεων έχει κυριαρχήσει και πλήξει το Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανόμενης της σοβιετικής εισβολής, μιας σειράς εμφύλιων πολέμων μεταξύ των μουτζαχεντίν και των Ταλιμπάν, της εισβολής του ΝΑΤΟ και της Αμερικής, και τέλος της ισχυρής σύγκρουσης μεταξύ των Ταλιμπάν και του Ισλαμικού Κράτους - Κορασάν (Khorasan).

Η πιο πρόσφατη σύγκρουση στο Αφγανιστάν, και ίσως η πιο σημαντική καθώς επηρέασε σημαντικά τον δυτικό κόσμο, ξεκίνησε το 2001 όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Αφγανιστάν για να διώξουν τους Ταλιμπάν από την κυβέρνηση.

Οι ΗΠΑ ανταποκρίνονταν στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, στις οποίες σκοτώθηκαν σχεδόν 3.000 άνθρωποι. Αξιωματούχοι προσδιόρισαν ως υπεύθυνους την ισλαμιστική ομάδα Αλ Κάιντα και τον αρχηγό της Οσάμα Μπιν Λάντεν. Ο Μπιν Λάντεν βρισκόταν τότε στο Αφγανιστάν, υπό την προστασία των Ταλιμπάν.

Όταν αρνήθηκαν να τον παραδώσουν, οι ΗΠΑ επενέβη στρατιωτικά, απομακρύνοντας γρήγορα τους Ταλιμπάν και υποσχόμενοι ότι θα υποστηρίξουν τη δημοκρατία και θα εξαλείψουν την τρομοκρατική απειλή. Η ένοπλη σύγκρουση αποτελεί μια από τις χειρότερες του 21ου αιώνα, καθώς έχει αφήσει πίσω της χιλιάδες νεκρούς και πρόσφυγες.

Μετά από 20 χρόνια πολέμου, οι Ταλιμπάν κατόρθωσαν να καταβάλουν την κυβέρνηση του Αφγανιστάν. Η ομάδα ολοκλήρωσε τη συγκλονιστικά γρήγορη προέλασή της σε όλη τη χώρα καταλαμβάνοντας την Καμπούλ στις 15 Αυγούστου, έπειτα από την αποχώρηση ξένων δυνάμεων που ακολούθησε η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν.

Αν και η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν έληξε επίσημα στις 30 Αυγούστου, η κατάληψη της κυβέρνησης από μια εξτρεμιστική ομάδα ανδρών έχει δημιουργήσει παγκόσμια ανησυχία και έχει διαταράξει σημαντικά την προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας να επιτευχθεί ειρήνη στο Αφγανιστάν. Ήδη τίθενται ερωτήματα σχετικά με το πώς η ομάδα, που στο παρελθόν σχεδίαζε επιθέσεις εναντίον αμάχων, θα κυβερνήσει τη χώρα και ποια θα είναι η πολιτική της ομάδας για τις γυναίκες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες.

Οι γυναίκες είναι σίγουρο πως αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον. Ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Suhail Shaheen, δήλωσε ότι η οργάνωση θα σεβαστεί τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων «σύμφωνα με τα πρότυπα του Αφγανιστάν και τις ισλαμικές αξίες». Υπάρχουν όμως φόβοι από την παγκόσμια κοινότητα για την ελευθερία των γυναικών και το κατά πόσο θα μπορούν να εργάζονται, να ντύνονται όπως θέλουν και να βγαίνουν από το σπίτι χωρίς την συνοδεία ενός άνδρα.

Η πρόσφατη ανακοίνωση του προσωρινού δημάρχου της Καμπούλ να μείνουν στο σπίτι οι γυναίκες υπάλληλοι της κυβέρνησης αποτελεί ένα κακό σημάδι για το τι επιφυλάσσει το μέλλον των γυναικών στο Αφγανιστάν. Παράλληλα, υπάρχει παγκόσμια ανησυχία πως το Αφγανιστάν θα μετατραπεί ξανά σε περιοχή οργάνωσης τρομοκρατικών ενεργειών, με την προσπάθεια για την επίτευξη παγκόσμιας ειρήνης να απειλείται σημαντικά.

Eμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη αποτελεί μια διαμάχη μεταξύ δυο παρατάξεων: Νότιοι αυτονομιστές πιστοί στην κυβέρνηση του Αμπντ Ραμπ Μανσούρ Χαντί και δυνάμεις πιστές στον πρώην πρόεδρο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ εναντίον των δυνάμεων των «Χούθι».

