Δίκαιη εκπροσώπηση και κυβερνητική σταθερότητα

Θετικά και αρνητικά του σχεδίου νόμου για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος
.
.
EUROKINISSI

Το εκλογικό σύστημα παίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος διότι καθορίζει πώς μετασχηματίζονται οι ψήφοι σε έδρες. Δεν είναι καθόλου λίγα τα κόμματα και οι παρατάξεις που, όταν βρέθηκαν σε προνομιακή θέση, το άλλαξαν προς όφελός τους με ορίζοντα τις επικείμενες εκλογές. Μνημειώδης είναι ο επανασχεδιασμός των εκλογικών περιφερειών της Βοστόνης σε σχήμα σαλαμάνδρας το 1812 από τον τότε κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Elbridge Gerry, έτσι ώστε κάθε αυθαίρετη οριοθέτηση των περιφερειών που αποσκοπεί στην εύνοια του σχεδιαστή τους να αποκαλείται έκτοτε gerrymandering.

Στην ελληνική περίπτωση ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει το περιβόητο «τριφασικό» σύστημα των εκλογών του 1956 που έδωσε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και μάλιστα άνετη στην ΕΡΕ, ενώ σε ψήφους πρώτευσε ο συνασπισμός κομμάτων στον οποίο μετείχε η ΕΔΑ. Πιο πρόσφατα, είναι χαρακτηριστική η δυσκολία που σκοπίμως έθεσε ο εκλογικός Ν. 1847/1989 (γνωστός κι ως «νόμος Κουτσόγιωργα») στη ΝΔ να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση για δυο φορές το 1989 (ενώ είχε λάβει υψηλότατα ποσοστά – 44,28% κι ακολούθως 46,19%), και να χρειαστούν και τρίτες εκλογές, το 1990, οπότε με 46,89% κατάφερε να διασφαλίσει εύθραυστη αυτοδυναμία, μόνον όμως με την προσθήκη της έδρας της ΔΗΑΝΑ.

Συγκριτικά, η συνταγματική κατοχύρωση με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 ότι κάθε αλλαγή του εκλογικού συστήματος θα έχει ισχύ από τις μεθεπόμενες εκλογές (εκτός εάν ο σχετικός νόμος ψηφιστεί από την ευρεία πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των βουλευτών, οπότε τίθεται άμεσα σε ισχύ), υποδηλώνει την ωρίμανση του πολιτικού συστήματος και την παραίτηση από τον πειρασμό ότι τα κύρια κόμματα θα διαθέτουν το προνόμιο να χειραγωγούν συστηματικά τα πράγματα όταν βρεθούν στην κυβέρνηση κατά πώς τα ευνοούν συγκυριακά (ή πλήττουν τον κύριο αντίπαλό τους). Αυτό δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζουν ολοκληρωτικά το μικροσυμφέρον τους, αλλά ότι ενεργούν με γνώμονα τον μακρύ κι όχι τον πρόσκαιρο πολιτικό χρόνο, συμβάλλοντας έτσι και σε ένα σταθερότερο πλαίσιο.

Από αυτήν την άποψη, το κατατεθειμένο σχέδιο νόμου με το οποίο η παρούσα κυβέρνηση επιχειρεί να ακυρώσει το σύστημα της απλής αναλογικής που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση το 2016 συνιστά μια εύλογη προσαρμογή στις συνθήκες και τα χαρακτηριστικά του τωρινού κομματικού συστήματος όπως τείνει να εδραιωθεί μετά την κατάρρευση του παλαιού, ισχυρού δικομματισμού στις διπλές εκλογές του 2012. Ουσιαστικά επαναφέρει μια μορφή «ενισχυμένης αναλογικής» η οποία ωστόσο τίθεται υπό όρους και, κυρίως, είναι διαβαθμιζόμενη.

Η γενική λογική που διέπει το σύστημα είναι να ισορροπήσει μεταξύ αφενός της απαίτησης για δίκαιη εκπροσώπηση των κομμάτων που εισέρχονται στη Βουλή (αναλογική διάσταση), και αφετέρου της μέριμνας να συμβάλλει στη συγκρότηση σταθερών κυβερνήσεων (πλειοψηφική διάσταση).

