Σήμερα (21/10) τιμάται η τηλεόραση και σίγουρα αυτό το μέσο έχει πολλά καλά να προσφέρει. Το παρόν άρθρο θα ασχοληθεί με κάποια σκοτεινή πλευρά της τηλεόρασης σε σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης του γυναικείου σώματος, αλλά και με προβληματικές αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα. Δυστυχώς, πολύ πρόωρα πλέον ο ανήλικος πληθυσμός εξοικειώνεται με τα παραπάνω με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ας γυρίσουμε λίγο πίσω. Τη δεκαετία του 1990 ξεκίνησαν να προβάλλονται στην ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα εκπομπές που σημείωναν μεγάλη επιτυχία και εισήγαγαν στη χώρα μας τις λεγόμενες «γλάστρες». Οι «γλάστρες» ήταν κάποιες πολύ όμορφες κοπέλες, που στέκονταν όρθιες με μαγιό σαν να μην είχαν μιλιά ή δικαίωμα γνώμης. Έπρεπε να είναι πάντα κεφάτες, άρα ήταν και σαν να τους απαγορεύονταν τα συναισθήματα. Ο όρος «γλάστρα» ήταν υποτιμητικός και χλευαστικός και ουσιαστικά εξίσωνε ανθρώπινες υπάρξεις με ένα πράγμα. Αυτό είναι με πολύ απλά λόγια αυτό που λέμε πιο επιστημονικά «η γυναίκα ως αντικείμενο».
Σιγά-σιγά, και σε συνάρτηση πάντα με τις τάσεις που επικρατούσαν στο εξωτερικό, άρχισε να δημιουργείται μια εθιστική σχέση της κοινωνίας με τις γυναίκες ως αντικείμενα. Έπρεπε να βρίσκονται παντού. Στις τηλεοπτικές σειρές, στα βιντεοκλίπ, ακόμη και σε εκπομπές που τάχα σχολίαζαν την πολιτική. Οι γυναίκες- αντικείμενα αντιμετωπίζονταν με λατρεία από τα περιοδικά και την τηλεόραση. Πολλές φορές έβγαζαν μια περιουσία από μια γυμνή φωτογράφιση. Εκθειαζόταν υπερβολικά η ομορφιά τους, παρουσιάζονταν σαν θνητές θεές. Και υπήρχαν και εκείνοι που μισούσαν τη σεξουαλικότητά τους. Ανάμεσα σε αυτό το δίπολο υπέρμετρος θαυμασμός- βαθιά υποτίμηση ήταν δύσκολο τελικά να γίνει κατανοητό ότι επικρατούσε κατά κόρον αυτό που σήμερα ονομάζουμε «σεξισμός».
Και φτάνουμε στο 2020, στην περίοδο της πανδημίας όπου όλα σταμάτησαν για λίγο και ξαφνικά πολλές γυναίκες, αλλά και άνδρες από τον χώρο της τηλεόρασης και του θεάτρου άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι στη δουλειά τους παρενοχλούνταν συστηματικά ή και βιάζονταν. Οι ιστορίες αυτές καταναλώθηκαν από τα ΜΜΕ ηδονοβλεπτικά και ανθρωποφαγικά, όπως συνήθως. Οι νεαροί ηθοποιοί περιέγραφαν ότι στις οντισιόν δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν παρενοχλούνταν σεξουαλικά ή αν οι σκηνοθέτες εξασκούσαν την τέχνη τους. Φαίνεται πως σε κάποιες περιπτώσεις το σεξουαλικά ανάρμοστο είχε φτάσει στο σημείο να ταυτίζεται με την θεατρική τέχνη και μέσα στα πλαίσιά της να νομιμοποιείται.
Τελικά σήμερα η αισθητική της τσόντας έχει τόσο εισχωρήσει στο συλλογικό ασυνείδητο, που πλέον δεν μας εντυπωσιάζει όπου κι αν την αντικρίζουμε. Η πλύση εγκεφάλου που έχουμε υποστεί είναι ασύλληπτη. Υπάρχει παντού, κυρίως στη μουσική, στη διαφήμιση και στη μόδα. Μπορεί να τη συναντήσουμε ακόμη και στα παιδικά ρούχα και να τη βρούμε χαριτωμένη. Τις Απόκριες θα τη δούμε να αμαυρώνει επαγγέλματα, όπως αυτό της νοσηλεύτριας ή της γυναίκας αστυνομικού. Ενδέχεται και να χειροκροτηθεί θερμά σε κάποιο θέατρο, στη διασκευή κάποιου κλασικού έργου που θα μας έχουν πουλήσει ως πρωτοποριακή, για να μην ακούγονται τα κόκαλα του συγγραφέα του που θα τρίζουν όσο παίζεται.
Το σεξ είναι ένα μέρος μόνο της ανθρώπινης ζωής. Δεν είναι λογικό να συνδέεται με τα πάντα. Στην πραγματικότητα το σώμα είναι ό,τι πιο αυτονόητο για τον καθένα. Όλοι έχουμε ένα σώμα. Προσπαθώντας να ξεφύγουμε από πουριτανιστικές απόψεις του παρελθόντος, που θεωρούσαν το σώμα και τις ανάγκες του αμαρτία, μετατρέψαμε τελικά το ανθρώπινο σώμα σε θέαμα, σε κάτι αναλώσιμο και φτηνό, που υπερτερεί της προσωπικότητας και γίνεται στόχος είτε ανόητης λατρείας, είτε φθονερού μίσους.
Η αισθητική της πορνογραφίας δεν γεννήθηκε φυσικά με την τηλεόραση. Όμως με αυτήν μπήκε σε κάθε σαλόνι και άρχισε να επηρεάζει μαζικά τους ανθρώπους και κυρίως τα παιδιά που μεγάλωσαν με αυτές τις εικόνες. Στη συνέχεια, η τηλεόραση παρέδωσε τη σκυτάλη στο διαδίκτυο και η κατάσταση σήμερα είναι εκτός ελέγχου. Είναι λάθος να βλέπουμε όμως αυτήν την αισθητική απλοϊκά, μόνο σαν έλλειψη ηθικής ή μόνο σαν μια ζηλευτή κυριαρχία. Πίσω από αυτό το φαινόμενο κρύβονται τα μη ρεαλιστικά πρότυπα για τη σεξουαλικότητα, ο κύκλος της κακοποίησης και του τραύματος αλλά και η αδυναμία του σημερινού ανθρώπου να αγαπήσει τον εαυτό του και να κάνει ικανοποιητικές σχέσεις.