Μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Αμερική, ασκώντας μια εξωτερική πολιτική με αιχμή τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, κινήθηκε με υπέρμετρη ένταση, στη συνέχεια αποπροσανατολίστηκε και εντέλει εγκλωβίστηκε σε αέναους πολέμους. Οι συνέπειες αυτής της θολής πορείας, δραματικές για τη Μέση Ανατολή και καταλυτικές ως προς την ανάδυση αναθεωρητικών δυνάμεων, έχουν καθορίσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική, την ίδια την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο.
Η αμερικανική αντίδραση στις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα τον Σεπτέμβριο του 2001 ήταν ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, μια εκστρατεία σε παγκόσμια κλίμακα με ασαφή χαρακτηριστικά και ακόμη πιο ασαφή γεωγραφικά όρια. Ο εχθρός, σύμφωνα με αυτήν την οπτική, μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, οπουδήποτε. Στην πραγματικότητα, η αμερικανική προσοχή, μαζί με την αμερικανική οργή, είχαν ήδη στραφεί προς την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Η Ουάσιγκτον, έχοντας εντοπίσει τον νέο μεταψυχροπολεμικό εχθρό της, την ισλαμιστική τρομοκρατία, αφαίρεσε τα όρια από την αμερικανική στρατιωτική ισχύ. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής θα ήταν βαθιές, μακροχρόνιες και συνήθως δραματικές.
Το ωστικό κύμα της υπερδύναμης
Πρώτα η Κεντρική Ασία και μετά η Μέση Ανατολή έγιναν τα βασικά πεδία επιβολής της απελευθερωμένης αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος και η ρεπουμπλικανική διακυβέρνηση του Τζορτζ Γ. Μπους ταύτισε την πολιτική της, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, με τον νέο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Πρώτος στόχος ήταν η ηγεσία της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, μια χώρα σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση από τη σοβιετική εισβολή του μακρινού 1979. Καθώς ο Οσάμα μπιν Λάντεν διέφευγε στο γειτονικό Πακιστάν, η προσοχή της Ουάσιγκτον στρεφόταν ήδη προς το Ιράκ και την καρδιά της Μέσης Ανατολής. Μπορεί η αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν να είχε ανοίξει ένα νέο πολεμικό μέτωπο που θα εξελισσόταν σε μια βαθύτερη σύγκρουση, όμως το κέντρο βάρους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είχε ήδη κινηθεί δυτικά, προς το καθεστώς της Βαγδάτης. Πίσω στο Αφγανιστάν άρχιζε ένας αέναος πόλεμος σε μια ήδη κατεστραμμένη χώρα και σήμερα είναι ο μεγαλύτερος σε διάρκεια πόλεμος στον οποίον έχει εμπλακεί η Αμερική.
Τον Μάρτιο του 2003 η διακυβέρνηση Μπους ξεκίνησε έναν νέο πόλεμο, αυτή τη φορά στο Ιράκ. Η επίθεση κατά του καθεστώτος της Βαγδάτης προωθήθηκε ως ένας προληπτικός πόλεμος για την αποτροπή απόκτησης όπλων μαζικής καταστροφής από το ιρακινό καθεστώς, καθώς και λόγω των υποτιθέμενων σχέσεων του Σαντάμ με την Αλ Κάιντα. Στην πραγματικότητα, τίποτε από τα δύο δεν ίσχυε. Ο νέος αμερικανικός πόλεμος στην καρδιά της Μέσης Ανατολής στόχευε στην καθεστωτική αλλαγή στο Ιράκ και στην αναδιαμόρφωση της περιοχής. Μέσα σε τρεις εβδομάδες οι αμερικανικές δυνάμεις έμπαιναν στη Βαγδάτη και το ιρακινό καθεστώς είχε ανατραπεί. Η στιγμή που ίσως συμβόλιζε πιο έντονα την αμερικανική αισιοδοξία, αλλά και τις αμερικανικές ψευδαισθήσεις, ήταν εκείνη του τεθωρακισμένου να ανατρέπει το άγαλμα του ιρακινού δικτάτορα στο κέντρο της Βαγδάτης.
