Drones στο ΑΠΘ: Ατόπημα ή κάτι που χρειάζεται συζήτηση;

Μία χώρα που έχει μία αμυντική βιομηχανία, είναι μία χώρα που αποκτά περισσότερους συμμάχους διεθνώς και ενισχύει πολλαπλά τις διαπραγματευτικές της θέσεις.
.
.
.

Του Λόη Λαμπριανίδη Οικονομικού γεωγράφου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας, π. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης

Ερευνητικές ομάδες από τρία πανεπιστήμια, και συγκεκριμένα το Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ, το Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης ΔΠΘ και το Τμήμα Πληροφορικής και Επικοινωνιών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, υλοποιούν το ερευνητικό πρόγραμμα «Αρχύτας»,1 σε συνεργασία με την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), για την κατασκευή ελληνικού μη επανδρωμένου οχήματος (drone-UAV) πολλαπλών ρόλων αποκλειστικά από την ΕΑΒ. Το drone που σχεδιάζεται θα έχει τη δυνατότητα να απογειώνεται και να προσγειώνεται κάθετα και να μεταφέρει κρίσιμα υλικά μέχρι και 25 κιλά, ενώ θα μπορεί επίσης να επιτηρεί υποδομές, όπως και τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα. Το Υπουργείο Οικονομικών θα χρηματοδοτήσει την ΕΑΒ για την ανάπτυξή του.

Ενάντια σε αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα εκδηλώθηκαν πρόσφατα στο ΑΠΘ έντονες αντιδράσεις2 από τον φοιτητικό Σύλλογο των Τμημάτων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, που καταφερόταν ενάντια στη συνεργασία για την παραγωγή drones για τον ελληνικό στρατό. Βέβαια, έχει σημασία να καταλάβει κανείς τα συγκεκριμένα επιχειρήματα όσων αντιδρούν, πέρα από γενικόλογες θέσεις ως προς τον ιμπεριαλισμό. Το αν οι διαμαρτυρίες θα κάμψουν την απόφαση συνέχισης του προγράμματος θα το δούμε στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, θα ήθελα με αυτή την αφορμή να διατυπώσω κάποιες πρώτες σκέψεις σχετικά με το πώς θα πρέπει να διεξάγεται η έρευνα στα πανεπιστήμιά μας και με τη σύνδεσή της με την παραγωγή.

Σε ό,τι ακολουθεί, θα επιχειρήσω να τοποθετηθώ σε δύο κατευθύνσεις: αρχικά μεν για το εύλογο της ανάπτυξης των drones και κατά δεύτερο για τα δυσμενή αποτελέσματα των παραπάνω διαμαρτυριών στο φοιτητικό κίνημα συλλογικά και ατομικά στους νέους οι οποίοι πρωταγωνιστούν στις αντιδράσεις, με αγωνιστική διάθεση και πνεύμα προσφοράς για το συλλογικό καλό.

Θεωρώ, λοιπόν, πως είναι εύλογη η ανάπτυξη των drones από πανεπιστημιακές ερευνητικές ομάδες σε συνεργασία με την ελληνική δημόσια βιομηχανία. Αποτελεί ένα καλό παράδειγμα σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, ενώ εμπεδώνεται έτσι μια κουλτούρα συνεργατικής έρευνας και ευρύτερα ομαδικής εργασίας, η οποία απουσιάζει εν γένει από τη χώρα μας. Επιπλέον, με το συγκεκριμένο πρόγραμμα ενισχύεται και η συνεργασία ανάμεσα στα δημόσια πανεπιστήμια, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό στη χώρα μας. Θέλουμε αυτονοήτως τη σύνδεση του πανεπιστημίου με την κοινωνία και την οικονομία. Βέβαια μία τέτοια σύνδεση εμπλέκει δημόσιες, δημοτικές, συνεταιριστικές αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αλλοίμονο, όμως, αν κάτι τέτοιο μετατρέπει το Πανεπιστήμιο σε “επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο” - άλλη μία έννοια που μάλλον έχει εμποδίσει και δεν έχει ενθαρρύνει την σύνδεση του πανεπιστημίου με την κοινωνία γενικά και την οικονομία ειδικότερα.

Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί πως τα drones μπορεί να έχουν πολλαπλές χρήσεις, και όχι μόνο στρατιωτικές, όπως η πρόληψη πυρκαγιών, η διάσωση σε στεριά και θάλασσα, μετεωρολογικές εφαρμογές, εφαρμογές στην αρχαιολογία κτλ. Το ερώτημα είναι εάν είναι θεμιτό να υπάρχει συνεργασία του πανεπιστημίου για την παραγωγή drones με την αμυντική βιομηχανία.

Θα έπρεπε ίσως να είναι προφανές ότι η χώρα μας δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ουδετερότητά της σε θέματα άμυνας με μια απλή δήλωσή της, ακόμη και αν επικαλείται υψηλά πράγματι ιδανικά: φιλειρηνισμό, ουδετερότητα και απουσία διάθεσης εμπλοκής σε βάρος άλλης χώρας.3 Στο διεθνές σύστημα, η άμυνα είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ της ύπαρξης κράτους, παράλληλα βέβαια με την ανάπτυξη συμμαχιών, που διαδραματίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο. Η χώρα μας, ειδικότερα, με δεδομένη την ένταση με την γείτονα Τουρκία, δεν έχει και πολλά περιθώρια ουδετερότητας και πλήρους αφοπλισμού.

Μάλιστα, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι όχι μόνο δεν είμαστε σε πορεία αφοπλισμού, αλλά αντίθετα οι δαπάνες της χώρας μας ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ υψηλές (2,8%) σε σχέση με τις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες (Ιαπωνία 1%, Βέλγιο 1,1% Γερμανία, Δανία, Καναδάς, Ολλανδία από 1,4%, Νορβηγία 1,9%, Αυστραλία, Γαλλία, Πορτογαλία από 2,1%, μ.ό. ΕΕ 1,6%).4 Πολλώ δε μάλλον που αναμένεται η δραματική τους αύξηση, λόγω και της ουκρανικής κρίσης, γεγονός καταστροφικό από πολλές απόψεις, αλλά σε κάθε περίπτωση προδιαγεγραμμένο.

Αν αποδεχθούμε αυτήν την πραγματικότητα, προκύπτει αμέσως το πιεστικό ερώτημα: τα μέσα άμυνας, ή τα πολεμικά μέσα, είναι καλύτερο να τα εισάγουμε ή στο μέτρο του δυνατού να τα παράγουμε; Η απάντηση είναι προφανής, τόσο για λόγους οικονομικούς όσο και για λόγους κοινωνικούς, καθώς η αυτοπαραγωγή προσφέρει τους αναγκαίους βαθμούς ανεξαρτησίας, διότι όταν τα χρειαστείς πραγματικά, τότε οι προμηθευτές σου μπορεί να αρνηθούν να σου πουλήσουν ό,τι έχεις ανάγκη – αρκεί να θυμηθούμε τη στάση των αμερικανών προμηθευτών το 1974 στην Κύπρο.

