Δολοφόνησε το μόλις ενός έτους παιδί του: Στο κενό οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία από τη σύζυγο

Αδράνεια και κατάφωρη αδιαφορία των αρχών καταλογίζει δικαστική απόφαση, που δικαιώνει τη μητέρα και το δεύτερο ανήλικο παιδί της. Αποζημίωση 32.000 ευρώ.
coldsnowstorm via Getty Images

Οι παραλείψεις των εισαγγελικών και άλλων αρχών οδήγησαν στον φρικτό θάνατο ενός παιδιού, ηλικίας ενός έτους από τον ίδιο του τον πατέρα ο οποίος το μαχαίρωσε στη διάρκεια ενός επεισοδίου ενδοοικογενειακής βίας .

Το σοκαριστικό γεγονός έλαβε χώρα παρ’ ότι η σύντροφός του και μητέρα του παιδιού και της δεύτερης ανήλικης κόρης της είχε υποβάλει στο παρελθόν καταγγελίες για ανάλογα περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς, τα οποία όμως αγνοήθηκαν από τις αρχές.

Η δικαίωσή της από τις αρχές ήρθε πολύ αργά και αφού είχε λάβει χώρα το τραγικό περιστατικό, στη διάρκεια του οποίου και η ίδια μαχαιρώθηκε σοβαρά στο πρόσωπο και το σώμα από τον σύντροφό της.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στο οποίο προσέφυγε έκρινε πως οι εισαγγελείς των ιταλικών αρχών είχαν παραμείνει παθητικοί μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας και η αδράνειά τους είχε επιτρέψει στον σύντροφο της να συνεχίσει να την απειλεί, να την παρενοχλεί και να της επιτίθεται ανεμπόδιστα και ατιμώρητα έως ότου σημειώθηκε το πιο ακραίο περιστατικό βίας, του μαχαιρώματος μέχρι θανάτου του ανήλικου παιδιού τους ηλικίας ενός έτους.

Επιδικάστηκε μάλιστα και αποζημίωση 32.000 ευρώ για ψυχική οδύνη. Είχε προηγηθεί η καταδίκη του πατέρα σε 20 χρόνια κάθειρξη και η υποχρέωση να καταβάλλει 100.000 ευρώ σε αυτήν και την κόρη της, οι οποίες είχαν προσχωρήσει στην ποινική διαδικασία για την υποστήριξη της κατηγορίας. Ωστόσο, το ενός έτους παιδί είχε χαθεί…

Το… τελειωτικό χτύπημα

Η προσφεύγουσα στο ΕΔΔΑ ανέφερε ότι είχε συνάψει σχέση με τον σύντροφό της (N.P.) το 2010 χωρίς να γνωρίζει ότι ο τελευταίος έπασχε από διπολική διαταραχή από την ηλικία των 20 ετών. Συγκεκριμένα, εμφάνιζε περιοδικές αλλαγές διάθεσης που συνοδεύονταν από παρορμητικότητα, ευερεθιστότητα και εξαιρετικά βίαιη συμπεριφορά. Υπέφερε επίσης από μανιακή ψυχαναγκαστική διαταραχή. Στο παρελθόν ήταν αλκοολικός και του είχε απαγορευτεί να πλησιάσει την προηγούμενη σύντροφό του.

Η προσφεύγουσα και ο N.P. απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, την V. (κορίτσι που γεννήθηκε το 2011) και τον Μ. (αγόρι που γεννήθηκε το 2017). Μεταξύ Νοεμβρίου 2015 και Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα δέχτηκε τέσσερις επιθέσεις από τον σύντροφό της, στις οποίες επενέβη η τοπική αστυνομία . Ο Ν.Ρ. νοσηλεύτηκε πολλές φορές μετά τις εν λόγω επιθέσεις, και του συνταγογραφήθηκε φαρμακευτική αγωγή κατά την έξοδο από το νοσοκομείο τον Φεβρουάριο του 2018. Ο ίδιος είχε πάει να ζήσει με τους γονείς του και τον Απρίλιο 2018 επέστρεψε στο σπίτι της προσφεύγουσας.

Οι αλλεπάλληλες καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία

Η προσφεύγουσα είχε υποβάλει και στη συνέχεια απέσυρε πολλές καταγγελίες. Ωστόσο, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Ν.Ρ. με κατηγορίες για ενδοοικογενειακή βία, αλλά δεν εκδόθηκαν προσωρινά μέτρα για την προστασία της προσφεύγουσας και των παιδιών της κατά τη διάρκεια της έρευνας. Ωστόσο ο πραγματογνώμονας επεσήμανε ότι ο Ν.Ρ. αποτελούσε κίνδυνο για την κοινωνία λόγω της ψυχικής υγείας και ότι θα έπρεπε να παρακολουθεί τακτικό θεραπευτικό πρόγραμμα.