Η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ λειτούργησε σαν ωστικό κύμα, σαρώνοντας τις βασικές δομές της χώρας και τις εύθραυστές ισορροπίες της περιοχής, ενώ μετέτρεψε το Ιράκ σε μια νέα εστία ισλαμιστικής έξαρσης που σύντομα θα έσπερνε τον τρόμο και την καταστροφή σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2004, οι New York Times σημείωναν πως το Ιράκ βρισκόταν στα πρώτα στάδια ενός εθνοτικού και σεχταριστικού πολέμου. Πράγματι, έως το 2006 ο ιρακινός εμφύλιος πόλεμος θα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, στέλνοντας βίαιους κραδασμούς σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και καθιστώντας το Ιράκ σε πεδίο ενός ακόμη αέναου πολέμου.
Ήδη, όμως, όπως είχε συμβεί και στην περίπτωση του Αφγανιστάν, η υπερδύναμη δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει την προσήλωσή της στα σύνθετα ζητήματα που είχαν προκύψει από την εμπλοκή της στο Ιράκ. Πέντε χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ύστερα από την επανεκλογή του Τζορτζ Γ. Μπους το 2004, η αμερικανική πολιτική ελίτ, όπως και η αμερικανική κοινωνία, δεν είχαν πια διάθεση για περαιτέρω εμπλοκή στη Μέση Ανατολή. Η αμερικανική οργή είχε εξαντληθεί, μαζί με τις φιλοδοξίες των νεοσυντηρητικών της Ουάσιγκτον για την «αναδιαμόρφωση» του ισλαμικού κόσμου. Όμως, ο πολύπλευρος εμφύλιος πόλεμος στο Ιράκ συνεχιζόταν και οι περιφερειακοί κραδασμοί του έθεταν σε κίνηση μια αλυσίδα κρίσεων που θα αναφλέγονταν τα επόμενα χρόνια, στον Λίβανο το 2006, στη Συρία το 2011 και ξανά πίσω στο Ιράκ το 2014.
Αέναοι, σκιώδεις πόλεμοι
Εξάλλου, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και οι στρατιωτικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ είχαν βαθιά επίδραση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Παρά τη ρητορική του νέου προέδρου, του Δημοκρατικού Μπαράκ Ομπάμα, η πρώτη δεκαετία των αέναων πολέμων καθόρισε σε καταλυτικό βαθμό τη συνέχεια της αμερικανικής πολιτικής από τη Βόρεια Αφρική έως την Κεντρική Ασία. Μετά το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων στη Βόρεια Αφρική, η προσοχή της Ουάσιγκτον μετακινήθηκε από την Αίγυπτο προς τη Λιβύη, όπου ο Μουαμάρ Καντάφι κατέστειλε με βιαιότητα την αντικαθεστωτική εξέγερση. Η νέα στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, αυτή τη φορά αποκλειστικά από αέρος και με τη σύμπραξη συμμάχων τους, ήταν καθοριστική για την ανατροπή του Καντάφι. Αλλά και για τη βύθιση της Λιβύης σε έναν εμφύλιο πόλεμο που σύντομα θα αποκτούσε περιφερειακές διαστάσεις. Ένας νέος αέναος πόλεμος βρισκόταν στην αρχή του.
Μέσα από αυτά τα δέκα χρόνια αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων, από το Αφγανιστάν το 2001 έως τη Λιβύη το 2011, αναδυόταν πλέον ένα μοτίβο. Όπως στις περιπτώσεις του Αφγανιστάν και του Ιράκ, έτσι και στη Λιβύη, το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον διατηρήθηκε μέχρι την εκπλήρωση του άμεσου στρατιωτικού στόχου, δηλαδή τον αποκεφαλισμό του εχθρικού καθεστώτος.
Ήταν σαφές πως στους αμερικανικούς σχεδιασμούς είχε δοθεί μεγάλη βαρύτητα στην εκπλήρωση των στρατιωτικών στόχων και ελάχιστη πρόβλεψη ή ακόμη και ενδιαφέρον για την εκπλήρωση των μεταπολεμικών αναγκών σε αυτές τις χώρες, όπως για παράδειγμα τη διαμόρφωση συνθηκών ασφαλείας για την επιστροφή της ομαλότητας στην καθημερινή ζωή των πολιτών τους.
Όμως σε αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο υπήρχε κάτι βαθύτερο από έναν ασύμμετρο επιχειρησιακό σχεδιασμό. Ήταν η έλλειψη προσανατολισμού της υπερδύναμης.
