
Στη λογική των εφέσεων κατά πρωτόδικων αποφάσεων που δικαιώνουν συγγενείς θυμάτων για την τραγωδία στο Μάτι, με επιχειρηματολογία μάλιστα που προσεγγίζει την λογική (περίπου) της ευθύνη των θυμάτων, συνεχίζει να πορεύεται (εν έτη 2023 και με τις συζητήσεις των εφέσεων να γίνονται στα τέλη του 2024) το ελληνικό δημόσιο.
Όπως είχε κάνει και κατά το παρελθόν έτσι και τώρα με νέα έφεσή του, το Δημόσιο στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης που επιδίκασε αποζημίωση 312.00 ευρώ για ψυχική οδύνη, σε συγγενείς θύματος της καταστροφικής πυρκαγιάς, ισχυριζόμενο εμμέσως, πλην σαφώς πως ουδεμία ευθύνη φέρουν τα όργανά του. Σημειώνεται μάλιστα ότι, σε ανάλογες εφέσεις το Δημόσιο είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να κάνει λόγο για συνυπαιτιότητα θανόντων, που δεν ακολούθησαν τις όποιες οδηγίες.
Η ιστοσελίδα ΓΓΠΠ
Σε γενικές γραμμές και σε αυτήν την έφεση το Δημόσιο φέρεται να νίπτει τας χείρας του, τονίζοντας πως προς τους πολίτες οι όποιες οδηγίες είχαν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και στο προειδοποιητικό δελτίο Τύπου της.
«Αποδείχθηκε ότι η εξέλιξη του εν λόγω φαινομένου ήταν τόσο ραγδαία, απρόβλεπτη και ταχύτατη, που, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την παροχή σε πραγματικό χρόνο ενημέρωσης και οδηγιών ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης πυρκαγιάς προς όλους τους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν, όπως εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη … πέραν των οδηγιών που βρίσκονταν αναρτημένες στην ιστοσελίδα της Γ.Γ.Π.Π. και στις οποίες παρέπεμπε το από 22.07.2018 προειδοποιητικό Δελτίο Τύπου της Γ.Γ.Π.Π.» λέει και συνεχίζει: “…Όπως αποδείχτηκε και από το υπ’ αριθμόν … έγγραφο της ΓΓΠΠ που βρίσκεται η δικογραφία, αφενός μεν την παραμονή της τραγικής πυρκαγιάς είχε δημοσιευτεί χάρτης επικινδυνότητας πυρκαγιών και δελτίο τύπου με τίτλο “πολύ υψηλός κίνδυνος πυρκαγιάς” (κατηγορία κινδύνου 4) για αύριο Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018” μέσω του οποίου ενημερώθηκαν οι φορείς και οι πολίτες για το ποιες περιοχές στις 23.7.2018 θα αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς και για τα μέτρα προστασίας που έπρεπε να λάβουν καθώς και ότι θα έπρεπε να επισκεφθούν την ιστοσελίδα της γενικής Γραμματείας πολιτικής προστασίας ούτως ώστε να λάβουν τις απαραίτητες οδηγίες (όπως μην εγκαταλείπεται το κτίριο Εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη)”.
Η νέα έφεση κατά αποζημίωσης
Στο έντυπο της έφεσης που υπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, αναφέρεται ως λόγος έφεσης κατα της πρωτόδικης απόφασης το γεγονός “για παράδειγμα όπου οι αντίδικοι ισχυρίζονται ότι έπρεπε να διαταχθεί η εκκένωση δεν αναφέρουν ποια ακριβώς χρονική στιγμή θα έπρεπε να διατάκτη αυτή πόσο χρόνο θα διαρκούσε προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να διοχετευτούν οι άνθρωποι και τα οχήματα και από ποιες διόδους. Δεν προσδιορίζεται ποια ήταν η εν γένει κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος προ του ενδίκου τραγικού συμβάντος!”.
