Το 2023 θα είναι έτος εκλογικών αναμετρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, με Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία και Τουρκία να καλούνται να επιλέξουν τις κυβερνήσεις που θα αναλάβουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνα τα κοινά προβλήματα που τις ταλανίζουν αλλά και τις μεταξύ τους τεταμένες σχέσεις.
Αθήνα και Λευκωσία, με μάλλον προβλέψιμες επιλογές στο τομέα των διεθνών σχέσεων και εθνικών θεμάτων, ανεξαρτήτως των εκλογικών αποτελεσμάτων, έχουν στραμμένη την προσοχή τους στην Άγκυρα.
Η ανησυχία δεν εστιάζεται τόσο στον νικητή της εκλογικής αναμέτρησης όσο κυρίως στην προεκλογική στάση που θα κρατήσει ο σημερινός Πρόεδρος καθώς ορισμένες ενδείξεις καταδεικνύουν ότι ενδέχεται ακόμη και να διακινδυνεύσει μια στρατιωτική περιπέτεια για να εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία. Η περιπέτεια αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή μιας στρατιωτικής εισβολής στην Βόρεια Συρία αλλά και να κατευθυνθεί εναντίον του Ελληνισμού, σε χρόνο, τόπο και μορφή που ο «Σουλτάνος» θα επιλέξει.
Μια παρόμοια επιλογή, ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, θα έχει μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας για τον ίδιο και τη χώρα του καθώς η διεθνής κοινότητα -ενδεχομένως πλην Μόσχας- τη συγκεκριμένη συγκυρία, δεν θα επιθυμούσε να δει την Ανατολική Μεσόγειο να μετατρέπεται σε θέατρο επιχειρήσεων συμπαρασύροντας τιμές ενέργειας και διεθνή οικονομία. Επιπρόσθετα η ελληνική αμυντική ισχύς διαθέτει επαρκή αποτρεπτικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να αγνοηθούν εύκολα.
Ο ορθολογισμός όμως δεν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των προσωποκρατικών καθεστώτων και οι εμμονές συχνά παραμερίζουν τις αντικειμενικές εκτιμήσεις με τάση ανάληψης υπέρμετρων ρίσκων. Στο δέλεαρ της ανάληψης ενός τέτοιου ρίσκου, με επιβράβευση την επανεκλογή του Ερντογκάν, μπορεί να προσμετρηθεί και η επιθυμία παρεμπόδισης της σε εξέλιξη ευρισκόμενης ενδυνάμωσης της ισχύος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (αποκατάσταση της ισορροπίας της αμυντικής ισχύος των δύο χωρών).
Κανείς σήμερα δεν μπορεί μετά βεβαιότητας να προδικάσει τις εξελίξεις, εκτιμώ ότι ακόμη και ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος δεν έχει λάβει τις δικές του αμετάκλητες αποφάσεις. Εικάζεται ότι έχει αντιληφθεί ότι η Αθήνα δεν θα αυτοπαγιδευθεί σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι κλιμάκωσης αντιδρώντας σπασμωδικά (ή αν θέλετε συναισθηματικά) σε πιθανές τουρκικές προκλήσεις.
Σίγουρα ο Ερντογάν διατηρεί ένα πλούσιο κατάλογο ενεργειών, πολλαπλών μορφών και διαφοροποιημένων εντάσεων και επικινδυνότητας που κατά περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιήσει με κύρια στόχευση την επανεκλογή του. Εκτιμώ ότι έχει επαρκώς ειδοποιηθεί -και ο ίδιος αντιληφθεί- από την Αθήνα, για τα όρια εκείνα υπέρβαση των οποίων θα επιφέρουν την πλήρη σύρραξη.
Άραγε με την ανάδειξη νικητού στις εκλογικές διαδικασίες στην Τουρκία θα επανέλθουμε σε ένα χαμηλότερης έντασης ανταγωνισμό των δύο χωρών καθώς θα έχει εκλείψει το κίνητρο της πολιτικής επικράτησης; Η εκτίμηση μου είναι αρνητική.
Σε περίπτωση επανεκλογής του Ερντογάν εκτιμάται ότι αρχικά και φραστικά θα προχωρήσει σε δηλώσεις καλών προθέσεων που ταχύτατα όμως -ως είθισται- θα διαψευστούν από συγκρουσιακές επιλογές που θα επανέλθουν δριμύτερες.
Σε περίπτωση επικράτησης της αντιπολίτευσης, οι «κορώνες» του αντιπολιτευόμενου πλέον ΑΚΡ και η εξίσου ακραία ρητορική που έχει -εδώ και καιρό- επιλέξει το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) καθιστούν βεβαία τη συνέχιση της ίδιας αναθεωρητικής πολιτικής που βασίζεται στους εκβιασμούς και την απειλή χρήσης στρατιωτικής ισχύος.
