Η αδάμαστη νιότη και ο κομφορμισμός της ωριμότητας

Η αδάμαστη νιότη και ο κομφορμισμός της ωριμότητας
Εκδόσεις Στερέωμα

Διαβάζοντας το βιβλίο του Ναπολέοντα Περγαλίδη Διηγήσεις από τα Τάγματα Ορεινών Μεταφορών (Στερέωμα 2019) βρήκα εικόνες ανεμελιάς, ανυπακοής και πλάκας που έκαναν οι αριστεροί νεολαίοι επί Χούντας, ενώ υπηρετούσαν τις βασανιστικές θητείες τους. Εκείνη η νιότη μου μοιάζει αδάμαστη, μέσα από τις περιγραφές του Περγαλίδη, και έτσι εντόπισα τη συσχέτιση μεταξύ νιότης και εξουσίας.

Για να αποσαφηνιστεί, όμως, η σχέση νιότης και εξουσίας υπό το στρατιωτικό καθεστώς της χούντας των κολονέλων θα πρέπει να εξετάσουμε τη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα, όχι μόνο σε πλαίσιο πολιτικής ή κοινωνικής ιστορίας, αλλά και σε πλαίσιο αξιακό, δηλαδή ηθικό.

Πώς είχε διαμορφωθεί, με άλλα λόγια, η σχέση νιότης και εξουσίας, τότε υπό το επταετές χουντικό καθεστώς, σε μια περίοδο ή, ας πούμε, φάση ανάδυσης κοινωνικών κινημάτων -flower-power, ειρηνιστές, χίπηδες- που προήγαγαν αξίες μεταϋλιστικές.

Από τους κυριότερους παράγοντες της ανθρώπινης πράξης, καθοδηγητικός μάλιστα, είναι ο αξιακός κώδικας στον οποίο συμμορφωνόμαστε και αποτελεί τον εκάστοτε ηθικό κώδικα μιας κοινωνίας. Η ηθική, λοιπόν, είναι το σύνολο των αξιών που ταυτίζεται με τους κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά μας προς τους άλλους. Την εποχή του Απρίλη 1967 κυριαρχούσε το αξιακό τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια στην Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών, άνευ Βουλής και Εκλογών, που έλεγε και ο avant-garde showman Γιώργος Μαρίνος (γεν. 1939), που είχε κι αυτός τον αρχιτέκτονα πατέρα του, όπως πολλοί άλλοι νέοι τους γονείς τους, στα ξερονήσια.

Μεγαλωμένοι οι έφηβοι της εποχής σε καθεστώς πολιτικής καταστολής και καλλιεργούμενου φόβου αντρώθηκαν και τους κάλεσε η πατρίδα ως κληρωτούς να υπηρετήσουν τη στρατιωτική θητεία τους, αλλά τους πέταξε στα μουλαράδικα, στα τάγματα ημιονηγών και ναρκαλιευτών, στα Τάγματα Ορεινών Μεταφορών, για να μεταφέρουν με μουλάρια και άλογα, οπλισμό και εφόδια στα δυσπρόσιτα συνοριακά φυλάκια. Και αυτή τη θητεία τα νιάτα δεν την έφεραν βαρέως, τη διασκέδαζαν, σάρκαζαν την ιεραρχία, έκαναν πλάκα στους αξιωματικούς, έκαναν φάρσες, σκασιαρχείο, ειρωνεύονταν και χλεύαζαν, έκαναν κοπάνες Α/Α, αντιποίηση αρχής, και όποιο άλλο κόλπο μπορούσαν να επινοήσουν, ώστε να αναπτύξουν μορφές πρωτόγνωρης συντροφικότητας και μερικοί από αυτούς να διατηρήσουν μεταξύ τους σχέσεις ισόβιες.

Η γενιά εκείνης της Αριστεράς, της νεολαίας της Χούντας, ας πούμε, φαίνεται ότι αφού ωρίμασε συμπεριφορικά και αξιακά διεκδίκησε τη διαχείριση της εξουσίας, υποσχόμενη ότι δεν θα συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις. Η συμμόρφωση στις άνωθεν υποδείξεις, άλλωστε, μας είχε υποχρεώσει στην απώλεια της ελευθερίας μας. Αυτή η απώλεια της ελευθερίας, ατομικής ή συλλογικής, αποτελεί την πρώτη μεταϋλιστική αξία, την οποία οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε και, ασφαλώς, περιλαμβάνεται στο αξιακό πλέγμα που, μεταξύ άλλων, διαμόρφωσε το ηθικό πλεονέκτημα της γηγενούς μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής Αριστεράς.