Αναφέρει:
“Στην προκειμένη περίπτωση από τα κάτωθι στοιχεία / γεγονότα αποδεικνύεται ότι πράγματι η ένδικη πυρκαγιά, ως περιστατικό ανωτέρας βίας, δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με οποιαδήποτε μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, δηλαδή ούτε με την διαφορετική διαχείριση των πόρων του πυροσβεστικού σώματος, ούτε με το μέτρο της σε πραγματικό χρόνο πληροφόρησης των κατοίκων, ούτε με τη διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών:
«Εάν είχε κρίνει ορθώς το Πρωτοδικείο, θα είχε διαγνώσει ότι ήταν απολύτως αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατ’ αρ. 159 Κ.Δ.Δ., καθώς από την εξέταση των ισχυρισμών της υπό κρίσην αγωγής προέκυψαν ζητήματα, για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Η αιφνίδια μεταβολή του καιρού και ιδίως του ανέμου από το απόγευμα της 23ης.07.2018, η σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο, η αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών, η αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς, ο υπολογισμός της ταχύτητας και του τρόπου επέκτασης της πυρκαγιάς, ο υπολογισμός του χρόνου που θα απαιτούσε μια μαζική εκκένωση πληθυσμού και ο υπολογισμός του χρόνου που θα απαιτούσε η μετακίνηση πρόσθετων δυνάμεων από περιφέρειες που δεν αντιμετώπιζαν κίνδυνο φωτιάς, ο υπολογισμός του χρόνου μετάβασης των θαλασσίων μέσων του Πυροσβεστικού Σώματος από τον Πειραιά στην Ανατολική Αττική κ.α. αποτελούν επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα, τα οποία ήταν αναγκαίο να εξεταστούν και να απαντηθούν από ειδικό εμπειρογνώμονα που θα όριζε το Πρωτοδικείο, προκειμένου το Δικαστήριο να μορφώσει την κρίση του επί της υπό εξέταση αγωγής» αναφέρει μεταξύ άλλων στην έφεσή του το Δημόσιο.
Και επισημαίνει πως «κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και χωρίς αιτιολογία, άλλως με ανεπαρκή, άλλως αντιφατική αιτιολογία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αντιμετώπιση της πυρκαγιάς κατά την αρχική προσβολή της από τα επίγεια και εναέρια μέσα του Πυροσβεστικού Σώματος δεν ήταν έγκαιρη και επιχειρησιακά επαρκής, καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των οργάνων του Πυροσβεστικού Σώματος, ότι υπήρχε έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων με συνέπεια την καθυστερημένη επέμβαση των δυνάμεων, την αποτυχία κατάσβεσης της πυρκαγιάς στο αρχικό στάδιο και την πλημμελή τροχονομική διαχείριση των οχημάτων, και έκρινε περαιτέρω ότι τα ανωτέρω συνιστούν παράνομες πράξεις και παραλείψεις, ενώ, εάν είχε κρίνει ορθώς, θα είχε δεχθεί ότι δεν υπήρξε, ούτε αποδείχθηκε, παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου».
Τα επιχειρήματα του Δημοσίου για μη καταβολή αποζημίωσης
Εν όψει των ανωτέρω προκύπτουν οι εξής ειδικότερες πλημμέλειες τις προσβαλλομένης απόφασης:
(α) Μη ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν. 2612/1998, 68 παρ. 4 περ. β του Ν. 4249/2014 και 6 παρ. 5 περ. β του Ν. 3013/2002, κρίνοντας ότι από αυτές απορρέουν δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών (σειρές 8η έως και 14η της 85ης σελ. της προσβαλλομένης). Εάν είχε ορθώς ερμηνεύσει τις ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις, θα είχε κρίνει ότι έχουν τεθεί αποκλειστικώς με σκοπό την οργάνωση των υπηρεσιών των αρμόδιων φορέων. Σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι τα αρμόδια κρατικά όργανα εφάρμοσαν τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και ενήργησαν -με αυταπάρνηση και με κίνδυνο της ζωής τους- ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για την πρόληψη εκδήλωσης πυρκαγιάς, για την κατάσβεση της πρωτοφανούς έκτασης και έντασης ένδικης πυρκαγιάς και για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των ιδιωτών.