Η διαμάχη ξεκίνησε το 2014 όταν οι αντάρτες «Χούθι» ανέλαβαν τον έλεγχο της πρωτεύουσας και της μεγαλύτερης πόλης της Υεμένης, Σαναά, απαιτώντας χαμηλότερες τιμές καυσίμων και τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης. Έπειτα από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις, οι αντάρτες κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο τον Ιανουάριο του 2015, οδηγώντας τον Πρόεδρο Χαντί και την κυβέρνηση του να παραιτηθούν.

Από τον Μάρτιο του 2015, ένας συνασπισμός κρατών του Κόλπου με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία ξεκίνησε μια εκστρατεία οικονομικής απομόνωσης και αεροπορικών επιθέσεων εναντίον των ανταρτών με την υλικοτεχνική υποστήριξη των ΗΠΑ. Ο Χαντί τότε ανακάλεσε την παραίτηση του και επέστρεψε στο Άντεν τον Σεπτέμβριο του 2015. Οι μάχες συνεχίζονται έκτοτε.

Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν στηρίξει την πολεμική προσπάθεια, παρόλο που διατηρούν επιφυλάξεις ως προς την αναγκαιότητα της σύγκρουσης και ανησυχούν για την πιθανή διάρκεια και της ακούσιες συνέπειές της, ιδιαίτερα την σχεδόν καταστροφική ανθρωπιστική κρίση και την ανεξέλεγκτη εξάπλωση βίαιων τζιχαντιστικών ομάδων.

Η εμπλοκή των δυτικών δυνάμεων στον εμφύλιο πόλεμο έχει προκαλέσει αρκετές διχασμένες απόψεις, καθώς πολλές ενέργειες τους, όπως πολλαπλοί βομβαρδισμοί, έχουν αφήσει πολλούς νεκρούς και χιλιάδες πρόσφυγες. Παράλληλα, η εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν έχει διαμορφώσει μια πολυδιάστατη και δυσεπίλυτη περιφερειακή σύγκρουση μεταξύ των δυο κρατών σε έναν ήδη περίπλοκο εμφύλιο πόλεμο, περιπλέκοντας σημαντικά τις προοπτικές ειρήνης.

Η ένοπλη σύγκρουση στην Υεμένη συνεχίζει να έχει μεγάλο αντίκτυπο στους πολίτες της χώρας, καθιστώντας την ως την χειρότερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι 131.000 από τους 233.000 θανάτους που υπολογίζονται στην Υεμένη από το 2015 είναι αποτέλεσμα έμμεσων αιτιών όπως η επισιτιστική ανασφάλεια και η έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες υγείας. Σχεδόν 25 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να χρειάζονται βοήθεια, 5 εκατομμύρια κινδυνεύουν από λιμό ενώ η επιδημία χολέρας πλήττει πάνω από 1 εκατομμύρια ανθρώπους. Η σύγκρουση, και όσοι εμπλέκονται σε αυτή, έχουν παραβιάσει, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

Η επίτευξη ειρήνης στην χώρα φαίνεται να είναι ένα μακρινό σενάριο. Ακόμη και αν ο ΟΗΕ καταφέρει να μεσολαβήσει κάποια συμφωνία ειρήνης που θα σταματήσει την ένοπλη σύγκρουση, ο πόλεμος έχει καταστρέψει τις υποδομές της χώρας, έχει ανοίξει τεράστιες ευκαιρίες για το Ισλαμικό Κράτος να επεκταθεί, και έχει διευρύνει τις ενδο-Υεμενικές πολιτικές, περιφερειακές και ομολογιακές διαιρέσεις.

Η χώρα έχει διαλυθεί σε βαθμό που απαιτεί σημαντικό χρόνο, πόρους και νέες πολιτικές συμφωνίες για να ξεπεραστούν οι συνέπειες του εμφύλιου πόλεμου. Χωρίς κάποια σημαντική πρόοδο η χώρα είναι σίγουρο πως θα συνεχίσει την κάθοδο σε κρατική αποσύνθεση και εδαφικό κατακερματισμό, θα δημιουργήσει νέα προσφυγικά ρεύματα, θα τροφοδοτήσει ριζοσπαστικοποίηση προς όφελος βίαιων τζιχαντιστικών ομάδων και θα υπομονεύσει την ασφάλεια του Κόλπου.

Ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση

Φωτογραφία αρχείου - Ναμπλούς Δυτική Όχθη
Φωτογραφία αρχείου - Ναμπλούς Δυτική Όχθη
SOPA Images via Getty Images

Η σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης ξεκίνησε με την απόφαση της διεθνής κοινότητας να αναθέσει στη Mεγάλη Βρετανία την δημιουργία μιας εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη για τους Εβραίους. Οι Εβραίοι, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Ευρώπη λόγω συχνών διωγμών, θέλησαν να δημιουργήσουν μια εθνική πατρίδα σε ένα τότε αραβικό και μουσουλμανικό έδαφος. Οι Άραβες αντιστάθηκαν βλέποντας τη γη δικαιωματικά δική τους.

Ένα αρχικό σχέδιο του ΟΗΕ να δώσει σε κάθε εθνική ομάδα μέρος της γης απέτυχε. Πολεμικές συγκρούσεις ακολούθησαν μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, με τους σημερινούς διαχωρισμούς στις δύο περιοχές να αποτελούν αποτέλεσμα των πολέμων του 1948 και του 1967. Ο πόλεμος του 1967 είναι ιδιαίτερα σημαντικός καθώς έδωσε στο Ισραήλ τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, εδάφη που φιλοξενούν τεράστιο παλαιστινιακό πληθυσμό.

Σήμερα η Δυτική Όχθη ελέγχεται ονομαστικά από την Παλαιστινιακή Αρχή και βρίσκεται υπό ισραηλινή κατοχή. Η κατοχή έρχεται σε μορφή ισραηλινών στρατευμάτων, που επιβάλλουν περιορισμούς στις κινήσεις και τις δραστηριότητες των Παλαιστινίων. Παράλληλα, ο εβραϊκός εποικισμός σε εδάφη που οι Παλαιστίνιοι λογαριάζουν ως δικό τους κράτος έχει δημιουργήσει μια σειρά από ένοπλες συγκρούσεις.

Πρόκειται για εβραϊκούς οικισμούς που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, είναι παράνομα χτισμένες. Όπως αναφέρει η απόφαση 2334 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, «οι ισραηλινοί οικισμοί σε κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη δεν έχουν νομική ισχύ και συνιστούν κατάφωρη παραβίαση του διεθνές δικαίου».

Ένα επιπρόσθετο ζήτημα που έχει συμβάλλει στην σύγκρουση είναι και αυτό της Ιερουσαλήμ. Ο ΟΗΕ έθεσε την πόλη το 1949 ως ξεχωριστή οντότητα υπό διεθνή έλεγχο, κάτι που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Σήμερα, η παλαιστινιακή ηγεσία κάνει λόγο για εθνοκάθαρση που έχει στόχο την ιουδαιοποιήση της Ιερουσαλήμ και των παλαιστινιακών εδαφών, ενώ το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Νέα Υόρκη καταγγέλλει το Ισραήλ για πολιτική απαρτχάιντ.

Η σύγκρουση μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, με την ισραηλινή κατοχή στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας να έχει φτάσει τα 54 χρόνια σύγκρουσης. Αν και έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες ειρηνικής επίλυσης της σύγκρουσης, τα πρόσφατα γεγονότα στη Λωρίδα της Γάζας που οδήγησαν στον θάνατο πάνω από 300 ανθρώπους, αποδεικνύουν ότι το σενάριο ειρηνικής συνύπαρξης είναι μακρινό. Η πρωταρχική προσέγγιση για επίλυση της σύγκρουσης είναι η λεγόμενη «λύση δύο κρατών» που θέλει την Παλαιστίνη ως ανεξάρτητο κράτος στη Γάζα και το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Όχθης, αφήνοντας την υπόλοιπη γη στο Ισραήλ.

Ωστόσο, οι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να παραμένουν υποκείμενοι στην ισραηλινή κατοχή στη Γάζα, ενώ εκκρεμεί και το παλαιστινιακό δικαίωμα επιστροφής. Η βία της σύγκρουσης σε μια περιοχή πλούσια σε ιστορικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά στοιχεία έχει απασχολήσει τη διεθνή γνώμη και έχει αποτελέσει το αντικείμενο πολυάριθμων διεθνών διασκέψεων που ασχολούνται με τα ιστορικά δικαιώματα, θέματα ασφάλειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τέλος, η σύγκρουση αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην επίτευξη παγκόσμιας ειρήνης, καθώς μαζί με την συνεχή παραβίαση του διεθνές δικαίου από το Ισραήλ, τρομοκρατικές ομάδες όπως οι «Χάμας» έχουν κάνει τη σύγκρουση ακόμη πιο βίαιη.