Μετά τη μεταπολίτευση φαίνεται πως η Ελλάδα βρέθηκε μετέωρη, συμπεριφορικά και αξιακά. Διαπλεκόμενοι πολιτικοί, συμφέροντα, μέσα ενημέρωσης, κατασκευαστικές εταιρίες, όλα μαζί, δηλώνουν ταυτόχρονα το πρόβλημα και τη δέσμευση. Είχε πει ο Κορνήλιος Καστοριάδης ότι η 5η Γαλλική Δημοκρατία αποτελεί προνομιακό πεδίο για τρεις χιλιάδες γαλλικές οικογένειες. Εδώ στην Ελλάδα μπορούμε αναλογικά να κάνουμε λόγο για πεντακόσιες-εξακόσιες μεγαλοπαρέες, οι οποίες πότε εν αγαστή συνεργασία και πότε υπό καθεστώς ανταγωνισμού και σύγκρουσης σφετερίζονται ή διεκδικούν καταχρηστικώς μερίδια, που δεν τους ανήκουν, απεργαζόμενες να αποσπάσουν μερίδες και φιλέτα από τον δημόσιο πλούτο μιας χώρας που την διατηρούνε καθηλωμένη στο έδαφος, δηλαδή υποταγμένη.

Με την εδραίωση της δημοκρατίας από το 1974 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 επήλθε ριζική μεταμόρφωση της νεοελληνικής πολιτικής κουλτούρας σε όλες τις πτυχές της. Την περιγράφει εύστοχα ο Αντώνης Καρακούσης στο βιβλίο του Μετέωρη Χώρα. Από την κοινωνία της ανάγκης στην κοινωνία της επιθυμίας 1975-2005 (Εστία, 2006), όπου, διαπιστώνοντας τις πολιτικές επιλογές και τις παραλείψεις στη χώρα μας από το 1975 μέχρι το 2005, αναφέρεται στη μεταμόρφωση των Ελλήνων, που πάσχιζαν να ικανοποιήσουν τις στοιχειώδεις υλικές ανθρώπινες ανάγκες, σε κοινωνία που- στα 80s- μετέτρεψε αμετάκλητα τις καταναλωτικές επιθυμίες της σε ανάγκες.

Αμέσως μετά την πρωθυπουργία Σημίτη μεσολάβησε μια επάνοδος σε δεξιά και κεντροδεξιά πολλαπλώς χρεοκοπημένα σχήματα διακυβέρνησης με ζοφερή κατάληξη την ένταξη της χώρας σε καθεστώς επιτροπείας, παρακολούθησης και οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικής ασφυξίας του λαού. Η Αριστερά ευνοημένη από την καταστροφική πολιτική των Μνημονίων, το 2015 βρέθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου. Περιέλαβε σε προγραμματικό επίπεδο πολλές αξίες που εκπροσωπούνται από κοινωνικά κινήματα, τα οποία αναδύθηκαν με την κρίση και τα μνημόνια, αλλά διατηρεί με αυτά τα νέα κοινωνικά κινήματα σχέση εξουσιαστική. Με άλλα λόγια παραμένει προγραμματικά στον αξιακό κορμό τους, ωστόσο φαίνεται ξένη προς τα μεταϋλιστικά αιτήματά τους, εφόσον τα αδυσώπητα γεωπολιτικά στρατηγήματα και τα αμείλικτα υπερεθνικά παίγνια της παγκοσμιοποίησης κατέστησαν απολύτως σαφές ότι πολιτική είναι μόνον η τέχνη του διαχειριστικώς εφικτού και μάλιστα χωρίς περιθώρια ελιγμών.

Γράφει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στον πρόλογο στα Απομνημονεύματα (1829) και παραινεί τους αναγνώστες: «…Όταν το διαβάσετε όλο, αρχή και τέλος, τότε να κάμετε την κρίση για όσους φέραν δυστυχήματα εις την πατρίδα και εμφύλιους πολέμους δια τα ατομικά τους νιτερέσια και την ’διοτέλειά τους και από αυτούς έπαθε και παθαίνει ως σήμερον η δυστυχισμένη πατρίδα και οι τίμιοι αγωνισταί…. Αλλά η αλήθεια είναι πικρή και όσοι κάμαμεν το κακό μάς κακοφαίνεται, (δι)ότι και το κακό το θέλομε και το νιτερέσιον να το κάνωμε και καλούς πατριώτες θέλομε να μας λένε…».

Ε, λοιπόν, η επί Χούντας αδάμαστη αριστερή νεολαία, δεν παρέμεινε αδάμαστη και ανυπότακτη, αφού ανέλαβε την εξουσία και, βεβαίως, την ευθύνη που απορρέει από αυτή την ανάληψη. Ωρίμασε ασκώντας εξουσία, καταλάγιασε το θυελλώδες ύφος της, φόρεσε τον αποδεκτό κομφορμισμό για την εξουσία που ασκούσε ενίοτε με περισσή οίηση, χάνοντας οριστικά την ψυχική νιότη και την ανεμελιά της. Με αυτή την επιλογή της δεν διατήρησε το ηθικό πλεονέκτημα της ανεξάρτητης και ελεύθερης κριτικής, εκείνο που θα διέθετε, αν δεν φαινόταν υπόλογη σε πολλών λογιών αλλότρια νιτερέσια.

Κώστας Θεολόγου

theologou@gmail.com

Εκδόσεις Στερέωμα

Δημοφιλή