Ενδεχομένως η επικράτηση της αντιπολίτευσης να συνοδευθεί αρχικά από μια απατηλή αυτοσυγκράτηση στα ελληνοτουρκικά και μια προσποιητή επίδειξη διάθεσης επαναπροσέγγισης προς τη Δύση. Σε αυτή την περίπτωση, είναι μάλλον βέβαιο ότι οι δυτικές χώρες θα επιδείξουν «καλή διάθεση» για να προσελκύσουν την ζωτική σύμμαχο στον ορθό δρόμο με ότι αυτό συνεπάγεται στην επανεμφάνιση και ενδυνάμωση των πιέσεων (κυρίως στην Αθήνα) για εξεύρεση μιας «αμοιβαίας επωφελούς και πολιτισμένης λύσεως» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Για αυτό τον λόγο κρίνω ως επικίνδυνη την επικράτηση της πολλαπλά διαιρεμένης αντιπολίτευσης που ωθούμενη από το «βαθύ» κράτος του αφύσικου ισλαμιστικό-εθνικιστικού υβριδίου ΑΚΡ και ΜΗΡ θα ακολουθήσει μια ακόμη περισσότερο συγκρουσιακή πορεία με την Ελλάδα.
Άρα θα πρέπει να επιλέξουμε το «δαγκωτό στον Ερντογάν»; Ίσως να φαίνεται ως η καλύτερη επιλογή σήμερα, χωρίς φυσικά καμία βεβαιότητα και με το καίριο ερώτημα του «τι Τουρκία επιθυμούμε να έχουμε δίπλα μας». Φιλοσοφικό το ερώτημα καθώς η απάντηση ελάχιστα εξαρτάται από εμάς.
Παρά ταύτα, η λογικοφανής σκέψη-επιθυμία της «εξημέρωσης» της Άγκυρας, προ εικοσαετίας, μέσω της ευρωπαϊκής πρόσδεσης, δεν λειτούργησε όπως εμείς την είχαμε φανταστεί. Μικρή σημασία έχει πλέον το ερώτημα σε ποιους ώμους βρίσκεται η κύρια ευθύνη της αποτυχίας αυτής της πολιτικής, σίγουρα η Ελλάδα και Κύπρος, μηδαμινή ευθύνη έχουν. Πολύ δύσκολα να επανέλθει η Άγκυρα σε αυτήν την τροχιά που πλέον φαίνεται να μην αποτελεί προτίμηση των νέων πολιτικοοικονομικών ελίτ της χώρας ούτε και να συνάδει με το όραμα της τουρκικής υπερδύναμης που έχει σαγηνεύσει τις πλατιές μάζες του τουρκικού λαού (παρά τα τεράστια προβλήματα του).
Μη μπορώντας λοιπόν να εκτιμήσουμε μετά βεβαιότητας τι είναι καλύτερο για τον Ελληνισμό και φυσικά με ελάχιστες έως και μηδαμινές δυνατότητες επηρεασμού των εξελίξεων στη γειτονική χώρα, οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε (και) για τα χειρότερα σενάρια.
Ένα από τα χειρότερα σενάρια προβλέπει μια σειρά τουρκικών προκλήσεων και ενεργειών μεγάλης κλίμακος -ειδικά από πλευράς αποτελεσμάτων- στη διάρκεια μιας πιθανής και συνταγματικά προβλεπόμενης απουσίας ισχυρής εκλεγμένης κυβερνήσεως στην Αθήνα το 2023.
Υπαρκτός ο κίνδυνος, αλλά θεωρώ ότι τα πολιτικά μας κόμματα, έχοντας συνειδητοποιήσει τους κινδύνους, θα λάβουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πλήρη και αποφασιστική λειτουργία των θεσμικών οργάνων και μηχανισμών την επίμαχο περίοδο για την άμεση αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου. Θεωρώ επίσης ότι έχοντας επιτυχώς εντρυφήσει τα δυσάρεστα μαθήματα του πρόσφατου παρελθόντος θα είμαστε σε ετοιμότητα επιτυχούς αντίδρασης.
Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι η αντίπαλη πλευρά είναι πιθανόν να εισέλθει σε μια περίοδο αβεβαιότητας, αν τα αποτελέσματα των εκλογών δεν είναι καθαρά και ιδίως αν η εκλογική επικράτηση του «σουλτάνου» απολεστεί με οριακή διαφορά. Δεν θα είναι απίθανο (ούτε όμως και το πιθανότερο σενάριο) να δούμε ακόμη και εικόνες συγκρούσεων και αποσύνθεσης ανάλογες με εκείνες του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.
Σε μια παρόμοια περίπτωση -ενδεχομένως- να εμφανιστεί «παράθυρο ευκαιρίας» δικής μας αξιοποίησης της αντίπαλης κρίσεως. Προφανώς και δεν μιλάω για μια διακινδύνευση στρατιωτικής σύγκρουσης αλλά για μια κατάλληλη και χαμηλού ρίσκου, ίσως και χαμηλής ορατότητας, προσεκτικά προετοιμασμένης και μεθοδευμένης προώθησης των δικών μας εθνικών στόχων, αν και εφόσον και το διεθνές περιβάλλον φανεί ευνοϊκό.
Γενικότερα θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι προετοιμασίες μας οφείλουν να προβλέπουν όλα τα πιθανά και απίθανα σενάρια και να μην περιορίζονται σε μια αμυντική αντιμετώπιση των κρίσεων αλλά επιτέλους να εντάξουμε τη στρατηγική του χειρισμού των κρίσεων στη φαρέτρα των μέσων της υψηλής μας στρατηγικής για επίτευξη των δικών μας εθνικών στόχων. Άλλως θα είμαστε οιονεί στη θέση του αμυνομένου με ότι αυτό, αργά ή γρήγορα, συνεπάγεται.
***
ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ- Αντιστράτηγος (εα)
- Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
- Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)
- E-mail: rafaelmarippo@yahoo.gr