Σαν έτοιμες από καιρό, για να παραφράσουμε τον Καβάφη, πολλές ομάδες εργασίας έσπευσαν να τοποθετηθούν από το ξεκίνημα της πανδημίας. Με μεγάλη ταχύτητα κυκλοφόρησαν μελέτες που υπολόγιζαν την επίπτωση των διαφαινόμενων περιορισμών στην οικονομία, ποσοτικοποιώντας βάσει παραδοχών για την εξέλιξη της διάδοσης της νόσου αλλά και των εμβολιασμών.
Σε γενικές γραμμές οι προβλέψεις αυτές έπεσαν μέσα.
Οι αποκλίσεις ως προς τα ακριβή ποσοστά ύφεσης ή ως προς την ταχύτητα της ανάκαμψης δεν αναιρούν το γεγονός ότι υπάρχει και μπορεί να αξιοποιηθεί άφθονη γνώση, κρίση και αναλυτική ικανότητα σε σχετικά γρήγορο χρόνο.
Αυτή την πραγματικότητα τη βιώνουμε άλλωστε και στις κατεξοχήν επιστήμες αιχμής της εποχής, με τη γρήγορη ανάπτυξη εμβολίων απέναντι σε έναν ιό για τον οποίο οι περισσότεροι πρωτακούσαμε τις τελευταίες μέρες του 2019 και τις αρχικές του 2020.
Η λιγότερο κρίσιμη επιστήμη του συγκοινωνιολόγου είχε κι αυτή τις δικές της μεγάλες στιγμές με την πανδημία, με κορυφαίο μέχρι στιγμής τον ρόλο της εφοδιαστικής (logistics) στους μαζικούς εμβολιασμούς.
Και στην κρίση υγείας όμως όπως και σε άλλες περιπτώσεις ανάγκης, οι μεταφορές και μετακινήσεις λειτουργούν υποστηρικτικά, όχι στο προσκήνιο.
Και στην κανονικότητα ακόμη, η κυκλοφοριακή ζήτηση χαρακτηρίζεται ως παράγωγη (derived demand) – δεν θεωρείται αυθύπαρκτη αλλά συνδέεται με έναν πρωτογενή σκοπό, που πολύ σπάνια ταυτίζεται με τη χαρά του ταξιδιού ή της βόλτας (ακόμη κι αν αυτοί οι παράγοντες ενυπάρχουν).
Μπαίνουμε στο μεταφορικό μέσο για να πάμε σε υποχρέωση ή σε αναψυχή – και φορτώνουμε την καρότσα ή κοτσάρουμε το ρυμουλκούμενο επειδή ο παραλήπτης ζητά αγαθά που έχουν παραχθεί αλλού.
Αν στα χρόνια του κορονοϊού οι επιστήμες υγείας και η πληροφορική έχουν πάρει, για προφανείς λόγους, τα πάνω τους, δεν ισχύει το ίδιο και για τον κλάδο των μεταφορών και συγκοινωνιών.
“Οι αυξημένες υγειονομικές απαιτήσεις (που ίσως να μην είναι μόνο προσωρινές) απαιτούν πιο ευρύχωρο σχεδιασμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στους χώρους ταυτόχρονης μετακίνησης ανθρώπων.”
Η αποθάρρυνση των κοινωνικών συναναστροφών συνοδεύεται στις περισσότερες χώρες από περιορισμούς στην κυκλοφορία και ελέγχους ή πλήρεις απαγορεύσεις σε ορισμένες περιπτώσεις μετακινήσεων.
Η δε διεύρυνση πρακτικών τηλεργασίας κάνει πράξη, με ραγδαίους ρυθμούς συγκρινόμενους με την έως τώρα εξέλιξη, τη μείωση της ανάγκης μετακινήσεων – την οποία ως εκπαιδευόμενοι συγκοινωνιολόγοι γύρω στο 1990 μαθαίναμε πρωτίστως ως θεωρητική επιδίωξη με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η επιτάχυνση εφαρμογής της γνώσης και στον δικό μας τομέα είναι, καταρχήν, θετικό γεγονός.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο τουλάχιστον λόγοι μετριασμού της ικανοποίησης.
Τον πρώτον θα τον λέγαμε «ωφελιμιστικό» (ή αν θέλετε, «συντεχνιακό»), τον δεύτερο «φιλοσοφικό» (και εν τέλει πολιτικό).
“Το πιθανότερο είναι ότι η πανδημία στο τέλος της θα έχει επιφέρει μια δομική ζημιά, αν είναι να μετακινείται λιγότερο ο κόσμος και να καταναλώνουν λιγότερα «μη ουσιώδη» (συχνά μακρινής προέλευσης) αγαθά οι κοινωνίες.”
1) Η μείωση της δραστηριότητας.
