«[Μ]ολονότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να αποφασίζουν επί πολιτικών ζητημάτων, το γεγονός ότι μια νομική διένεξη σχετίζεται με τη συμπεριφορά των πολιτικών, ή εγείρεται μέσα από ένα θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτό δεν αποτελεί επαρκή λόγο για τα δικαστήρια ώστε να αρνηθούν να το εξετάσουν… [Σ]χεδόν όλες οι σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνονται από την εκτελεστική εξουσία έχουν μια πολιτική απόχρωση. Παρ’ όλα αυτά, τα δικαστήρια έχουν ασκήσει έλεγχο στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας για αιώνες. Πολλές αν όχι οι περισσότερες από τις συνταγματικές υποθέσεις στη νομική μας ιστορία έχουν ασχοληθεί με την πολιτική υπό αυτήν την έννοια.»1
Με αυτόν τον γλαφυρό και συνάμα λιτό τρόπο, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου θεμελίωσε τη δικαιοδοσία του καταρχάς να ελέγξει και στη συνέχεια να ακυρώσει την απόφαση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον να αναστείλει τις εργασίες του κοινοβουλίου για χρονικό διάστημα πέντε εβδομάδων. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν μάλλον προφανής η παρανομία της εν λόγω αδικαιολόγητης αναστολής και δεν επρόκειτο για κάποια οριακή περίπτωση. Άρα ήταν αντίστοιχα ευχερές για το δικαστήριο, ακόμα και ελλείψει γραπτού συντάγματος (όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο), να οδηγηθεί στο συμπέρασμα που τελικά οδηγήθηκε –και μάλιστα ομόφωνα.
Ανεξαρτήτως όμως της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας της επίμαχης ενέργειας του Άγγλου πρωθυπουργού, εκείνο που προκαλεί το ενδιαφέρον είναι η συνειδητή επιλογή των ανώτατων δικαστών να εμπλακούν αμέσως και ευθέως σε ένα ζήτημα πολιτικού ενδιαφέροντος. Κακά τα ψέματα, μολονότι το ίδιο το δικαστήριο αρνείται εμφατικά, στην πρώτη κιόλας σκέψη του, ότι η εν λόγω υπόθεση σχετίζεται με τη διαδικασία εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σαφώς και επιδρά στις πολιτικές εξελίξεις (σημειωτέον ότι, την επόμενη κιόλας ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης, συγκλήθηκε εκ νέου η Βουλή των Κοινοτήτων). Στην πραγματικότητα, με την απόφαση αυτή η δικαστική εξουσία παρεμβαίνει ενεργά στη βρετανική πολιτική σκηνή διεκδικώντας –και κατορθώνοντας– να διαδραματίσει ισότιμο με τις άλλες εξουσίες ρόλο.
Αναμφίβολο είναι πως, μέσω του ελέγχου συνταγματικότητας, τα δικαστήρια συχνά καθίστανται πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων. Όσον αφορά δε στην ελληνική έννομη τάξη, ο δικαστικός έλεγχος «πολιτικών ζητημάτων», αντίστοιχων ή παρόμοιων με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ως επί το πλείστον αποφεύγεται. Ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι το κατεξοχήν αρμόδιο δικαστήριο της συνταγματικότητας, προσπαθεί να μην έρχεται –στα μέτρα του εφικτού– σε ευθεία σύγκρουση με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αυτό το πετυχαίνει είτε μέσω της δικονομικής οδού (όπως λ.χ. με την κήρυξη ως απαράδεκτου του ένδικου βοηθήματος, όταν στρέφεται εναντίον των αποκαλούμενων «κυβερνητικών πράξεων»), είτε μέσω της άσκησης ενός «ασθενούς» ελέγχου, υπό την έννοια της μη υποβολής σε λεπτομερειακή εξέταση των ενεργειών της κυβέρνησης και της βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους.
Για να χρησιμοποιήσουμε το πιο κοντινό με τη βρετανική απόφαση παράδειγμα, πώς θα μας φαινόταν, άραγε, αν το ΣτΕ δίκαζε και μάλιστα ακύρωνε –με κάποιον εύσχημο τρόπο– την πρόωρη λήξη των εργασιών της Βουλής επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή τον Μάιο του 20092, που είχε ως συνέπεια την παραγραφή των αδικημάτων τα οποία τυχόν τελέστηκαν κατά την προηγούμενη κυβερνητική θητεία; Βεβαίως, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια. Η απάντηση όμως στο εν λόγω ερώτημα δεν είναι καθόλου απλή. Τούτο διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη επιλογή που αφορά την εκάστοτε υπόθεση ξεχωριστά, αλλά μέσω αυτής –της επιλογής– αναδεικνύεται η γενικότερη στάση τού καθενός απέναντι στο ευρύτερο ζήτημα της παρεμβολής των δικαστηρίων στα πολιτικά τεκταινόμενα. Αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, ότι από μια φαινομενικά «εύκολη» υπόθεση ελέγχου συνταγματικότητας, όπως αυτή του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, αυξάνονται οι πιθανότητες για περαιτέρω εμπλοκή της δικαστικής εξουσίας και σε «δύσκολα», προέχοντος πολιτικά, ζητήματα.
1 Πρόκειται για μετάφραση αποσπάσματος της σκέψης 31 της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ην. Βασιλείου R (Miller) v The Prime Minister and Cherry v Advocate General for Scotland, η οποία δημοσιεύθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019.
2 Ο λόγος για το π.δ. 53/2009 που θυροκολλήθηκε στη Βουλή την 8η Μαΐου 2009, με το οποίο κηρύχθηκε η λήξη των εργασιών της Β΄ Συνόδου της IB΄ Βουλευτικής Περιόδου.