Διπλωματικό και γεωπολιτικό υπόβαθρο του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότωφ

Διπλωματικό και γεωπολιτικό υπόβαθρο του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότωφ
Russian Foreign Minister Vyacheslav Molotov signing the German-Soviet non-aggression pact, Moscow, Russia, 1939. German Minister Von Ribbentrop and Josef Stalin look on
Russian Foreign Minister Vyacheslav Molotov signing the German-Soviet non-aggression pact, Moscow, Russia, 1939. German Minister Von Ribbentrop and Josef Stalin look on
Universal History Archive via Getty Images

Στις 23 Αυγούστου, συμπληρώθηκαν 79 χρόνια από την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη Επίθεσης, γνωστότερο ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ, με το οποίο η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση χώρισαν την Πολωνία (και την ευρύτερη ανατολική Ευρώπη) σε διακριτές σφαίρες επιρροής. Παρακάτω θα γίνει μία συνοπτική παρουσίαση των διπλωματικών και γεστρατηγικών υπολογισμών πίσω από τη προσέγγιση αυτή.

Το ιστορικό υπόβαθρο

Τόσο η Γερμανία όσο και η Σοβιετική Ένωση άνηκαν στους χαμένους της τάξης πραγμάτων που διαμορφώθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γερμανία υπέστη τους ταπεινωτικούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919), ενώ η ΕΣΣΔ απώλεσε τα εδάφη που μέχρι πρότινος ήταν μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν νέα ανεξάρτητα κράτη στην Ανατολική Ευρώπη (Φινλανδία, Πολωνία, Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία).

Η εμφάνιση της Πολωνίας ήταν ουσιαστικά αυτό που έθεσε τις βάσεις για την γερμανοσοβιετική προσέγγιση. Για περισσότερο από έναν αιώνα, η Πολωνία έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα, καθώς το 1795 ολοκληρώθηκε η διάλυση της Πολωνικής - Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και τα εδάφη της μοιράστηκαν ανάμεσα στην Αυστρία, την Πρωσία και την Ρωσία. Από τότε ήδη γίνεται φανερή η μεγάλη κακοτυχία του πολωνικού κράτους να βρίσκεται ανάμεσα στα γερμανικά βασίλεια και τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί προσέφεραν στήριξη στους Πολωνούς εθνικιστές, με σκοπό να αποσταθεροποιήσουν την αντίπαλή τους Ρωσική Αυτοκρατορία. Με τις νίκες ενάντια στον ρωσικό στρατό, τη Ρωσική Επανάσταση και την Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ (1918) ολόκληρη η Πολωνία εισήλθε τελικά υπό γερμανικό έλεγχο, αλλά η υπόσχεση των Γερμανών στους Πολωνούς για ανεξαρτησία απεδείχθη απλή διπλωματική απάτη. Όταν το 1918 τελείωσε ο πόλεμος, οι Πολωνοί αποτίναξαν τη γερμανική κυριαρχία, συμμάχησαν με τους Ουκρανούς το 1919 και ξεκίνησαν πόλεμο με τη νεοσύστατη σοβιετική Ρωσία, με σκοπό την ανακατάληψη των εδαφών που ιστορικά αποτελούσαν μέρος του πολωνικού βασιλείου. Αν και η εκστρατεία λίγο έλειψε να καταλήξει σε καταστροφή, καθώς με μια μεγάλη αντεπίθεση το 1920 ο Κόκκινος Στρατός έφτασε έξω από τη Βαρσοβία, με στόχο να εισβάλλει μετέπειτα στη Γερμανία, οι Πολωνοί κατάφεραν εντέλει να αποκρούσουν τους Ρώσους και να επιτύχουν μια μεγάλη προέλαση στην Ανατολή. Το 1921 ο πόλεμος έληξε, με την Πολωνία να επεκτείνει τα ανατολικά σύνορά της κατά 200 σχεδόν χιλιόμετρα. Νωρίτερα επίσης, με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχε αναγνωριστεί επίσημα η ύπαρξη του πολωνικού κράτους και δόθηκε στην Πολωνία ένα μεγάλο μέρος των ανατολικών εδαφών της ηττημένης Γερμανίας, παρά την αρχική λυσσαλέα αντίσταση των Freikorps.

