Τα μουσεία μας μπορεί να είναι κλειστά, αλλά η Huffpost ανοίγει το βλέμμα μας σε μια «ψηφιακή» έκθεση. Το διάσημο κορίτσι του Λιούις Κάρολ σε αυτό το σταμάτημα του κόσμου όπως τον ξέραμε, ξεμυτίζει από τον καθρέφτη και επανασυστήνεται στο έργο έντεκα σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Ανάμεσα στις ταινίες που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο, είναι η «Αλίκη» του Γιαν Σβανκμάγιερ. Το αριστούργημα του Τσέχου δημιουργού είναι μια ευφάνταστη μεταφορά του κοσμαγάπητου βιβλίου, που συνδυάζει τη ζωντανή δράση με το κουκλοθέατρο, τη γλυπτική με την τεχνική της πλαστελίνης, το κινούμενο σχέδιο με την υψηλή τέχνη.
Γυρισμένο το 1988, το φιλμ προσλαμβάνει στις μέρες μας μια παράδοξη επικαιρότητα. Σκηνοθετώντας την σαν όνειρο, παρά σαν παραμύθι, ο θρυλικός κινηματογραφιστής βρίσκει τη «Χώρα των Θαυμάτων» στις παρυφές μιας κοριτσίστικης φαντασίωσης όπου οι φυσικοί και κοινωνικοί νόμοι αναστρέφονται ή καταργούνται μέσα στο παιδικό δωμάτιο. Εκεί, τα αντικείμενα αποκτούν ζωή, ένας κόσμος συμβόλων ζωντανεύει κι ο χώρος διαστέλλεται ή συστέλλεται ανάλογα με τις λέξεις και τις ιδέες.
Ο 86χρονος σήμερα Σβανκμάγιερ, βγαλμένος από την παράδοση του Μπος και του Μπρίγκελ, μας δείχνει ότι το παράλογο υφίσταται μέσα στην πραγματικότητα, όχι παράλληλα μ’ αυτήν. Ο ίδιος θεωρεί τον Λιούις Κάρολ «αδελφή ψυχή» και μεταφέρει την «Αλίκη» στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Δεν εικονογραφεί, αλλά μας δίνει ένα κορίτσι χωρίς φτιασίδια, χάρη και διδακτικό φως, μα γεμάτη κοφτερά αντικείμενα κάτω από τη συνεχή απειλή του κινδύνου, στο ημίφως ή το σκοτάδι. Υποδειγματική σκηνογραφία, ασταμάτητη εφευρετικότητα κι ένα φινάλε τόσο σαρδόνιο που κι ο Κάρολ θα επικροτούσε. Άλλωστε, στον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας ο πρωτοπόρος ανιματέρ εξηγείται:
«Κάτι από την Αλίκη» (Něco z Alenky) την τιτλοφορεί στα τσέχικα. Πρόκειται, λοιπόν, για μια σχετικά ελεύθερη προσαρμογή του πρώτου βιβλίου από τις «Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» (1865). Η αφήγησή του, όμως, είναι απολύτως συντονισμένη με το πνεύμα του συγγραφέα, καθώς ενημερώνει τους θεατές ότι πρόκειται να δουν μια ταινία που τους καθοδηγεί να κλείσουν τα μάτια∙ «διαφορετικά δεν θα δείτε τίποτα!».
Με την ίδια ελεύθερη προσέγγιση, ζητήσαμε από έντεκα καλλιτέχνες να μας «επανασυστήσουν» την Αλίκη. Μπορεί να είναι αμέτρητες οι διασκευές που έχουν γίνει στο όνομά της, αλλά οι εικαστικοί φιλοδοξούν να οδηγήσουν το κοινό σε ένα ταξίδι κάτω από την τρύπα του κουνελιού, κάτω από το προφανές. Οι δημιουργοί, βασισμένοι στις αυξομειώσεις του ύψους του παιδιού, μετά τα γνωστά «πιες με» και «φάε με», βρίσκονται αντιμέτωποι με την ασυμφωνία ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που πράγματι ακούμε, λες και υπακούουν στη βασίλισσα του χάσματος, που είναι η μεταφορά. Λες και γυρεύουν να μας κάνουν να σταθούμε κι εμείς μπροστά στον καθρέφτη, αφήνοντας πίσω τις βεβαιότητες και τολμώντας ένα βήμα μπροστά. Κι επειδή όλα είναι αντεστραμμένα, όπως στο πνεύμα της εποχής, κάτω από τα έργα φέραμε τον ίδιο τον Κάρολ να τους «εικονογραφεί», αλιεύοντας αποσπάσματα από την περίφημη νουβέλα.
Εμμανουήλ Μπιτσάκης
Ηλίας Καφούρος
Κώστας Λάβδας
Τζώρτζια Φάμπρις
Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος
Βασίλης Πέρρος
Νίκος Μόσχος
Βιβή Παπαδημητρίου
Λίλα Μπελιβανάκη
Κωστής Παπαθεοδώρου
Βασίλης Σελιμάς
Παραμονές του lockdown στήθηκε στο χώρο των περιοδικών εκθέσεων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου η έκθεση με τίτλο «η Αλίκη στο μουσείο των θαυμάτων». Η Huffpost δημοσιεύει αποκλειστικά τα έργα των Ελλήνων καλλιτεχνών μεταφέροντάς μας μια ιστορία βουβή που περιμένει τους θεατές της στο «φυσικό» της χώρο. Εκεί, η ηρωίδα που πέρασε στη γλώσσα του παραμυθιού φιλοσοφικά θέματα και λογικά παιχνίδια, κάνει μία μοναδική περιήγηση στον εσωτερικό κήπο του μουσείου, θέτοντας στα αγάλματα τα ερωτήματά της. Πιασμένοι από το χέρι της, είναι οι εικαστικοί Νίκος Μόσχος, Βασίλης Πέρρος, Κώστας Λάβδας, Τζώρτζια Φαμπρίς, Λίλα Μπελιβανάκη, Βιβή Παπαδημητρίου, Βασίλης Σελιμάς, Μανώλης Μπιτσάκης, Ηλίας Καφούρος, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Κωστής Παπαθεοδώρου. Υπεύθυνη οργάνωσης είναι η Αιμιλία Κουγιά.