Το βασικό εργαλείο για να το πετύχει είναι το κλιμακούμενο μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα το οποίο παύει να είναι πλέον απροϋπόθετο, αφού δίνεται μόνον εφόσον αυτό πιάσει τουλάχιστον το 25% των ψήφων. Επιπλέον, αυτό το μπόνους ξεκινά από τις 20 έδρες και φτάνει συνολικά μέχρι και τις 50 (1 έδρα για κάθε 0,5% πλέον του 25%). Επομένως, παράγει την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος εφόσον αυτό λάβει μεγάλο ποσοστό, διευκολύνει το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας εάν υπολείπεται αυτού σχετικά λίγο (διότι έτσι χρειάζεται περιορισμένο αριθμό επιπλέον εδρών που θα προκύψει από σύμπραξη με τρίτο κόμμα), αλλά καθίσταται πλήρως αναλογικό εάν το πρώτο κόμμα κινείται σε χαμηλά ποσοστά (κάτω του 25%).

Βεβαίως, πάγιο αίτημα μικρών κομμάτων καθώς και της Αριστεράς γενικώς υπήρξε η καθιέρωση της απλής «και ανόθευτης» αναλογικής ως το μόνο δίκαιο σύστημα. Ασφαλώς αυτή μετατρέπει με πλήρη πιστότητα το ποσοστό των ψήφων σε ποσοστό εδρών. Από αυτή την άποψη είναι πράγματι το δικαιότερο σύστημα. Πόσο λειτουργικό όμως είναι; Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί γενικώς κι αορίστως, αλλά σε συνάρτηση με τα γνωρίσματα του συγκεκριμένου κομματικού και πολιτικού συστήματος. Ενδεχομένως, σε περίπτωση που συνυπάρχουν εδραιωμένη πολιτική κουλτούρα συνεργασίας και συμβιβασμών, έλλειψη σημαντικών διαιρετικών τομών στην κοινωνία, και που η Δημόσια Διοίκηση λειτουργεί ικανοποιητικά και σε συνθήκες ενδεχόμενης ακυβερνησίας γιατί δεν βασίζεται διαρκώς στις εντολές των πολιτικών προϊσταμένων της, η απλή αναλογική να είναι ταιριαστή. Αλλά, μεταξύ μας, δεν είναι αυτή η ελληνική περίπτωση. Αντίθετα, η εφαρμογή της στα καθ’ ημάς είναι εξαιρετικά πιθανό να οδηγήσει είτε σε αλλεπάλληλες κι ατελέσφορες εκλογικές αναμετρήσεις είτε σε πρόσκαιρες κι επισφαλείς κυβερνητικές συνεργασίες που δεν θα βασίζονται πιθανότατα σε προγραμματικές συγκλίσεις, αλλά σε άλλους υπολογισμούς.

Συνεκτιμώντας, επομένως, το προγενέστερο σύστημα που έδωσε μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα ακόμη κι όταν έλαβε το εξαιρετικά χαμηλό 18,85% (η ΝΔ στις εκλογές του Μαΐου 2012), και τις αδυναμίες της απλής αναλογικής, καταλήγουμε ότι το σχέδιο νόμου ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα βασικά ζητούμενα (δίκαιη εκπροσώπηση και υποβοήθηση σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης). Προς συζήτηση και προβληματισμό είναι η πρόνοια που περιλαμβάνει ότι συνασπισμός κομμάτων που πρώτευσε παίρνει το όποιο μπόνους του αντιστοιχεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι κατά μέσον όρο τα κόμματα που τον απαρτίζουν έχουν λάβει το καθένα τους ποσοστό μεγαλύτερο από άλλο κόμμα που έχει συμμετάσχει μεμονωμένα στις εκλογές. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται, υποτίθεται, η «αυθαίρετη» σύμπραξη κομμάτων που, εάν δεν υφίστατο αυτή πρόβλεψη, θα άθροιζαν δυνάμεις για να έλθουν στην εξουσία, χωρίς στ’ αλήθεια κοινή πολιτική πλατφόρμα. Όμως, έτσι προεξοφλείται εκ προοιμίου ως αδύνατη η σύναψη ουσιαστικών συνεργασιών μεταξύ διαφορετικών κομμάτων τα οποία επομένως εξωθούνται (με βάση το σχέδιο νόμου κι εφόσον γίνει νόμος) σε συγχώνευση σε ενιαίο φορέα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική πολυφωνία και τον πλουραλισμό.

Δημοφιλή