Στα τελευταία εκατό χρόνια το διεθνές σύστημα αναδιαρθρώθηκε δύο φορές μετά τον Α και Β Παγκόσμιο Πόλεμο και βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια νέα αναδιάρθρωση.
Η κατανόηση αυτών των αναδιαρθρώσεων στη δομή και συμπεριφορά του διεθνούς συστήματος, αποτελεί κορυφαίο ζήτημα τόσο στη διεθνή πολιτική, όσο και για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Η ελληνική ιστορία, λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας μεταξύ τριών ηπείρων, Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, τυγχάνει να συμπίπτει συχνά με τα συνταρακτικά γεγονότα που αφορούν τον διεθνή ανταγωνισμό των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή.
Αμέσως μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο που κατέληξε με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών στις 28 Ιουνίου 1919. “Στο ίδιο μέρος που σαράντα οχτώ χρόνια πριν, το 1871, μετά τη συντριβή της Γαλλίας, ιδρύθηκε η γερμανική αυτοκρατορία”. 1
Οι δυτικοί σύμμαχοι, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής απαίτησαν την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στις 22 Ιουνίου 1919, απέφυγαν όμως να απαιτήσουν από τους στρατιωτικούς ηγέτες της Γερμανίας να παραδοθούν, με τον Γερμανό αρχιστράτηγο Χίντεμπουργκ να παραδίδει το ξίφος του στον Γάλλο Αρχιστράτηγο Φος”.2 Έτσι δεν εισήλθαν τα συμμαχικά στρατεύματα στη Γερμανία και δεν υπήρξε συμμαχική κατοχή της γερμανικής αυτοκρατορίας.
Αμέσως μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών άρχισε να διαλύεται η δυτική συμμαχία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν επικύρωσαν τη συνθήκη, αφού η Γερουσία των Η.Π.Α. αρνήθηκε την επικύρωσή της και η Αμερική επανήλθε στη γνώριμη πολιτική της κατά τον 19ο αιώνα, αυτή της Θαυμάσιας Απομόνωσης όπως είχε διακηρύξει ο Πρόεδρος Μονρόε το 1822, επικεντρώνοντας την προσοχή της αποκλειστικά στο δυτικό ημισφαίριο και στην αμερικανική ήπειρο, βόρεια και νότια Αμερική.
Η Μεγάλη Βρετανία άρχισε να επικεντρώνεται στα αυτοκρατορικά της συμφέροντα καθώς η εθνικιστική επανάσταση της Κίνας με ηγέτη τον Σουν Γιατ Σεν το 1911, γίνονταν προάγγελος ενός αντιαποικιοκρατικού κινήματος στην τεράστια βρετανική αυτοκρατορία.
Στην ανατολική σύμμαχο της Αντάντ Ρωσία, έγινε ανατροπή του τσαρικού συστήματος και η επανάσταση των Μπολσεβίκων διακήρυττε την παγκόσμια αντιαποικιοκρατική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση, ενώ η νεαρή τότε Σοβιετική Ένωση επέλεξε να αποχωρήσει από τον πόλεμο και μπροστά στη γερμανική απειλή αποδέχθηκε τους δυσμενείς όρους της Συνθήκης της Brest-Litovsk, στις 5 Μαρτίου 1918.
Έτσι απέμεινε μόνο η Γαλλία να επιτηρήσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και να απαιτεί από τη Γερμανία τη συμμόρφωσή της με τα προβλεπόμενα της Συνθήκης.
Όμως η Γαλλία ήταν πλέον αδύναμη να επιβληθεί της Γερμανίας που πάσχιζε να αποφύγει τους δυσβάσταχτους οικονομικούς όρους της συνθήκης για τις προβλεπόμενες αποζημιώσεις για τις ζημιές που είχε προκαλέσει στους συμμάχους και κυρίως στη Γαλλία κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι γερμανικές αποζημιώσεις προς την Ελλάδα από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο εκκρεμούν έως σήμερα, μαζί με εκείνες για τις καταστροφές που ο γερμανικός στρατός επέφερε στη χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-1944.
Μπροστά σε αυτή την πρωτοφανή μεταπολεμική κατάσταση και των διαφορετικών επιλογών των νικητών, η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία με απρόθυμους πλέον συμμάχους, ήταν ένα μεγάλο ρίσκο με αποτέλεσμα την Μικρασιατική καταστροφή. Η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, άρχισε να μετασχηματίζεται με πρωτοβουλία των εθνικιστών νεότουρκων που επικεντρώνονταν στην ίδρυση ενός τουρκικού εθνικού κράτους και είχαν αποκηρύξει τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 που παραχωρούσε στην Ελλάδα οθωμανικά εδάφη στη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία είχε ως αποτέλεσμα να ξεριζωθεί ο ελληνισμός από τις πατρογονικές του ρίζες που άκμαζε εκεί για 2.000 χρόνια.