Παρά το ότι η Πολωνία εξήλθε τελικά νικήτρια από την περιπέτεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και των συγκρούσεων που ακολούθησαν, έχοντας αποκτήσει ξανά την ανεξαρτησία της και αυξήσει κατά πολύ την εδαφική της επικράτεια, είχε βρεθεί σε μια γεωστρατηγικά δυσμενή θέση. Έχοντας αποσπάσει βιαίως εδάφη από τους δύο γείτονές της, την Γερμανία και την ΕΣΣΔ, οι σχέσεις της με τις δύο ισχυρές χώρες που την περιέβαλλαν από Δύση και Ανατολή είχαν εξαρχής τεθεί υπό καθεστώς αντιπαλότητας. Επίσης, οι βιαιότητες του πολωνικού στρατού εναντίον των γερμανικών πληθυσμών στα νεοαποκτειθέντα εδάφη ισχυροποίησαν τα ήδη έντονα αντιπολωνικά αισθήματα στη Γερμανία.

Η καταστροφή της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης

Το 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ καταλαμβάνει την εξουσία στη Γερμανία, με απώτερο στόχο εξωτερικής πολιτικής την ακύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και τη δημιουργία του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ (Großdeutsches Reich) στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Πολωνίας). Παρόλα αυτά, το 1934 υπεγράφη το Γερμανοπολωνικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, με το οποίο η Γερμανία αναγνώρισε οριστικά τα σύνορα της Πολωνίας και εγγυήθηκε την ειρήνη. Την προηγούμενη δεκαετία, η προσέγγιση ανάμεσα στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης και την Σοβιετική Ένωση είχε δημιουργήσει φόβους στην Πολωνία για μια επικίνδυνη για την ίδια συμμαχία ανάμεσα στις δύο χώρες. Με τη συμφωνία αυτή, ο Χίτλερ αφενός έκλεινε προσωρινά τα εξωτερικά μέτωπα, προκειμένου να επικεντρωθεί στην ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας και αφετέρου προσπαθούσε να δείξει στην διεθνή κοινότητα πως δεν είχε σκοπό έναν πόλεμο. Την ίδια περίοδο στην ΕΣΣΔ, ο Στάλιν εξαπέλυε τεράστιες κυβερνητικές εκκαθαρίσεις με στόχο να σταθεροποιήσει την εξουσία του.

Οι πραγματικές προθέσεις του Χίτλερ δεν άργησαν να φανούν, καθώς το Τρίτο Ράιχ, με μεθοδικές κινήσεις, έθετε τέλος στην τάξη πραγμάτων που είχαν δημιουργήσει οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. To 1935 η βιομηχανική περιοχή του Σάαρ επανήλθε στην Γερμανία με δημοψήφισμα και ο Χίτλερ ξεκίνησε την επαναστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας, παραβιάζοντας τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Το 1936 γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Ρηνανία, το ίδιο έτος υπεγράφη το Αντιδιεθνιστικό Σύμφωνο με την Ιαπωνία, το 1938 επιτεύχθηκε η ένωση (Anschluss) με την Αυστρία και ο Χίτλερ άρχισε να απειλεί την Τσεχοσλοβακία, με αίτημα την απόκτηση της Σουδητίας, περιοχής με έντονο γερμανικό στοιχείο. Η Βρετανία και η Γαλλία τήρησαν παθητική στάση και δεν έκαναν κάποια προσπάθεια να σταματήσουν τον Χίτλερ, ακολουθώντας πολιτική κατευνασμού, κορύφωση της οποίας ήταν η υποχώρηση έναντι των απαιτήσεων του Χίτλερ με τη Συμφωνία του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1938, με την οποία παραχωρήθηκαν στην Γερμανία οι περιοχές της Τσεχοσλοβακίας που απαιτούσε ο Χίτλερ. Στη συνέχεια οι Γερμανοί, με στυγνό εκβιασμό, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους και την υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία. Τον Μάρτιο του 1939 ήρθε η σειρά και της Πολωνίας, καθώς ο Χίτλερ αποκήρυξε το Σύμφωνο μη Επίθεσης του 1934 και ξεκίνησε να απειλεί τη χώρα, με αφορμή προπαγάνδα περί κακής μεταχείρισης των Γερμανών από την πολωνική κυβέρνηση.