Η πτώση της ζήτησης για μεταφορές και μετακινήσεις σημαίνει, αναπόφευκτα, συρρίκνωση του «κλάδου»: του κύκλου εργασιών, αλλά και των επενδύσεων σε κάθε είδους βελτιώσεις – οχημάτων και υποδομών, τόσο για τους φορείς μεταφορικού έργου όσο και για το πλήθος των διαχειριστών/συντηρητών, ερευνητών/μελετητών, κατασκευαστών και όσων ακόμη συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτές τις δραστηριότητες.
Οι ειδικότερες ευκαιρίες δεν λείπουν, καθώς οι αυξημένες υγειονομικές απαιτήσεις (που ίσως να μην είναι μόνο προσωρινές) απαιτούν πιο ευρύχωρο σχεδιασμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στους χώρους ταυτόχρονης μετακίνησης ανθρώπων.
Ωστόσο, παρόλο το πιθανώς αυξημένο πεδίο δράσης όσον αφορά τη βελτιστοποίηση των συστημάτων και την αποδοτικότερη λειτουργία τους στις «νέες κανονικές συνθήκες» (new normal), το πιθανότερο είναι ότι η πανδημία στο τέλος της θα έχει επιφέρει μια δομική ζημιά, αν είναι να μετακινείται λιγότερο ο κόσμος και να καταναλώνουν λιγότερα «μη ουσιώδη» (συχνά μακρινής προέλευσης) αγαθά οι κοινωνίες.
“Συγκίνησε πολλούς, για παράδειγμα, η προσωρινή επίτευξη καθαρότερου φυσικού περιβάλλοντος και η εισβολή στους δρόμους των πόλεων άγριων ζώων από τα γειτονικά δάση, κατά τη διάρκεια των απαγορεύσεων και ιδίως των νυχτερινών περιορισμών.Για τον κόσμο όμως τον μαθημένο να ζει δραστήρια και να κινείται μέρα-νύχτα και παντού, τόση πολλή «φύση» είναι αφύσικη.”
2) Οι αυτοεκπληρούμενες προφητείες.
Τα περιοριστικά μέτρα, όσο κι αν επαινέσει κανείς τα πλεονεκτήματα της ευελιξίας (το να δουλεύει με το παντελόνι της πιτζάμας ή να γλιτώνει το πρωινό μποτιλιάρισμα και τη βροχή), δεν παύουν να είναι αυτό που λέει το όνομά τους: περιορισμοί, που μάλιστα προ πανδημίας θα ήταν αδιανόητοι σε στοιχειωδώς δημοκρατικές και ελεύθερες χώρες.
Παρόλο που όλα δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, ευτυχώς, αντιλήφθηκε (κυρίως στο πρώτο κύμα) τη σημασία της «κοινωνικής αποστασιοποίησης», η μακρόχρονη διατήρησή της αναγνωρίζεται ότι δεν είναι βιώσιμη – και το ακορντεόν εναλλαγών χαλάρωσης και αυστηροποίησης είναι ακόμη πιο ψυχοφθόρο αλλά και αντιπαραγωγικό, για τους πολλούς που επιθυμούν την κανονικότητα.
Το «χρύσωμα του χαπιού» αρκετές φορές γίνεται με παραινέσεις των Αρχών ή/και διαμορφωτών γνώμης, που ξεφεύγουν από το στενό πλαίσιο των συστάσεων για τη δημόσια υγεία και μπαίνουν σε θέματα γενικότερης συμπεριφοράς, στάσης ζωής ή και ηθικής.
Συγκίνησε πολλούς, για παράδειγμα, η προσωρινή επίτευξη καθαρότερου φυσικού περιβάλλοντος και η εισβολή στους δρόμους των πόλεων άγριων ζώων από τα γειτονικά δάση, κατά τη διάρκεια των απαγορεύσεων και ιδίως των νυχτερινών περιορισμών.
Για τον κόσμο όμως τον μαθημένο να ζει δραστήρια και να κινείται μέρα-νύχτα και παντού, τόση πολλή «φύση» είναι αφύσικη.
“Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, η παλιότερα αυτονόητη ελευθερία κίνησης και καταναλωτικών επιλογών – το «αίμα στις αρτηρίες» των κοινωνιών μας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ολοκληρωνόταν, αλλά και της μείζονος Ευρώπης και του δικτυωμένου κόσμου – βρίσκεται σε μερική αναστολή.”