(β) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και διέγνωσε ότι το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, αν και «… γνώριζε […] ότι υπήρχε πολύ υψηλός επικίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς στην Αττική την 23.07.2018…», εντούτοις παραβίασε την υποχρέωση να διενεργήσει εναερια επιτήρηση στην Αττική (σειρές 14η έως 19η της 76ης σελ. της εκκαλουμένης). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα όργανα του Πυροσβεστικού Σώματος, κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων τους, διαθέτουν διακριτική ευχέρεια να επιλέγουν μεταξύ περισσοτέρων λύσεων την κατά την κρίση τους πλέον ενδεδειγμένη. Μεταξύ των μέτρων που δύναται να επιλέξουν είναι και η εναέρια επιτήρηση, εφόσον αυτή είναι εφικτή, αφού ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο Κεφάλαιο 4 του Σχεδίου Αντιμετώπισης Δασικών Πυρκαγιών Πυροσβεστικής Διοίκησης Αττικής του 2018 και δη οι προδιαγραφές διαθέσιμων πτητικών μέσων, η ένταση ανέμων, η διαθεσιμότητα δυνάμεων, το πλήθος των συμβάντων που έχουν εκδηλωθεί, η επικινδυνότητα αυτών, η σκοπιμότητα αξιοποίησης των διαθέσιμων εναέριων μέσων για πυρόσβεση αντί για επιτήρηση κ.α. Η επιλογή τους αυτή ελέγχεται μόνο ως προς την υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων ή την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, εφόσον από τις ενέργειες ή παραλείψεις τους αυτές επήλθε βλάβη στη ζωή, την προσωπικότητα και τα λοιπά ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Και τούτο διότι η ουσιαστική εκτίμηση από το διοικητικό όργανο των πραγματικών καταστάσεων που συνιστούν νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διοικητής πράξης, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, παρά μόνον αν η εκτίμηση αυτή έχει σχέση με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, οπότε ελέγχεται μόνο η τυχόν υπέρβαση των άκρων ορίων αυτής. Εν όψει των ανωτέρω, εσφαλμένως έκρινε το Πρωτοδικείο ότι από την ανωτέρω διάταξη πηγάζει υποχρέωση του Π.Σ. να λαμβάνει το μέτρο της εναέριας επιτήρησης με μόνη προϋπόθεση να υπάρχει πολύ υψηλός κίνδυνος πυρκαγιάς.
(γ) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε, στο ανωτέρω εδάφιο τη εκκαλουμένης, ως παράνομη τη μη προληπτική εναέρια επιτήρηση της Αττικής. Τα ανωτέρω έκρινε το Πρωτοδικείο εκ του αποτελέσματος, βασιζόμενο αποκλειστικώς στην τραγική κατάληξη της ένδικης πυρκαγιάς. Όμως, με το ισχύον νομικό καθεστώς, δεν θεσπίζεται «εγγυητική» ευθύνη του Δημοσίου προς κάλυψη οποιαδήποτε ζημίας ιδιώτη από οποιαδήποτε αιτία, αλλά αστική ευθύνη που συντρέχει μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ή εφόσον προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, θεσπίζουσες ευθύνη από διακινδύνευση (ΣτΕ 1049/2007, 2608/2006, 1052/2004). Τυχόν υιοθέτηση της άποψης ότι το Δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε ζημία, χωρίς να αποδεικνύεται ότι έλαβαν χώρα συγκεκριμένες παραλείψεις των κρατικών οργάνων, αλλά μόνο με βάση μία γενική μομφή ή κρίση περί «αδράνειας» οδηγεί σε κατάλυση του πιο πάνω ισχύοντος νομικού πλαισίου. Συνεπώς, δεν υφίσταται γενική ευθύνη του Πυροσβεστικού Σώματος και εν τέλει του Κράτους για την αποζημίωση κάθε είδους ζημίας που προκλήθηκε από πυρκαγιά.
(δ) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε, στα παραπάνω αναφερόμενα αποσπάσματα, ότι το Π.Σ. μη νομίμως δεν πραγματοποίησε εναέρια επιτήρηση στην Αττική στις 23.07.2018. Και τούτο διότι, εάν είχε κρίνει ορθώς, θα είχε κάνει δεκτό τον ισχυρισμό του Π.Σ. ότι η αδυναμία επιχειρησιακής αξιοποίησης επιπλέον εναερίων μέσων οφειλόταν «σε ανυπέρβλητες αντικειμενικές δυσκολίες, όπως […] τεχνικές βλάβες […] ισχυροί άνεμοι ….» (24ης σελ. και επ. του υπ’ αριθ. 70813 Φ. 109.1/2022 εγγράφου απόψεων του Π.Σ.). Περαιτέρω, από τα πορίσματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα (και όχι άπειρα) εναέρια μέσα, που είχε στη διάθεσή του το Π.Σ. την ημέρα εκείνη, είχαν ως κύριο σκοπό την συνδρομή στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, οι οποίες ανέρχονταν σε 14 (βλ. σελ. 10η και 11η του ανωτέρω εγγράφου απόψεων του Π.Σ.).
(ε) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε παράνομη την παράλειψη εναέριας επιτήρησης στην Αττική στις 23.07.2018. Και τούτο διότι αποδείχθηκε ότι τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που είχε στην διάθεσή της η Πυροσβεστική δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν λόγω των ισχυρών ανέμων. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα αεροσκάφη έχουν, σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους, όριο ανέμου τα 5 και 6 μποφόρ (σειρές 10η έως και 14η από το τέλος της 25ης σελ. του ανωτέρω εγγράφου απόψεων του Π.Σ.), αλλά κατά τον ένδικο χρόνο έπνεαν πολύ ισχυρότεροι άνεμοι (σελ. 6η και 7η του ιδίου ως άνω εγγράφου), που καθιστούσαν την αξιοποίησή τους αδύνατη.