Συριακός Εμφύλιος Πόλεμος

Alaa Faqir via Reuters

Ο Συριακός Εμφύλιος Πόλεμος, που ξεκίνησε το 2011, αποτελεί τον δεύτερο πιο θανατηφόρο πόλεμο του 21ου αιώνα. Ο πόλεμος είναι μια συνεχιζόμενη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της «Μπααθιστικής» Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας με επικεφαλής τον Πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ μαζί με τους εγχώριους και ξένους συμμάχους εναντίον διάφορων εγχώριων και ξένων δυνάμενων που αντιτίθενται τόσο στη συριακή κυβέρνηση όσο και μεταξύ τους με διαφορετικούς συνδυασμούς.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ, ο συνολικός αριθμός θανάτων αγγίζει τους 586.000 ανθρώπους. Ο πόλεμος ξεκίνησε με ένα κύμα διαμαρτυριών κατά διαφόρων κυβερνήσεων στη Μέση Ανατολή στα πλαίσια της «Αραβικής Άνοιξης». Οι απλές διαμαρτυρίες από τον συριακό πληθυσμό που ζητούσε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση Άσαντ, σηματοδότησαν την αρχή βίαιων αντιπαραθέσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των διαδηλωτών.

Το 2013 ο πόλεμος έγινε πιο σύνθετος όταν εμφανίστηκε μια νέα απειλή, η άνοδος του Ισλαμικού Κράτος η αλλιώς ISIS. Διαφορετικές χώρες όπως οι ΗΠΑ αποφάσισαν να εμπλακούν στον πόλεμο για την άμεση καταπολέμησης της τρομοκρατικής οργάνωσης.

Το 2015, η Ρωσία ενεπλάκη επίσης στον πόλεμο παίρνοντας το μέρος της συριακής κυβέρνησης. Σταδιακά, διάφορα έθνη άρχισαν να συμμετέχουν στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς. Η εμπλοκή τους ωστόσο έχουν οδηγήσει στον περεταίρω κατακερματισμό της χώρας και στην εξέλιξη του πολέμου σε γεωπολιτικό τέλμα.

Ενώ το καθεστώς του Άσαντ ελέγχει πλέον το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος στον πόλεμο. Σχεδόν το ένα τρίτο της χώρας, κυρίως στο βορρά, εξακολουθεί να ελέγχεται από τις δυνάμεις των αναρτών και το Ισλαμικό Κράτος επεκτείνεται σημαντικά λαμβάνοντας την ευθύνη πολλών πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων στην Δύση.

Στη μέση όλων αυτών των συγκρούσεων εξακολουθεί να βρίσκεται ο λαός της Συρίας. Περίπου 12 εκατομμύρια Σύριοι – το ήμισυ του προπολεμικού πληθυσμού – έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους αναζητώντας ασφάλεια. Περισσότερα από 5.5 εκατομμύρια έχουν γίνει πρόσφυγες σε γειτονικά έθνη και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι είναι διασκορπισμένοι σε 130 χώρες. Ακόμη 6.7 εκατομμύρια Σύριοι είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι. Δυστυχώς, ο δρόμος είναι μακρύς για τη επίτευξη ειρήνης στην Συρία. Ακόμα και όταν τελικά τελειώσει ο πόλεμος, θα χρειαστούν δεκαετίες για να αποκατασταθεί η ζημιά.

Οι παραπάνω συγκρούσεις εξακολουθούν να απειλούν σημαντικά την οικοδόμηση ενός ειρηνικού κόσμου. Αν και το μέλλον επιφυλάσσει πολλές αβεβαιότητες, χωρίς αμφιβολία υπάρχουν τρόποι οι οποίοι μπορούν να οικοδομήσουν ένα καλύτερο αύριο για πολλές περιοχές του πλανήτη που εμπλέκονται σε συγκρούσεις.

Η επίτευξη ειρήνης χρειάζεται δράση από όλα τα επίπεδα και από όλες τις πλευρές. Χρειάζεται τη συμπερίληψη και τη συμμετοχή όλων των στοιχείων της κοινωνίας, αν και αυτό είναι μερικές φορές δύσκολο να επιτευχθεί. Χρειάζεται επίσης ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη και τη λογοδοσία, καθώς και επενδύσεις στην υγεία, την ανθρωπιστική βοήθεια, την ευημερία και την εκπαίδευση.

Χωρίς τα παραπάνω, η ειρήνη δε θα επέλθει και οι πολίτες σε πολλές περιοχές που εμπλέκονται σε ένοπλες συγκρούσεις δε θα είναι σε θέση να συμμετάσχουν στη διαδικασία διατήρησης μιας ειρηνικής κοινωνίας.

Δημοφιλή