Τα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν από την επιτυχή εφαρμογή και οικονομική αξιοποίηση της έρευνας δεν είναι επίσης διόλου ευκαταφρόνητα: αύξηση της απασχόλησης, αύξηση της παραγόμενης αξίας, συμβολή στην αντιμετώπιση του μονίμως αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, που με τη σειρά του βρίσκεται σχεδόν πάντα πίσω από κάθε κρίση καθορίζοντας ιδίως την έντασή της, ανεξαρτήτως της αρχικής (ενδογενούς ή και συχνότερα εξωγενούς) προέλευσής της, κατοχύρωση πατεντών κτλ. Ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος της συγκεκριμένης έρευνας, μάλιστα, αποτελεί το ότι συνιστά μια συνεργασία τριών πανεπιστημίων με μια δημόσια επιχείρηση πολύ υψηλής τεχνολογίας· επιχείρηση ιδιαίτερα σημαντική, τόσο για την οικονομία όσο και για την άμυνα της χώρας.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, ενδεχομένως ουσιαστικότερη αν και όχι εξίσου προφανής όψη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι συνέργειες πανεπιστημίου-παραγωγής, αλλά και ερευνητών από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, αποτελούν συντελεστή παραγωγής καινοτομίας, τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ επίσης συμβάλλουν στη διάχυση της καινοτομίας και της τεχνολογίας σε διάφορους τομείς παραγωγής.

Αναμφίβολα, λοιπόν, το ελληνικό πανεπιστήμιο θα πρέπει να αποκτήσει ισχυρό αποτύπωμα στην Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) και να ενισχυθεί η συνεργασία του με τις ελληνικές επιχειρήσεις (δημόσιες ή ιδιωτικές), καθώς και με το ελληνικό δημόσιο, για την παραγωγή καινοτομίας, δηλαδή νέων ή βελτιωμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτό θα συντείνει ώστε η χώρα μας να μπορέσει να πραγματοποιήσει το μεγάλο «αναπτυξιακό άλμα προς τα εμπρός» που έχει ανάγκη.

Ωστόσο, θα πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλίζεται και το δημόσιο συμφέρον αλλά και η ακαδημαϊκή δεοντολογία (διδακτικές υποχρεώσεις προς τους εκπαιδευόμενους, εξασφάλιση της εμπλοκής φοιτητών και ερευνητών και αναγνώριση της προσφοράς τους κλπ).

Συνεπώς, παράλληλα με την αναγκαία ανάπτυξη συνεργειών, η αρμόδια «Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας» που υπάρχει πλέον σε κάθε ελληνικό πανεπιστήμιο χρειάζεται να έχει ενισχυμένες αρμοδιότητες, αλλά και ουσιαστική εκπροσώπηση όλων των εμπλεκόμενων μερών, για όλα τα ζητήματα που αφορούν την ερευνητική δραστηριότητα του πανεπιστημίου, προκειμένου να διασφαλίζει ότι η Ε&Α θα σέβεται πάντα τους κανόνες ηθικής και δεοντολογίας.

Έχει σημασία να τονίσουμε ότι στο βαθμό που τηρούνται οι αρχές με βάση τις οποίες λειτουργούν οι Επιτροπές Δεοντολογίας και διεξάγονται οι εφαρμοσμένες έρευνες που πραγματοποιούνται στα δημόσια πανεπιστήμια, τόσο πιο σαφές και καθοριστικό θα είναι το μήνυμα που θα εκπέμπεται προς την κοινωνία αλλά και τις επιχειρήσεις. Για την διαμόρφωση του ερευνητικού ήθους και της επιχειρηματικής κουλτούρας, το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο.

Υπάρχει και μία ακόμη διάσταση: μία χώρα που έχει μία αμυντική βιομηχανία, είναι μία χώρα που αποκτά περισσότερους συμμάχους διεθνώς και ενισχύει πολλαπλά τις διαπραγματευτικές της θέσεις. Επιπλέον η ανάπτυξη μιας εθνικής αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί και έναν φραγμό σε όσους πολεμούν λυσσαλέα μία τέτοια εξέλιξη ακριβώς επειδή η απόλυτη εξάρτηση, όπως γίνεται σήμερα, από εταιρείες που πουλάνε εξοπλισμούς, είναι ιδιαίτερα επικερδής και για τις εταιρείες αλλά και για όσους προωθούν τα συμφέροντα τους στην Ελλάδα.

