«Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε»
Τα Πάθη και η Ανάσταση του Χριστού δεν εμπλούτισαν μόνον την εκκλησιαστική υμνογραφία και τη ζωγραφική αλλά και την καθημερινή μας επικοινωνία με λέξεις ή φράσεις που άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στην πορεία του Θεανθρώπου προς το «εκούσιον πάθος». Οι Έλληνες μετά την πτώση της Κων/λης και στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας προσδοκούσαν την «Ανάστασιν του Γένους» κι αυτό διακήρυσσαν οι πρωτεργάτες της επανάστασης του 1821.
Συχνή, επίσης, είναι και η διαπίστωση – φράση πως «ο καθένας κουβαλά το δικό του Σταυρό», υποδηλώνοντας τα μεγάλα προβλήματα και δυσκολίες που γνωρίζει και βιώνει κάποιος. Εξίσου συχνή είναι και η φράση που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να εκφράσουμε την προσδοκία μας για καλυτέρευση των συνθηκών – προοπτικών της ζωής μας ή κάποιων επαγγελματικών μας προσπαθειών και επιδόσεων: «Περιμένω την Ανάσταση».
Παράλληλα με τις παραπάνω φράσεις υπάρχουν κι άλλες που παραπέμπουν είτε στην Σταύρωση του Χριστού είτε στην Ανάστασή του, όπως: «Ανεβαίνει το Γολγοθά του», «Κάθε μέρα με σταυρώνουν στα ΜΜΕ», «Έγινε το Ανάστα ο Κύριος».
Η Ανάσταση του Χριστού και η θρησκευτική παράδοση
Όσο κι αν τα θεία Πάθη και ιδιαίτερα η Ανάσταση του Χριστού δοκιμάζουν τις αντοχές του ορθολογισμού μας, δεν παύουν να αποτελούν βασική συνιστώσα της βιοθεωρίας μας και της στάσης μας απέναντι στα πεζά και ερμηνεύσιμα της ζωής μας αλλά και στα μυστήρια, στα απροσδόκητα και απερινόητα – ακατάληπτα της ζωής μας. Η θρησκευτική παράδοση ενάντια στον ισοπεδωτισμό των ξενόφερτων ηθών και εθίμων και στον αντιπνευματικό παροξυσμό της τηλεόρασης για την τιμή του οβελία, εξακολουθεί να διαποτίζει με τον τρόπο της κάθε μας σκέψη και ηθική συμπεριφορά.
Βέβαια, δεν λείπουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν πως κάποια δόγματα της θρησκευτικής μας παράδοσης – Σταύρωση και Ανάσταση του Χριστού – δεν αντέχουν στην κριτική και στη λογική ερμηνεία σε μια εποχή που το «σωματίδιο του Θεού» και η τεχνητή νοημοσύνη φιλοδοξούν να δώσουν απαντήσεις στα διαχρονικά ερωτήματα για τη δημιουργία του κόσμου. Οι νέοι σίγουρα είναι κάπως αποστασιοποιημένοι από όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την πορεία του Χριστού προς το «Εκούσιον Πάθος», στο βαθμό που είναι εθισμένοι και διαπαιδαγωγημένοι σε μια πιο ορθολογική ή και επίπεδη ενατένιση του κόσμου.
Στη μνήμη μου έχει στοιχειώσει εδώ και πολλές δεκαετίες η θέση κάποιου οικείου προσώπου μου που σε μια συζήτηση μαζί του σχετικά με την πορεία και τη διδασκαλία του Ιησού μού είπε επιγραμματικά: «Τον Χριστό τον πιστεύω μέχρι το Σταυρό… Τα μετά δεν αντέχουν στην ανθρώπινη λογική».
Η δυσπιστία προς την Ανάσταση του Χριστού
Οι ενστάσεις και η αμφισβήτηση της ανάστασης του Χριστού δεν συνιστούν μόνον προϊόντα του σύγχρονου επιστημονικού λόγου αλλά και της ανθρώπινης αδυναμίας να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και να αποδεχτεί ως αληθές ένα γεγονός που υπερβαίνει τη δύναμη της λογικής και απαιτεί την απόλυτη πίστη. Κάποιοι άλλοι πρεσβεύουν πως η ανάσταση του Χριστού ως γεγονός και το απότοκον αυτού «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» συνιστούν τόσο ένα ψυχολογικό όσο και οντολογικό πρόβλημα.
Ο άνθρωπος, δηλαδή, απέναντι στο φόβο του θανάτου, αναζητά ένα πειστικό αντίδοτο που απλόχερα το έδωσε η ανάσταση του Χριστού, όπως τονίζει και ο σχετικός ύμνος «θανάτω θάνατον πατήσας» ή το «θανάτω θάνατον ώλεσεν». Κι αυτό γιατί το έχει ανάγκη στο βαθμό που έχει συνείδηση της περατότητάς του. Έτσι κατέφυγε μέσω της θρησκείας στην επινόηση της Ανάστασης του Ιησού – όπως συμβαίνει στις περισσότερες θρησκείες εξάλλου – για να μετριάσει ή να απαλλαγεί από το υπαρξιακό άγχος του θανάτου, που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο του αναπότρεπτου.
