Ένα νέο εμβόλιο για την Covid-19, που βασίζεται σε διαφορετική πλατφόρμα από τα εμβόλια που υπάρχουν τώρα στην αγορά, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά σε ανθρώπους από ερευνητές του Πανεπιστημίου Radboud.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η χορήγηση του εμβολίου σε υγιείς συμμετέχοντες στην έρευνα είχε ως αποτέλεσμα καλή ανοσολογική αντίδραση, χωρίς να παρατηρηθούν προβλήματα. Η αποτελεσματικότητά του διερευνάται περαιτέρω, και τα πρώτα αποτελέσματα αναμένονται αργότερα μέσα στο έτος.
Το νέο εμβόλιο, ονόματι ABNCoV2, διαφέρει τόσο από τα εμβόλια mRNA (σαν αυτά της Pfizer και της Moderna) όσο και από τα εμβόλια ιικών φορέων (Janssen, AstraZeneca) και το πρωτεϊνικό εμβόλιο της Novavax. Το ΑΒΝCoV2 είναι ένα εμβόλιο VLP (virus-like particle) τύπου καψιδίου: Αυτό σημαίνει πως αποτελείται από στοιχεία που θυμίζουν σωματίδια ιού. Στο ανοσοποιητικό σύστημα αυτά μοιάζουν με ιό, μα δεν μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Τα σωματίδια αυτά μπορούν να «φορτωθούν» με αντιγόνα όπως η πρωτεΐνη- ακίδα του κορονοϊού SARS-CoV-2, και ως αποτέλεσμα το σώμα αντιδρά γρήγρα στον ιό δημιουργώντας αντισώματα και Τ κύτταρα.
Το εν λόγω εμβόλιο αναπτύχθηκε από τη δανέζικη εταιρεία βιοτεχνολογίας AdaptVac, σε συνεργασία με το ιατρικό κέντρο του νοσοκομείου Radboud (Radboudumc) και την κοινοπραξία Prevent-nCoV.
Στο πλαίσιο της έρευνας 45 υγιή άτομα που δεν είχαν κολλήσει Covid-19 και δεν είχαν εμβολιαστεί έλαβαν δύο δόσεις του νέου εμβολίου. Τα άτομα αυτά ήταν υπό παρατήρηση για έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση. Όπως διαπιστώθηκε, παρήγαγαν αντισώματα και Τ κύτταρα κατά του SARS-CoV-2, ενώ αναφέρθηκαν ελάχιστες παρενέργειες. Όπως είπε ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Μπέντζαμπιν Μορντμίλερ, καθηγητής ιατρικής μικροβιολογίας, «το εμβόλιο ξεπέρασε τις προσδοκίες μας από άποψης ανοσίας να ανεκτικότητας». Τα αποτελέσματα έχουν δημοσιευτεί στο The Lancet Microbe.
Σημαντικό πλεονέκτημα αυτού του τύπου εμβολίου είναι η δυνατότητά του να προσαρμόζεται γρήγορα σε περίπτωση μεταλλάξεων του ιού. Η αποκαλούμενη πλατφόρμα cVLP, η βάση του εμβολίου, είναι πολύ ευέλικτη και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη βελτιωμένων εμβολίων για πολύ μολυσματικές ασθένειες, όπως η ελονοσία και η γρίπη.