Από την έρευνα για τα drones που προαναφέρθηκε, θα υπάρξουν επίσης οφέλη σε τεχνογνωσία και σε ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Επιγραμματικά και μόνο ας αναφερθεί ότι μια σειρά απολύτως κεντρικών τεχνολογικών εξελίξεων και προϊόντων που έχουν μεταμορφώσει τη ζωή μας, κατά κανόνα για καλό αλλά δυστυχώς ενίοτε και για κακό, από τα λέιζερ έως το διαδίκτυο, αποτέλεσαν συχνά «παράπλευρες» ανακαλύψεις που προέκυψαν στο πλαίσιο ανάπτυξης στρατιωτικού τύπου εφαρμογών.5

Επιπλέον, μέσα από την υποστήριξη των στρατιωτικών ερευνών επιτυγχάνεται και μια έμμεση, αλλά σημαντική υποστήριξη γενικότερα της Ε&Α στη χώρα μας, και δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι χωρίς μια σημαντική ανάπτυξη της Ε&Α το μέλλον είναι δυσοίωνο.

Μάλιστα, ειδικότερα η τεχνολογία των Drones βρίσκεται στον πυρήνα των αναδυόμενων ψηφιακών τεχνολογιών που μετασχηματίζουν τον πλανήτη, εισάγοντάς μας σε μια τελείως διαφορετική και πιο εξελιγμένη ψηφιακή εποχή.

Τέλος, τέτοιου είδους έρευνα αιχμής, η οποία θα εφαρμοστεί στην ελληνική βιομηχανία, θα συμβάλει και στην αναβάθμιση της προσφερόμενης εκπαίδευσης. Γίνεται, επομένως, σαφές ότι τα οφέλη της εν λόγω έρευνας είναι πολλαπλά.

Ολοκληρώνοντας αυτήν τη σύντομη ανάλυση, προχωρώ στην εξέταση του δεύτερου θέματος που ανέφερα παραπάνω, το οποίο δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε. Αναφέρομαι στις αρνητικές επιπτώσεις που έχει στο φοιτητικό κίνημα, και ευρύτερα στη νεολαία, η πρόταξη τέτοιου τύπου καλοπροαίρετων διεκδικήσεων οι οποίες όμως, περιλαμβάνουν εκφορά λόγου με φράσεις με απειλές κατά των μελών της ερευνητικής ομάδας και δεν απορρέουν από μία σοβαρή συζήτηση του προβλήματος.

Ας προβληματιστούμε λίγο: κάποιες παρατάξεις, και αρκετοί νέοι αγωνιστές και αγωνίστριες, αναλώνονται συχνά σε τέτοιες διεκδικήσεις. Με την πάροδο λίγων ετών, και καθώς η μια διεκδικητική αποτυχία πιθανόν θα διαδέχεται την άλλη λόγω του ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται δεν είναι πειστικά αλλά και η διεκδίκηση είναι κάθε άλλο παρά δημοκρατική, στην πλειονότητά τους δεν θα αποφύγουν την απογοήτευση και την αποστράτευση, αν όχι τη συντηρητικοποίηση τελικά, αποδυναμώνοντας αντίστοιχα και το φοιτητικό κίνημα, είτε καταφεύγοντας στην μοιρολατρία («δεν γίνεται τίποτα») είτε στον κυνισμό («έτσι είναι ο κόσμος, ας το πάρουμε απόφαση και ας επωφεληθούμε»). Το έχουμε δει να συμβαίνει, δυστυχώς, πολλές φορές. Η μειοψηφία που παρ΄ όλα αυτά θα επιμείνει, θα απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την πραγματικότητα, οδηγούμενη πιθανόν σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο περιθώριο.