Οι Σοβιετικοί, ανησυχώντας από την γερμανική επέκταση προς την ανατολή, πρότειναν στην Βρετανία και τη Γαλλία, μέσω του (εβραϊκής καταγωγής) Υπουργού Εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ, τη δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας με στόχο τον περιορισμό της Γερμανίας, ωστόσο δεν υπήρξε ανταπόκριση, λόγω και των όρων που έθετε η ΕΣΣΔ (μεταξύ άλλων, την προσάρτηση από την ΕΣΣΔ των κρατών της Βαλτικής και την άδεια διέλευσης σοβιετικών στρατευμάτων εντός της Πολωνίας). Τέτοιες προσπάθειες είχαν γίνει από τους Σοβιετικούς και προηγουμένως, με παρόμοιες προτάσεις και πολιτικές όπως τα Λαϊκά Μέτωπα, με τη Δύση ωστόσο να μη δείχνει ενδιαφέρον. Μία σημαντική αιτία ήταν και η προσδοκία, ειδικά των Βρετανών, πως μια ισχυρή Γερμανία θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα εναντίον της ΕΣΣΔ και ένας εξουθενωτικός πόλεμος μεταξύ τους, με τις Δυτικές δυνάμεις να μένουν αμέτοχες, θα ήταν το καλύτερο σενάριο. Σε κάθε περίπτωση, έγινε νωρίς ξεκάθαρο στους Σοβιετικούς πως η Βρετανοί και οι Γάλλοι ακολουθούσαν πολιτική κατευνασμού και πως μια συμμαχία ήταν, προς το παρόν αδύνατη, ειδικά λόγω της Συμφωνίας του Μονάχου, στην οποία οι Σοβιετικοί δεν προσκλήθηκαν, παρά την νέα πρότασή τους για συμμαχία, με στόχο την εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας της Τσεχοσλοβακίας (πρέπει να σημειωθεί πως υφίσταντο από το 1935 συμφωνίες ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία με στόχο ακριβώς την ανάσχεση του γερμανικού επεκτατισμού, που όμως λόγω της κατευναστικής πολιτικής των Συμμάχων δεν τηρήθηκαν ποτέ).

Η υπογραφή του Συμφώνου και το ξέσπασμα του πολέμου

Η πολιτική του κατευνασμού τελικά εγκαταλείφθηκε τον Μάρτιο του 1939, με τη γαλλική και τη βρετανική κυβέρνηση να εγγυώνται την προστασία της Πολωνίας. Ο Χίτλερ, αντιλαμβανόμενος πως αναπόφευκτα θα έπρεπε να διεξάγει πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη, επιθυμούσε να διασφαλίσει τα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας από μια ενδεχόμενη σοβιετική επίθεση, την στιγμή που θα ήταν υπό εξέλιξη οι επιχειρήσεις στην Δύση. Ο Στάλιν, παρόλο που θεωρούσε πως η σύγκρουση με τη Γερμανία ήταν αναπόφευκτη, στόχευε αφενός στο να κερδίσει χρόνο, ώστε να αναπληρωθούν οι απώλειες στους αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού, οι οποίες είχαν προκύψει από τις εκκαθαρίσεις του 1937 και αφετέρου στην απόκτηση στρατηγικού βάθους εναντίον της Γερμανίας, με την κατάληψη των εδαφών της Ανατολικής Πολωνίας. Ο Στάλιν ανησυχούσε επίσης από την εδαφική επέκταση της Ιαπωνίας στις βόρειες επαρχίες της Κίνας (η Ιαπωνία εισέβαλε στην Μαντζουρία το 1933 και από το 1937 είχε κηρύξει ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της Κίνας) και ήθελε να αποτρέψει τυχόν συνδυασμένη γερμανοϊαπωνική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ, δεδομένου ότι η Ιαπωνία στόχευε προφανώς στον έλεγχο των φυσικών πόρων της Σιβηρίας.

Τον Μάϊο ο Λιτβίνοφ αντικαταστάθηκε από τον Βιατσεσλάβ Μολότωφ και ξεκίνησαν οι (μυστικές) διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία. Στις 23 Αυγούστου υπεγράφη τελικά, στη Μόσχα, το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, σύμφωνα με το οποίο οι δύο χώρες εγγυήθηκαν τη μεταξύ τους ειρήνη και πως η κάθε μία δεν θα υποστήριζε τρίτα κράτη που θα διεξήγαν πόλεμο εναντίον της άλλης. Στο Σύμφωνο ήταν συνημμένο και ένα μυστικό πρωτόκολλο, το οποίο καθόριζε τις σφαίρες επιρροής των δύο δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη. Συγκεκριμένα, υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ θα περιέρχονταν η Φινλανδία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Εσθονία, τα εδάφη της Πολωνίας ανατολικά της γραμμής που σχημάτιζαν οι ποταμοί Βιστούλας, Νάρεβ και Σαν και αναγνωρίζονταν οι εδαφικές διεκδικήσεις της ΕΣΣΔ στην Βεσσαραβία (Ρουμανία). Η μοίρα της Πολωνίας είχε σφραγιστεί. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία και στις 17 του ίδιου μήνα ξεκίνησε η σοβιετική εισβολή. Στις 6 Οκτωβρίου, η εκστρατεία ολοκληρώθηκε και η Πολωνία είχε πάψει να υπάρχει ως κράτος, μοιραζόμενη για μία ακόμη φορά ανάμεσα σε Γερμανούς και Ρώσους. Το καλοκαίρι του 1940, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η γερμανική εισβολή στη Δυτική Ευρώπη, η ΕΣΣΔ κατέλαβε τα κράτη της Βαλτικής και τη Βεσσαραβία, ενώ τον προηγούμενο χειμώνα είχε προσαρτήσει εδάφη της Φινλανδίας, μετά από έναν σκληρό πόλεμο.

Συνέπειες

Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία τόσο για την γερμανική, όσο και για την σοβιετική πλευρά. Εξασφάλισε στους Γερμανούς την ασφάλεια των ανατολικών τους συνόρων, έτσι ώστε να ασχοληθούν απρόσκοπτα με την συντριβή των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Έδωσε επίσης χρόνο στους Σοβιετικούς να αναδιοργανώσουν τον Κόκκινο Στρατό και να αποκτήσουν μεγαλύτερο στρατηγικό βάθος, απομακρύνοντας περισσότερο τους Γερμανούς από τη Μόσχα και τα υπόλοιπα σημαντικά κέντρα της ΕΣΣΔ. Επιπλέον, αποφεύχθηκε το ενδεχόμενο μιας συντονισμένης γερμανοϊαπωνικής επίθεσης από ανατολή και δύση, καθώς με την υπογραφή του Συμφώνου, η Ιαπωνία έστρεψε την προσοχή της από τη Σιβηρία στις βρετανικές και γαλλικές αποικίες στην νοτιοανατολική Ασία και στον Ειρηνικό. Η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε τελικά με επιτυχία την γερμανική εισβολή τον Ιούνιο του 1941. Τα θύματα ήταν φυσικά η Πολωνία και τα υπόλοιπα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη, τα οποία υπέστησαν την κτηνώδη κυριαρχία τόσο του Ναζισμού, όσο και του Σταλινισμού.

Δημοφιλή