Αυτή η πρωτοφανής τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής οφείλεται κυρίως στη λαθεμένη κατανόηση της αναδιάρθρωσης του διεθνούς συστήματος και στις ρεαλιστικές επιλογές που θα έπρεπε να κάνει η τότε ελληνική εξωτερική πολιτική, αφού οι απρόθυμοι πρώην σύμμαχοι της Ελλάδας στην Αντάντ, προσπαθούσαν να ισορροπήσουν μεταξύ της Ελλάδας και των ευρύτερων συμφερόντων τους στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου έβλεπαν με ρεαλισμό τη μεταμόρφωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία των νεότουρκων.
Στον μεσοπόλεμο, η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη και ο φασιστικός πόλος Ιταλίας-Γερμανίας άρχισε να υπόσχεται μια νέα παγκόσμια τάξη στην καρδιά της Ευρώπης και έτσι η μαζική στρατιωτική επέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας στο πλευρό του Φράνκο συνέβαλε στη συντριβή της νεαρής ισπανικής δημοκρατίας. Η Ισπανία έγινε το πρώτο πεδίο μάχης στον επερχόμενο Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού κατά τη δεκαετία του 1930 κατέρρευσε το σύστημα συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη με αποτέλεσμα κάθε κράτος να προσπαθεί να αποφύγει τον πόλεμο και να ψάχνει για μονομερή ασφάλεια μπροστά σε μια επερχόμενη θύελλα.
Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε έναν νέο κόσμο στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι Η.Π.Α. αντικατέστησαν τη Μεγάλη Βρετανία και έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στη Δύση, ενώ η Σοβιετική Ένωση αναδείχθηκε ο μεγάλος νικητής του Β Παγκοσμίου Πολέμου και αποτέλεσε το άλλο σκέλος στο διεθνές σύστημα και ο ιδεολογικός αντίπαλος της Δύσης.
Ο Ψυχρός Πόλεμος 1947-1991 έφερε την αμερικανική υπερδύναμη, ενώ η Ρωσία ως πυρηνικός διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε τον εξισορροπιστή της αμερικανικής ισχύος.
Όμως η ραγδαία οικονομική και στρατιωτική άνοδος της Κίνας, αποτελεί για την Αμερική μεγάλο αντίπαλο στον αναδυόμενο Τρίτο Κόσμο και πρόκληση για τα αμερικανικά συμφέροντα στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Παράλληλα η δυτική Ευρώπη αναζητά ενότητα και συνεργασία μέσω της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της κατοχύρωσης των ενεργειακών και στρατηγικών συμφερόντων της στη Μεσόγειο Θάλασσα όπου η Γαλλία, ως η πυρηνική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το Brexit, θέλει να εξασφαλίσει την ασφάλεια της Ένωσης.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρέθηκε και πάλι στο πλευρό των νικητών στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπόρεσε όμως να εξασφαλίσει προκαταβολικά εθνικά οφέλη πριν την είσοδό της στον πόλεμο ως σύμμαχος της σκληρά δοκιμαζόμενης Μεγάλης Βρετανίας. Η ελληνική ηγεσία, με επικεφαλής τη φιλοβρετανική μοναρχία, θεωρήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία ως δεδομένη σύμμαχος, και δεν απαίτησε ως αντάλλαγμα για τη συμμαχία της με τη Μεγάλη Βρετανία την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Αυτό το γεγονός αποτελεί μοναδική αστοχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφού μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μεγάλη Βρετανία φάνηκε απρόθυμη να στηρίξει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και εφάρμοσε την παραδοσιακή της πολιτική των ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έτσι, πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα με την Τουρκία, θα είχαν λυθεί από μια ικανή πολιτική ηγεσία από τις παραμονές του Β Παγκοσμίου Πολέμου και η χώρα δεν θα έμπαινε σε περιπέτειες της σημερινής τουρκικής επεκτατικής ηγεμονικής πολιτικής που απειλεί τα κυρίαρχα εθνικά δικαιώματα της χώρας και θέλει να θέσει τα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο υπό τον έλεγχό της.
Η Αμερική που κυριάρχησε στην περιοχή αντικαθιστώντας τη Μεγάλη Βρετανία μετά την παρακμή της ως παγκόσμια δύναμη κατά τον 19ο αιώνα και εδικά μετά το σχέδιο Μάρσαλ, όταν ο βρετανικός Λέων άρχισε πλέον να τρέφεται με αμερικανικές κονσέρβες, επέλεξε την Τουρκία ως στρατηγικό εταίρο κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και της πολιτικής της Ανάσχεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που εκμεταλλεύθηκε η Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας και το αξιοποίησε με την κατάκτηση της Κύπρου το 1974.