Το ίδιο εξωπραγματική είναι και η υπόθεση που διατυπώθηκε, ότι το κλείσιμο στο σπίτι θα οδηγήσει σε πιο ενάρετες καταστάσεις, νέες και ταυτόχρονα παλιές (έστω κι αν είναι εξιδανικευμένες αναμνήσεις): λιγότερα ξενύχτια και ξενοκοιμίσματα, λιγότερη οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, άρα πιο στέρεες οικογένειες και μεγαλύτερη συνολική ασφάλεια – από τροχαία τουλάχιστον, καθώς είναι συζητήσιμη η γενικότερη αίσθηση σιγουριάς σε σκοτεινούς αστικούς δρόμους. (Χαρακτηριστικά ηθικοπλαστική, αν και άσχετη με τις μετακινήσεις, η απορία που διατυπώθηκε σε άρθρο μεγάλης ελληνικής εφημερίδας: «γιατί να μην αυξηθούν οι γεννήσεις εν μέσω πανδημίας;».)
Συζητήθηκε αρκετά, τέλος, και η άποψη Έλληνα υπουργού ότι τα μηνύματα γνωστοποίησης/έγκρισης μετακινήσεων θα μπορούσαν να διατηρηθούν και σε ένα περιβάλλον άρσης περιορισμών, ως έχοντα «παιδευτικό» χαρακτήρα: δίνω λογαριασμό για τον χρόνο και τον σκοπό της μετακίνησής μου, ακόμη κι αν παίρνω το αυτοκίνητο για μια μοναχική αυτοκινητάδα στην οποία δεν θα έρθω σε επαφή με κανέναν και άρα ούτε θα μεταδώσω τον ιό ούτε θα τον κολλήσω.
Οι ελληνικές υπερβολές βεβαίως δεν είναι οι πιο ακραίες του κόσμου – κάθε άλλο.
Στη Σερβία και αλλού είδαμε στρατιωτικά άρματα να επιβάλλουν την απαγόρευση κυκλοφορίας, ενώ στην Κροατία ΄αναβίωσαν με το ίδιο όνομα («πρόπουσνιτσα») τα «πάσα» που σφράγιζε το φασιστικό καθεστώς του Β’ Π.Π. για να επιτρέψει υπεραστικές μετακινήσεις.
Αλλά και στο προηγμένο Ηνωμένο Βασίλειο, με την κοινωνία που διαχρονικά αρνείται θεσμούς ελέγχου όπως το δελτίο ταυτότητας, επιβλήθηκαν με την πανδημία οι περίφημες «κοινωνικές φούσκες» που όριζαν μέχρι πόσους και ποιους θα μπορούσε κανείς να συναναστρέφεται.
“Ελπίζω η λήξη της πανδημίας – που όλοι πλέον καταλαβαίνουμε ότι δεν θα συμβεί το φετινό καλοκαίρι, όπως δεν συνέβη και πέρυσι που «νικήσαμε τον κορονοϊό» – να στείλει στο χρονοντούλαπο κάθε αναίτιο και μη αναλογικό περιορισμό από αυτούς που αναγκαστικά μπήκαν στις διατάξεις, τις συστάσεις, και τα μυαλά μας.”
Τέλος, στον χορό μπήκαν και τα υπερεθνικά μορφώματα, με πιο χαρακτηριστικό το «σπάσιμο» της συνθήκης Σένγκεν όσον αφορά την ελευθερία μετακινήσεων εντός της ζώνης.
Η μερική καταστρατήγηση που ξεκίνησε κυρίως μετά την προσφυγική κρίση του 2015, οπότε χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία καθιέρωσαν “face control” στις εισόδους (μιας και δεν εμπιστεύονταν πια την εξωτερική φύλαξη της ζώνης), επιτάθηκε αφότου λόγω κορονοϊού κάθε χώρα όρισε διαφορετικές προϋποθέσεις εισόδου ακόμη και για τις γειτονικές της, εκείνες με τις οποίες υπάρχει σχεδόν ταύτιση κοινωνικών (και υγειονομικών) συνθηκών μετά από όσμωση δεκαετιών.
Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, η παλιότερα αυτονόητη ελευθερία κίνησης και καταναλωτικών επιλογών – το «αίμα στις αρτηρίες» των κοινωνιών μας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ολοκληρωνόταν, αλλά και της μείζονος Ευρώπης και του δικτυωμένου κόσμου – βρίσκεται σε μερική αναστολή.
Και ως συγκοινωνιολόγος που ζω «από» τις μετακινήσεις, αλλά κυρίως ως πολίτης και άνθρωπος που ζω «για» τη χαρά και την ωφέλεια του ταξιδιού σε έναν ανοιχτό κόσμο, ελπίζω η λήξη της πανδημίας – που όλοι πλέον καταλαβαίνουμε ότι δεν θα συμβεί το φετινό καλοκαίρι, όπως δεν συνέβη και πέρυσι που «νικήσαμε τον κορονοϊό» – να στείλει στο χρονοντούλαπο κάθε αναίτιο και μη αναλογικό περιορισμό από αυτούς που αναγκαστικά μπήκαν στις διατάξεις, τις συστάσεις, και τα μυαλά μας.