Η τέταρτη επίθεση σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018, όταν ο Ν.Ρ. είχε ενοχληθεί από θόρυβο που προκάλεσε ο γιός του και ενός τηλεφωνήματος που δέχτηκε η προσφεύγουσα. Ο Ν.Ρ. θύμωσε, άρπαξε την κόρη του από τα μαλλιά και την πέταξε στον τοίχο. Στη συνέχεια πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και επιτέθηκε στην προσφεύγουσα, μαχαιρώνοντάς την στο πρόσωπο και στο σώμα. Η τελευταία έπεσε στο πάτωμα μαζί με τον γιο της Μ., ο οποίος βρίσκονταν δίπλα της. Ο Ν.Ρ. στη συνέχεια μαχαίρωσε πολλαπλές φορές τον γιό του προκαλώντας τον θάνατό του.

Τον Οκτώβριο του 2019 ο Ν.Ρ. καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη και υποχρεώθηκε να καταβάλλει 100.000 ευρώ στην κα Landi και στην κόρη της V., οι οποίες είχαν προσχωρήσει στην ποινική διαδικασία για την υποστήριξη της κατηγορίας.

Καταπέλτης το ΕΔΔΑ- Οι αρχές παρέμειναν παθητικές

Όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ «οι εισαγγελείς είχαν παραμείνει παθητικοί μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας και η αδράνειά τους είχε επιτρέψει στον σύντροφο της προσφεύγουσας να συνεχίσει να την απειλεί, να την παρενοχλεί και να της επιτίθεται ανεμπόδιστα και ατιμώρητα. Οι εθνικές αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν το πραγματικό και το επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή της και των παιδιών της. Θα έπρεπε επομένως να έχουν αξιολογήσει τον κίνδυνο περαιτέρω άσκησης βίας και να λάβουν τα κατάλληλα και επαρκή μέτρα για την προστασία της προσφεύγουσας και των παιδιών της».

Ωστόσο, όπως τονίζει, είχαν αποτύχει σε αυτή την υποχρέωση, καθώς δεν είχαν αντιδράσει ούτε «άμεσα», όπως απαιτούνταν από τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ούτε οποιαδήποτε άλλη στιγμή.

Για τους λόγους αυτούς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «βασιζόμενο στις πληροφορίες που γνώριζαν οι αρχές κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τον πραγματικό και άμεσο κίνδυνο περαιτέρω βίας κατά της προσφεύγουσας και των παιδιών της, υπό το πρίσμα των καταγγελιών για κλιμάκωση της ενδοοικογενειακής βίας που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα και ενόψει των ζητημάτων ψυχικής υγείας του Ν.Ρ. οι αρχές δεν είχαν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια».

Και επισημαίνει: «Δεν διεξήγαγαν αξιολόγηση κινδύνου θανατηφόρων επιθέσεων ειδικά σχεδιασμένη για ενδοοικογενειακή βία, και ιδιαίτερα για την κατάσταση που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα και τα παιδιά της, κάτι που θα δικαιολογούσε πρακτικά την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων για την προστασία τους από τέτοιους κινδύνους».

Ενδοοικογενειακή βία: Τα προστατευτικά μέτρα

Προσθέτει δε ότι «αδιαφορώντας κατάφωρα για την ευρεία γκάμα προστατευτικών μέτρων που θα μπορούσαν να έχουν άμεσα στη διάθεσή τους, οι αρχές οι οποίες θα μπορούσαν να ειδοποιήσουν τις υπηρεσίες της Πρόνοιας και να τοποθετήσουν την προσφεύγουσα και τα παιδιά της σε ένα ίδρυμα κακοποιημένων γυναικών, είχαν επιδείξει ελάχιστη επιμέλεια για την πρόληψη της βίας εναντίον αυτής και των παιδιών της, η οποία είχε οδηγήσει στην απόπειρα ανθρωποκτονίας της προσφεύγουσας και στην ανθρωποκτονία του γιου της Μ.».

Οι αρχές θα μπορούσαν να είχαν λάβει τα προαναφερθέντα μέτρα σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, ανεξάρτητα από το αν είχε υπάρξει καταγγελία ή οποιαδήποτε αλλαγή στην αντίληψη του θύματος αναφορικά με τον κίνδυνο που βίωνε.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια. Ως εκ τούτου, δεν είχαν εκπληρώσει τη θετική υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου της ΕΣΔΑ να προστατεύσουν την προσφεύγουσα και τη ζωή του γιου της.

Δημοφιλή