(στ) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι η μη εναέρια επιτήρηση στην Αττική στις 23.07.2018 ήταν παράνομη και ότι συνδέεται αιτιωδώς με την ένδικη ζημία, διότι αποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι τα αρμόδια όργανα του Ελληνικού Δημοσίου προέβησαν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες με σκοπό την προληπτική επιτήρηση από ξηράς των περιοχών υψηλού κινδύνου. Πράγματι, δεν υπήρχε έλλειμμα προληπτικής επιτήρησης. Το Π.Σ. είχε τεθεί σε κατάσταση επιχειρησιακής ετοιμότητας δευτέρου βαθμού δυνάμει της υπ’ αριθ. 1612 Φ. 702. 18/ 22.07.2018 Διαταγής του Διοικητική του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων (Ε.Σ.Κ.Ε.) και στο Σχέδιο Αντιμετώπισης Δασικών Πυρκαγιών του έτους 2018, που βρίσκεται στη δικογραφία, καταγράφονται με λεπτομέρεια τόσο τα προληπτικά μέτρα (αντιπυρικές ζώνες, πυροφυλάκεια, σημεία υδροληψίας όπως κρουνοί και δεξαμενές, επίγεια και εναέρια επιτήρηση κ.α., που είχαν υλοποιηθεί και εφαρμόζονταν), όσο και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός αντιμετώπισης πυρκαγιάς.
Η απάντηση των συνηγόρων θύματος
Ένα προς ένα αντικρούουν τα επιχειρήματα της έφεσης του Δημοσίου οι δικηγόροι Κωνσταντίνος Φούσας και Δημήτριος Σκύφτας, συνήγοροι της οικογένειας του θύματος στην πυρκαγιά στο Μάτι.
Μεταξύ άλλων υπογραμμίζουν πως «ειδικότερα, στη διοικητική δίκη, η απαίτηση για ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας δεν αποτελεί μια νομοθετική επιλογή αναγόμενη στον εν γένει σκοπό απονομής δικαιοσύνης, αλλά συνδέεται με την αρχή της νομιμότητας, η οποία σε ένα Κράτος Δικαίου, που εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και προασπίζει τα δημόσια αγαθά, επιβάλλει την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων με στόχο την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για το λόγο αυτό, στη διοικητική δίκη η απόδειξη των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών δεν επαφίεται αποκλειστικά στους διαδίκους –όπως στην πολιτική δίκη όπου η αλήθεια προκύπτει από τη μεταξύ τους «συζήτηση»- αλλά κυρίως στο δικαστή, ο οποίος έχει υποχρέωση να διακριβώσει αυτεπαγγέλτως την αλήθεια. Έτσι, οι διάδικοι στην πολιτική δίκη μπορούν να παρακάμψουν την ουσιαστική αλήθεια αποσιωπώντας κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή επικαλούμενοι ακόμα και ψευδή στο πλαίσιο συμπαιγνίας υποχρεώνοντας, όμως, τον δικαστή να στηρίξει την κρίση του σ’ αυτά μέσω, παραδείγματος χάριν, της ομολογίας αυτών, της ερημοδικίας του εναγομένου, της σύναψης ορισμένης αποδεικτικής σύμβασης κ.ά. Αντίθετα, στη διοικητική δίκη, ανεξαρτήτως των ισχυρισμών των διαδίκων, ο δικαστής ερευνά αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη των ουσιωδών αμφισβητούμενων πραγματικών γεγονότων. Έτσι, στη διοικητική δίκη η ερημοδικία του καθ’ ου δεν έχει έννομες συνέπειες ως προς την αλήθεια των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών, δεν νοείται ομολογία επιβλαβών γεγονότων εκ μέρους της διοίκησης, ενώ η ομολογία του ιδιώτη διαδίκου εκτιμάται ελευθέρως απ’ το δικαστήριο, δεν νοείται σύναψη αποδεικτικών συμβάσεων κ.ά. Αν αναλογιστούμε, άλλωστε, ότι η αλήθεια της δικαστικής απόφασης, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου αποτελώντας μια σταθερή και αμετακίνητη βάση που θα αποτελεί το αναγκαίο βάθρο και θα προσδιορίζει καταλυτικά τις μελλοντικές έννομες σχέσεις κράτους – πολίτη, η αναζήτησή της αποκτά πρόσθετη αξία. Όλα τα παραπάνω, όμως, ισχύουν υπό την επιφύλαξη ότι η διαδικασία ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας δεν πρέπει να επιτείνει χρονικά την αβεβαιότητα που υπάρχει στις έννομες σχέσεις κράτους – πολίτη.