Αντ’ αυτού, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί τη μεταστροφή του αγώνα όχι εναντίον της έρευνας για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά εναντίον της χρήσης της για επιθετικούς πολέμους. Το φιλειρηνικό αίτημα των φοιτητών θα θέλαμε να συμβάλει στη δημιουργία ενός ισχυρού κινήματος ειρήνης, που θα αποτρέψει τη χώρα να εμπλακεί σε πόλεμο. Υπήρξαν στο παρελθόν κινήματα που δεν συγκροτούνταν γύρω από αφηρημένες αρνήσεις, αλλά η αντίδρασή τους έβαζε ρεαλιστικούς στόχους6, και αποδεικνυόταν συχνά πετυχημένη, ενάντια στη μιλιταριστική χρήση της τεχνολογίας. Δεν έλειψε βέβαια ο κυνισμός, η απογοήτευση και η ιδιώτευση, αλλά το συνολικό ισοζύγιο ήταν θετικό, μιας γενιάς αγωνιστών που συνεισέφεραν στην πολιτική ζωή και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.

Υπάρχει όμως και μια πιο «ελληνική» παράμετρος εν προκειμένω. Όλες οι αντιδράσεις μας (πρέπει) να έχουν ως βασικό αποδέκτη την κοινωνία, πρέπει να είναι πειστικές προς την κοινωνία. Αντιδράσεις όπως αυτές που προαναφέρθηκαν στο ΑΠΘ δίνουν την ευκαιρία σε πολέμιους του δημόσιου πανεπιστημίου να γενικεύουν μια αρνητική εικόνα για τα ελληνικά Πανεπιστήμια και να την εμφανίζουν ως τη μόνη «κανονικότητα».7

Επίσης, παρόμοιες αντιδράσεις επιτρέπουν στην πρυτανεία του ΑΠΘ να εμφανισθεί ως ο κύριος εκφραστής και υποστηρικτής μιας «λογικής θέσης», σε αντίθεση με τους «παραλογισμούς και τις υπερβολές αυτών που την αντιπολιτεύονται», και έτσι να ξεχαστούν παλαιότερα ατοπήματά της που προκάλεσαν εύλογες και έντονες αντιδράσεις (π.χ. πανεπιστημιακή αστυνομία). Καιρός λοιπόν να τοποθετηθούμε θαρραλέα, προασπίζοντας τόσο την έρευνα όσο και την ποιότητα της δημοκρατικής συμμετοχής στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

1 Ας επιτραπεί να ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι η άποψη που υποστηρίζω εδώ διατυπώνεται επί τη βάσει αρχών, καθώς δεν γνωρίζω τους συγκεκριμένους συντελεστές του ερευνητικού εγχειρήματος.

2 Π.χ. έγραψαν «Δολοφόνε» έξω από το γραφείο του κοσμήτορα, καθώς και το σύνθημα «Έρευνες για μπάτσους, δουλειές για το στρατό, μπίζνες για τα αφεντικά, το ΑΠΘ βρωμάει ολοκληρωτισμό».

3 Στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει η δυνατότητα του αντιρρησία συνείδησης, που πρόσφατα παρέχεται από το εγχώριο νομικό οπλοστάσιο. Δυνατότητα η οποία γίνεται τόσο περισσότερο ανεκτή όσο οι στρατοί επαγγελματικοποιούνται, μετατρέπονται δηλαδή σε μισθοφορικούς – μια εξέλιξη για την οποία δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα μετανιώσουν μακροπρόθεσμα οι δημοκρατικές μας κοινωνίες.

4 World Bank 2020, Military expenditure as % of GDP, διαθέσιμο στο: https://data.worldbank.org/indicator/MS.MIL.XPND.GD.ZS?name_desc=false&locations=US

5 Βλ. ενδεικτικά, Ματζουκάτο Μ. (2015) Το επιχειρηματικό Κράτος, Κριτική: Αθήνα.

6 Όπως το νεολαιίστικο κίνημα της δεκαετίας του 1960, που αναπτύχθηκε στα αμερικανικά πανεπιστήμια κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ, ή αντίστοιχα το κίνημα της δεκαετίας του 1980 στην Ευρώπη ενάντια στην εγκατάσταση των πυραύλων Πέρσιγκ και Κρουζ.

Δημοφιλή