Σε αναζήτηση του επόμενου εχθρού, η Αμερική κοιτούσε την επόμενη κρίση και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αποτελούσε το όχημα αυτής της αναζήτησης. Σε αυτό το παγκόσμιο κυνήγι κεφαλών –Οσάμα μπιν Λάντεν, Μουλά Ομάρ, Σαντάμ Χουσεΐν, Μουαμάρ Καντάφι μεταξύ άλλων- η αμερικανική στρατιωτική ισχύς χτυπούσε με φονική αποτελεσματικότητα και άνοιγε βαθιά ρήγματα και νέα πολεμικά μέτωπα. Για περισσότερο από μια δεκαετία το εύρος της αμερικανικής διπλωματίας είχε συρρικνωθεί καθώς η αμερικανική εξωτερική πολιτική βρισκόταν στον μονόδρομο των στρατιωτικών επεμβάσεων.
Προς το τέλος της δεύτερης θητείας του, ο πρόεδρος Ομπάμα επιχείρησε να επαναφέρει τη διπλωματία στον πυρήνα της αμερικανικής πολιτικής, με χαρακτηριστική περίπτωση τη συμφωνία του 2015 με το Ιράν για το πάγωμα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης.
Ήταν μια σημαντική συμφωνία, αλλά ταυτοχρόνως και μια αποσπασματική ενέργεια. Γιατί την ίδια περίοδο η διακυβέρνηση Ομπάμα διεξήγαγε έναν εκτεταμένο σκιώδη πόλεμο στην Υεμένη, τη Σομαλία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και άλλου, αναζητώντας στόχους με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και ομάδες ειδικών αποστολών.
Την ίδια στρατηγική συνέχισε και ο διάδοχος του προέδρου Ομπάμα. Παρά το γεγονός πως η διακυβέρνηση Τραμπ δεν είχε κάποιο σταθερό νήμα στην πολιτική της, με εξαίρεση την ακύρωση της συμφωνίας με το Ιράν και την επαναφορά του βάρους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, ωστόσο συνέχισε και εντατικοποίησε τον σκιώδη πόλεμο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και των ειδικών δυνάμεων, επεκτείνοντάς τον και σε άλλα μέρη, όπως στη Συρία και το Ιράκ. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας βρισκόταν σε εξέλιξη, κυνηγώντας στόχους που σε πολλές περιπτώσεις είχαν αναδυθεί ως αποτέλεσμα των αμερικανικών επεμβάσεων της προηγούμενης δεκαετίας, όπως για παράδειγμα τον επικεφαλής του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία.
Ένας διαφορετικός κόσμος
Σήμερα η Αμερική βλέπει πως έχει μπροστά της έναν διαφορετικό κόσμο. Οι σημαντικές ενδείξεις είχαν εμφανιστεί από το 2013, εν μέρει ως αποτέλεσμα των δικών της επεμβάσεων. Η βαθιά εμπλοκή του Ιράν στη Συρία το 2013 για τη διάσωση του καθεστώτος Άσαντ, η ρωσική επέμβαση στην Κριμαία το 2014, καθώς και στη Συρία το 2015, αποτελούσαν ένα πλέγμα ενεργειών που δεν άφηνε περιθώριο για αμφιβολίες. Το πεδίο, ελεύθερο έως τότε για την αμερικανική κινητικότητα, είχε πια περιοριστεί και οι όποιες αμερικανικές πρωτοβουλίες θα ελέγχονταν. Αυτή η εικόνα επιταχύνθηκε από την ασαφή και χωρίς δομή εξωτερική πολιτική της διακυβέρνησης Τραμπ. Έως το 2019 ήλθε και η επιβεβαίωση, με τη ρωσοτουρκική συμφωνία για τη βόρεια Συρία. Ο συριακός πόλεμος στην καρδιά της Μέσης Ανατολής είχε υπάρξει μια κρίση την οποία η Αμερική δεν κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί. Αντιθέτως, ο συριακός πόλεμος ανέδειξε τον νέο ρόλο της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή. Η σκιά του Αφγανιστάν, του Ιράκ και της Λιβύης βρισκόταν μονίμως πάνω από την αμερικανική πολιτική στη Συρία.