Μια χρονοβόρα διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας όχι μόνο δεν εγγυάται τον εντοπισμό της, αλλά σίγουρα αποβαίνει σε βάρος της έγκαιρης εκκαθάρισης των εννόμων σχέσεων υπονομεύοντας την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και αποτελώντας σοβαρή απειλή για την κοινωνική ειρήνη και την ασφάλεια του δικαίου.
Στο πεδίο, μάλιστα, της διοικητικής δίκης η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης συνιστά έκφραση δικαιοκρατικών εγγυήσεων καθώς συνδέεται με την ταχεία αποκατάσταση των διαταραγμένων εννόμων σχέσεων του πολίτη με την δημόσια διοίκηση. Έτσι, η εύλογη διάρκεια αποτελεί για τη διοικητική δίκη θεμελιώδη δικονομική αρχή, γεγονός που μπορεί ευχερώς να συναχθεί από επιμέρους θεσμούς με χαρακτηριστικότερο τη σύντομη προθεσμία που έχει στη διάθεσή του ο ιδιώτης για την προσβολή των διοικητικών πράξεων. Έτσι, η δυνατότητα του διοικητικού δικαστή στο πεδίο της αποδεικτικής διαδικασίας να περιοριστεί στα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα εκ μέρους των διαδίκων αποδεικτικά μέσα και να μην διατάξει συμπληρωματικές αποδείξεις συνιστά μία εύλογη στάθμιση που επιτρέπει την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας χωρίς τις καθυστερήσεις που συνεπάγεται η έκδοση προδικαστικής απόφασης και μια νέα συζήτηση στο ακροατήριο.
Στη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού εντός των ορίων της διαθετικής αρχής και υπό την ταυτόχρονη ισχύ του υποκειμενικού βάρους απόδειξης. Μία από τις σπουδαιότερες αρχές του δικαίου της απόδειξης στη διοικητική δίκη συνιστά η αρχή της πρωτοβουλίας του διοικητικού δικαστηρίου στη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού. Η εν λόγω αρχή βρίσκει το έρεισμά της στον συνδυασμό των άρθρων 33, 151, 152 και 155 ΚΔΔ. Η πρωτοβουλία του δικαστηρίου στην αναζήτηση του αποδεικτικού υλικού πηγάζει απ’ την ανακριτική αρχή που διέπει ως θεμελιώδες δικονομικό σύστημα τη διοικητική δίκη.
Πιο αναλυτικά, η ανακριτική αρχή, ως δικονομικό σύστημα οργάνωσης της δίκης, απαντά στο θεμελιώδες ερώτημα ποιος είναι επιφορτισμένος με την προσκομιδή του κρίσιμου αποδεικτικού υλικού στην ανοιγείσα δίκη. Έτσι, η εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος στη διοικητική δίκη αναφέρεται ακριβώς στην πρωτοβουλία συλλογής του αποδεικτικού υλικού αυτεπαγγέλτως από τον διοικητικό δικαστή, με αποτέλεσμα η ανακριτική αρχή να συνιστά στον κόσμο των πραγματικών περιστατικών ότι το αξίωμα jura novit curia για τους κανόνες δικαίου. Τούτο δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ο διοικητικός δικαστής «αποδεικνύει» αλλά ότι μεριμνά για τη διακρίβωση της αλήθειας. Όπως ορθά παρατηρείται, οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην επιλογή του ανακριτικού συστήματος στην διοικητική δίκη είναι κυρίως η ανάγκη τήρησης των αρχών της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της ισότητας των διαδίκων.
Η ανακριτική αρχή, όμως, περιχαρακώνεται εντός των ορίων που θέτει η διαθετική αρχή. Η διαθετική αρχή (ή αρχή της διαθέσεως) ως δικονομικό σύστημα απαντά στο ερώτημα ποιος υπάγει ορισμένη διαφορά στην κρίση του δικαστηρίου. Κατά την διαθετική αρχή η έναρξη της διοικητικής δίκης γίνεται πάντοτε με πρωτοβουλία του ιδιώτη που έχει προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον με την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (άρθ. 71, 126 ΚΔΔ) και όχι αυτεπαγγέλτως απ’ το δικαστήριο. Μάλιστα, ο ίδιος ο ιδιώτης διάδικος είναι κυρίαρχος του αντικειμένου της δίκης διότι σ’ αυτόν εναπόκειται, κατ’ αρχήν, η διαχείριση (επέκταση ή περιορισμός) και ο τερματισμός (με παραίτηση ή συμβιβασμό) της έννομης σχέσης της δίκης.