Οι πρώτες ενστάσεις των μαθητών στην Ανάσταση του Χριστού
Την ένσταση και την δυσπιστία απέναντι στο υπερβατικό γεγονός της Ανάστασης την περιγράφουν τόσο οι Ευαγγελιστές όσο και ο Απόστολος Παύλος. Πιο συγκεκριμένα ο Ματθαίος καταγράφει ως εξής την αντίδραση των μαθητών στην πρώτη τους συνάντηση με τον Χριστό μετά την Ανάστασή του:
«Και ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτώ, οι δε εδίστασαν»
(28, 17)
Ανάλογη είναι και η σκηνή της συνάντησης στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιον: «Και ωνείδισε την απιστίαν αυτών και σκληροκαρδίαν ότι τοις θεασαμένοις αυτόν εγηγερμένον ουκ επίστευσαν», (16, 14). Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον καταγράφεται η δυσπιστία των μαθητών και μετά τη συνάντησή τους με τον Χριστό που αναγκάστηκε να τους επιτιμήσει «Έτι δε απιστούντων αυτών από χαράς και θαυμαζόντων…», (24, 41).
Ο Απόστολος Παύλος σε μία ομιλία του προς τους Αθηναίους τονίζει την άκρα δυσπιστία και χλευασμό τους στα περί Ανάστασης του Χριστού και των νεκρών. Σχετικά γράφει:
«Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου»
Ο άπιστος Θωμάς
Την αιτία της δυσπιστίας των μαθητών και γενικότερα του λαού προς το πρόσωπο του Χριστού και την Ανάστασή του διατυπώνει με γλαφυρότητα ο Κλεόπας – ένας από τους 70 μαθητές του Χριστού – στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.
«Ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός έστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. Αλλά γε συν πάσι τούτοις τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον αφ’ ον ταύτα εγένετο», (24,21).
(Και όμως εμείς ελπίζαμε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ. Αλλά μαζί με όλα αυτά, που σου είπαμε, ιδού ότι είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά, και δεν είδαμε ακόμη τίποτα, που να δικαιολογεί τις ελπίδες μας)
Βέβαια, η κορυφαία μορφή δυσπιστίας στον αναστηθέντα Ιησού είναι αυτή του Αποστόλου Θωμά, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βαλώ τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω».
Η συνέχεια της «απιστίας» του Θωμά είναι γνωστή αφού ο ίδιος ο Χριστός τον προτρέπει «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου… και μη γίνον άπιστος, αλλά πιστός», (20, 27). Το τέλος της απιστίας του Θωμά αποδόθηκε με έναν μοναδικό τρόπο από τον Ιωάννη και αποτελεί μνημείο κατάφασης για τον αναστηθέντα Χριστό:
«Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ: Ο Κύριός μου και ο Θεός μου», (20-28).
Η πίστη ως ψυχολογικό καταφύγιο
Όσες, όμως, αμφισβητήσεις ή ενστάσεις κι αν διατυπώθηκαν για την Ανάσταση του Χριστού δεν στάθηκαν ικανές να αποδομήσουν την πίστη των περισσοτέρων ανθρώπων για το υπερβατικό και ακατάληπτο αυτό γεγονός. Κι αυτό γιατί όπως προείπαμε ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ένα τέτοιο υπερβατικό στοιχείο ως ανάχωμα στο φόβο του θανάτου.
Εξάλλου ο λαός έχει ταυτίσει την Ανάσταση με ό,τι θετικό υπάρχει στη ζωή του, όπως την άνοιξη και την αναγέννηση της φύσης κατά αναλογία με την αντίληψη των αρχαίων για την επιστροφή της Περσεφόνης στον πάνω κόσμο. Έτσι η Ανάσταση δεν αποτελεί ένα ψυχολογικό αποκούμπι και καταφύγιο στον ανασφαλή άνθρωπο αλλά και το βασικό θεμέλιο του Χριστιανισμού ως θρησκείας, όπως φανερά διακήρυξε και ο Απόστολος Παύλος.
«Ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών»
Οι θιασώτες της επιστημονικής γνώσης και του Ορθολογισμού προτρέπουν πως στην εποχή του άκρατου τεχνοκρατισμού και του Homo digitalis είναι αναγκαία η μεταφυσική θεώρηση κάποιων πραγμάτων. Επισημαίνουν, επίσης, τους κινδύνους που ενέχει η απόλυτη και άκρατη αποδόμηση κάθε μύθου ή μυστηριακού στοιχείου της ζωής μας.
Η απάντηση του Ιησού προς τον άπιστο Θωμά ηχεί ακόμη έντονα ως προτροπή σε κάθε άνθρωπο της εποχής μας, όσο κι αν αυτή δοκιμάζει τα όρια της λογικής μας.
«Λέγει αυτώ ο Ιησούς. Ότι εώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες»
(20-29, Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον)