Η εξόντωση του ηγέτη των Ιρανικών Δυνάμεων, Κασέμ Σολεϊμανί, στην περιοχή της Βαγδάτης, ύστερα από εντολή του Αμερικανού Προέδρου, έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την περαιτέρω όξυνση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Ιράν, αλλά και για την αποκορύφωση των εχθρικών ενεργειών ανάμεσα στα δύο κράτη.
Η δολοφονία του ατόμου που συνέδεε τον σιιτικό κόσμο του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας, της Υεμένης και του Λιβάνου θέτει προβληματισμούς σχετικά με τη στρατηγική που θα κληθεί να ακολουθήσει η Τεχεράνη στο εγγύς μέλλον, για να αποδώσει αντίποινα, αλλά και για να αναμετρηθεί έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και των Συμμάχων τους.
Σε ό,τι αφορά την αμερικανική πλευρά, για ακόμη μια φορά επιβεβαιώνεται η θεωρία πως για την εξασφάλιση της επιβίωσης στο Διεθνές Σύστημα και την αποτροπή ενδεχόμενης απειλής, η στρατηγική της επίθεσης θεωρείται μονόδρομος.
Έτσι, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων η παρουσία στη Μέση Ανατολή είχε αρχίσει να τίθεται υπό αμφισβήτηση, το δίκαιο του ισχυρού και η ικανοποίηση της ανάγκης για ασφάλεια λειτούργησε ως νομιμοποιητικός δρών.
Μάλιστα, η ανακοίνωση των ΗΠΑ για αποστολή επιπλέον 3.000 αμερικανικών στρατευμάτων στη Μέση Ανατολή, δεν αφήνει περιθώρια και αμφισβητήσεις πως για ακόμη μία φορά η περιοχή θα βρεθεί στο επίκεντρο αιματηρών και ανεξέλεγκτων συγκρούσεων.
Οι στόχοι του Προέδρου Τραμπ για τον εκτοπισμό του Ιράν από την διεθνή αγορά πετρελαίου, αλλά και οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη που σημειώθηκαν στα Στενά του Ορμούζ το προηγούμενο έτος, προϊδέαζαν το διεθνές γίγνεσθαι για την κορύφωση των τεταμένων σχέσεων του Ιράν με τις ΗΠΑ, αλλά και με τους Άραβες συμμάχους της Ουάσινγκτον.
Είναι σαφές πως η πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ έναντι της Τεχεράνης, στο πλαίσιο της διατήρησης διεθνούς ασφάλειας και ισορροπίας, θα βασισθεί στην αρωγή των συμμαχικών προς εκείνη κρατών.
Αρχής γενομένης από την έναρξη του πολέμου στην Υεμένη, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, παρά το γεγονός πως υποστηρίζουν διαφορετικά μέτωπα εντός του κράτους, δεν παύουν να ομονοούν ενάντια της απειλής των Χούθι, οι οποίοι φέρεται πως υποστηρίζονται από το Ιράν.
Επί του παρόντος, η επέμβαση του Ιράν σε εσωτερικά ζητήματα τρίτων κρατών, μέσω στρατιωτικής ή πολιτικής παρουσίας, όπως είναι η περιοχή του Ιράκ, θα αποτελέσει και το στρατηγικό πλεονέκτημα της Τεχεράνης για τις μετέπειτα κινήσεις της.
Η επιρροή που ασκεί το Ιράν σε παραστρατιωτικές ομάδες του σιιτικού κόσμου της Μέσης Ανατολής, είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν την Τεχεράνη υπολογίσιμη δύναμη.
Η επιλογή των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν, ως τρομοκρατικές ενότητες, συγκεκριμένες παραστρατιωτικές σιιτικές ομάδες που εδράζονται στο Ιράκ, οι οποίες λαμβάνουν υποστήριξη από τους Φρουρούς της Επανάστασης, λειτουργεί ως νομιμοποιητικός παράγοντας για τις ενέργειες που πρόκειται να επιχειρήσει η Ουάσινγκτον εναντίον τους.
Από την άλλη πλευρά, η διασύνδεση των εν λόγω ομάδων με ενότητες που φέρονται υπέρ της απελευθέρωσης των Υψιπέδων του Γκολάν από τον έλεγχο του Ισραήλ, ενδεχομένως να λειτουργήσουν ως κινητήριος δύναμη των ομάδων αυτών, ώστε να προχωρήσουν σε επιχειρήσεις εκτεταμένης έντασης, με βασικό υποστηρικτή την Τεχεράνη.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή στρατοπέδων και συμμάχων στο άμεσο διάστημα ενδεχομένως να είναι ένα ζήτημα που θα επηρεάσει και περιοχές της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου, όπως είναι η Τουρκία. Η πάσης φύσεως σύνδεση του Κουρδικού στοιχείου του Ιράκ με την Τεχεράνη, είναι ένα ενδεχόμενο που θα μπορούσε να προβληματίσει έντονα την Άγκυρα, η οποία ως γνωστόν διαθέτει ζωτικής φύσεως συμφέροντα στην περιοχή.
Σε ό,τι αφορά το Ιράν, μια επιθετική ενέργεια με βασικό αποδέκτη τις Ηνωμένες Πολιτείες ενδεχομένως να θεωρείται αναμενόμενη. Ωστόσο, η μεθοδική ενίσχυση της επέμβασης της Τεχεράνης, ως υποκινήτρια δύναμη σε κράτη της Μέσης Ανατολής, ενδεχομένως να θέσει σε μεγαλύτερη ανησυχία τις ΗΠΑ, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση θα είναι υποχρεωμένες να επισπεύσουν το επίπεδο της δράσης τους κατ’ αναλογία της αύξησης των συγκεκριμένων ασύμμετρων απειλών.