Με την εισβολή και κατοχή του 40% του κυπριακού εδάφους, η Τουρκία, από επιτήδειος ουδέτερος στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ανταμείφθηκε με την κατάκτηση περίπου της μισής Κύπρου, αξιοποιώντας τις αμερικανικές επιλογές να έχουν την Τουρκία ως στρατηγικό εταίρο στον Ψυχρό Πόλεμο.
Σήμερα για τρίτη φορά το διεθνές σύστημα αναδιαρθρώνεται και ο ανταγωνισμός των δυνάμεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου διασταυρώνεται και πάλι με την παγκόσμια ιστορία όπως έγινε στις δύο προηγούμενες φορές.
Τώρα λοιπόν που η Αμερική κάνει άλλες επιλογές στην παγκόσμια πολιτική της και ο ανταγωνισμός με την Κίνα στον Ειρηνικό Ωκεανό φέρνει μια νέα εποχή στις διεθνείς σχέσεις, η ενωμένη Ευρώπη με την ηγεσία της Γαλλίας προσπαθεί να κατοχυρώσει τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Τουρκία να βρίσκεται στον αντίποδα των ευρωπαϊκών συμφερόντων, ενώ ακροβατεί με τη Ρωσία στη διαχείριση των κρίσεων ασφαλείας στη Βόρεια Συρία, ενώ στα φιλόδοξα σχέδιά της για την ιμπεριαλιστική της πολιτική στη Λιβύη πάλι συναντά εκεί τη ρωσική επιρροή. Η Τουρκία γνωρίζει καλά ότι το κουρδικό ζήτημα θα πλανάται συνεχώς πάνω από την εθνική της ολοκλήρωση και την ασφάλειά της στην περιοχή. Επίσης γνωρίζει καλά ότι η αμερικανική πολιτική αλλάζει και δεν έχει πλέον την ίδια στρατιωτική αξία για τη Δύση όπως είχε κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η Ελλάδα αντιθέτως, διαθέτει σήμερα πολλαπλάσια στρατηγική αξία στον διεθνή ανταγωνισμό στην περιοχή που μαζί με την στρατιωτική της ισχύ, την καθιστούν έναν υπολογίσιμο εταίρο, ενώ μια γαλλο-ελληνική συμμαχία την αναβαθμίζει στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν μπορεί πλέον να κρατά ισορροπίες όταν απειλούνται από την Τουρκία τα ελληνικά και κατ′ επέκταση τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Όμως η ελληνική εξωτερική πολιτική σήμερα, θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι η χώρα δεν είναι δεδομένη σύμμαχος κανενός άνευ όρων. Οι ισορροπίες της αμερικανικής πολιτικής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο παρελθόν του Ψυχρού Πολέμου έκλιναν σε βάρος της Ελλάδας, όπως ήταν το Κυπριακό ζήτημα. Προτεραιότητα σήμερα είναι η ελληνο-γαλλική συμμαχία επειδή εμπίπτουν τα εθνικά μας συμφέροντα με τη γαλλική γεωστρατηγική στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να επανέλθει σε εκείνη της μετα-δικτατορικής περιόδου του 1974. Επίσης, μελλοντικά θα πρέπει να είναι πολυδιάστατη και να μην αποκλείει προσεγγίσεις με ανερχόμενες δυνάμεις στον διεθνή ανταγωνισμό όπως την Κίνα, τη Ρωσία και την Ινδία.
Σε αυτόν λοιπόν τον νέο κόσμο που διαμορφώνεται στην περιοχή μας, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να υποχωρήσει στις παράνομες τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντίθετα, η Τουρκία καλείται να επιλέξει ή να συμβαδίσει στο μέλλον με την νομιμότητα που παρέχουν οι διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο ή να απομονωθεί από τις νέες εξελίξεις στο διεθνές σύστημα και να πάρει τον μοναχικό δρόμο του επίμονου ταραχοποιού στην περιοχή που με ιστορικές φαντασιώσεις από την εποχή της μάχης του Μαντζικέρτ το 1071, προβάλλει μια αναχρονιστική κατακτητική απειλή, όχι μόνο σε βάρος των γειτόνων της στην περιοχή, αλλά και εναντίον μιας πολυεθνικής και πολυφυλετικής κοινωνίας στο εσωτερικό της. Η κρίση ταυτότητας θα εξαναγκάσει αργά ή γρήγορα την τουρκική ηγεσία να καταλάβει ότι στον 21ο αιώνα δεν χωρούν πλέον ο βίαιος εξισλαμισμός και εκτουρκισμός, παρά η ειρηνική συνύπαρξη με τους λαούς της περιοχής.
1 Ηλίας Θερμός, Η Γερμανική Ηγεμονία, Ψευδαισθήσεις και Πραγματικότητα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2013, σελ. 78.
2Όπως παραπάνω, σελ. 79.