Του Χρήστου Ευαγγέλου
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων γιορτάζει. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε μια ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική για να «ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να επενδύσουν περισσότερα, κατά προτίμηση από κοινού και με ευρωπαϊκή προοπτική» για την ασφάλειά τους. Είναι μια κίνηση που στοχεύει να ανταποκριθεί σε δύο επείγουσες ανάγκες, τουλάχιστον σύμφωνα με τις προτεραιότητες που έχουν θέσει οι ηγέτες της ΕΕ: βελτίωση της ευρωπαϊκής ετοιμότητας και των αμυντικών πόρων για την απάντηση σε μια υποθετική επίθεση από τη Ρωσία και μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, στο βάθος υπάρχουν τα συμφέροντα μιας βιομηχανίας που επικεντρώνεται περισσότερο στην εκμετάλλευση των εσόδων από τις εξαγωγές παρά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κοινοτικού μπλοκ.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανισορροπία, το σχέδιο ορίζει ότι όλες οι χώρες της ΕΕ πρέπει να αγοράσουν τουλάχιστον τα μισά από τα όπλα τους εντός του ευρωπαϊκού μπλοκ έως το 2030, να κάνουν τουλάχιστον το 40% των αγορών τους από κοινού και να αυξήσουν το βάρος της εσωτερικής αγοράς, τουλάχιστον το 35% του συνόλου της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Επιπλέον, η στρατηγική περιλαμβάνει τη δημιουργία ταμείου 1,5 δις ευρώ μεταξύ 2025 και 2027 για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.
Αυτοί είναι πολύ φιλόδοξοι στόχοι. Ως προς το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση στράφηκε στην ξένη αγορά για να αγοράσει το 80% των όπλων της μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 ‒την έναρξη του ουκρανικού πολέμου‒ και τον Ιούνιο του 2023. Οι Ηνωμένες Πολιτείες από μόνες τους προμήθευαν το 60%. Και αν αυτό δεν ήταν αρκετό, επί του παρόντος μόνο το 18% των αγορών είναι κοινές, πολύ μακριά από το νέο όριο του 40%.
Αλλά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή παραγωγή δεν έχει σημαντικό βάρος στο κοινοτικό σύστημα προμηθειών, δεν σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων είναι αδύναμη. Αντίθετα: περίπου το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων πραγματοποιείται από ευρωπαϊκές χώρες, ενώ πέντε κράτη από τη Γηραιά Ήπειρο εμφανίζονται στη λίστα με τους δέκα σημαντικότερους πωλητές, όλα σύμφωνα με στοιχεία του 2023 του Διεθνούς Ινστιτούτου Μελετών για την Ειρηνευτική Συμφωνία της Στοκχόλμης (SIPRI) και εξαιρουμένων στοιχείων από τη Ρωσία.
Πρόκειται για τη Γερμανία 11% όλων των παγκόσμιων πωλήσεων, τη Γαλλία 7%, την Ιταλία 5%, το Ηνωμένο Βασίλειο 4% και την Ισπανία 3%. Αν δούμε συγκεκριμένες εταιρείες, υπάρχουν τρεις που ξεχωρίζουν πάνω από τις υπόλοιπες, υπερβαίνοντας τα 10 δις ευρώ έσοδα από πωλήσεις όπλων το 2022: η βρετανική BAE Systems, με 26,9, η ιταλική Leonardo, με 12,47και η διευρωπαϊκή Airbus, με 12,09. Συνολικά, υπάρχουν 26 ευρωπαϊκές εταιρείες που κατατάσσονται στην παγκόσμια πρώτη εκατοντάδα.
Η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική άμυνας δίνει ώθηση για τις επιχειρήσεις τους, αν και υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν η προτεινόμενη χρηματοδότηση είναι επαρκής. Το 1,5 δις ευρώ είναι ένα πολύ μέτριο ποσό σε σύγκριση με τα 22 δισεκατομμύρια που δαπανούν ετησίως τα κράτη μέλη της ΕΕ για δαπάνες άμυνας και ασφάλειας που στην πραγματικότητα, είναι διπλάσιες σύμφωνα με εκτίμηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2019. Παρόλα αυτά, οι Βρυξέλλες επιμένουν ότι το ταμείο στοχεύει στη βελτίωση της συνεργασίας και όχι στην πληρωμή αγορών, οι οποίες θα συνεχίσουν να ανήκουν στην κυριαρχία κάθε χώρας και ως εκ τούτου θα γίνονται από τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών.
Παράλληλα, η ευρωπαϊκή στρατηγική ανοίγει την πόρτα στη χρήση εξαιρέσεων ΦΠΑ, για έργα κοινού ενδιαφέροντος και πιστωτικά όρια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για την προώθηση κοινής απόκτησης όπλων. Στο τραπέζι βρίσκεται ακόμη και η πιθανή χρήση ρωσικών περιουσιακών στοιχείων που δέσμευσε η ΕΕ για την αγορά εξοπλισμού για την Ουκρανία, που μέχρι τώρα προορίζονταν για την ανοικοδόμηση της χώρας αλλά, όπως και η ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική, έχει εισέλθει σε νέα φάση.
Πρώτη δημοσίευση στο geoeurope.org/