Η ανατολική Συρία ανάμεσα στην εξυπνάδα της Άγκυρας και τον Αμερικανό ψηφοφόρο

Eνα από τα πιο σημαντικά βήματα του Τραμπ σε σχέση με τον συριακό φάκελο, είναι να απεμπλακεί από αυτήν την περίπλοκη κατάσταση.
Bumblee_Dee via Getty Images

Μετά από δύο εβδομάδες μαραθώνιων διαπραγματεύσεων, ανακοινώθηκε από την αμερικανική και τουρκική πλευρά μνημόνιο κατανόησης που περιγράφει αυτό που αποκαλεί η Άγκυρα ”διάδρομο ειρήνης” και η Ουάσιγκτον ένα κοινό κέντρο συντονισμού στην βορειοανατολική Συρία. Μετά από αυτήν την συμφωνία πολλές αναλύσεις από ανατολών εις δυσμάς προσπαθούν να διατυπώσουν την άποψή τους γι’αυτήν. Οι προσκείμενοι στην Άγκυρα την θεωρούν μεγάλη της νίκη, ενώ οι δυτικοί παρατηρητές την βλέπουν ως μια μεγάλη απώλεια για την Τουρκία και ότι στο πεδίο η τουρκική διπλωματία δεν αποκόμισε κάποιο κέρδος παρά μόνο υποσχέσεις χωρίς συγκεκριμένες ημερομηνίες, λίγο πολύ όπως η συμφωνία για το Μάνμπιτζ. Μεταξύ όλων αυτών, οι πλευρές, δεδομένου ότι δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες της συμφωνίας αυτής, προσπαθούν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη σύμφωνα τις ιδιαιτερότητές τους και την ατζέντα τους. Θα εξηγήσω εδώ το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, το χρονοδιάγραμμα και τα αποτελέσματα των τελευταίων ημερών, με πραγματιστική γλώσσα μακριά από συναισθήματα που δεν έχουν καμμία θέση στην πολιτική.

Είναι ξεκάθαρο, χωρίς αμφιβολία, ότι ένα από τα πιο σημαντικά βήματα του Τραμπ σε σχέση με τον συριακό φάκελο, είναι να απεμπλακεί από αυτήν την περίπλοκη κατάσταση. Αυτή η πραγματικότητα ήταν εμφανής στις ομιλίες του πριν την άφιξή του στο Λευκό Οίκο και μεταφράστηκε στο έδαφος κατόπιν. Η οικονομική προσέγγιση του Τραμπ προσδιορίζει την Συρία ως μια έρημο πλημμυρισμένη από το αίμα των Συρίων, στην οποία δεν έχει ”ούτε καμήλες, ούτε πρόβατα”, δεν έχει κανένα συμφέρον. Η ποσότητα και η ποιότητα του συριακού πετρελαίου δεν είναι σημαντικές ώστε η παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή να έχει κάποιο οικονομικό αντίκρισμα. Ο Τραμπ θεωρεί ότι ένα μεγάλο μέρος των Αμερικανών ψηφοφόρων είναι κουρασμένο από τους πολέμους εκτός συνόρων, οπότε η επαναφορά χιλιάδων στρατιωτών πίσω στην πατρίδα και τις οικογένειές τους είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο στην προεκλογική στρατηγική του για το όραμά του να είναι και πάλι υποψήφιος. Αυτό το βήμα του Τραμπ, ακόμα και εάν εξυπηρετεί την κατάσταση στην Μέση Ανατολή, αποτελεί την βασική προσωπική του άποψη. Γι’αυτό, η Ουάσιγκτον άρχισε να αναζητά στρατιωτικές δυνάμεις που θα κάλυπταν το αμερικανικό κενό στην ανατολική Συρία. Όμως, η επικοινωνία με τους δυτικούς συμμάχους δεν απέδωσε. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Αυστρία απέρριψαν το αίτημα των ΗΠΑ, ενώ η απάντηση της Γαλλίας και της Βρετανίας ήταν δειλή και πέρα από τις αμερικανικές προσδοκίες. Το Παρίσι και το Λονδίνο συμφώνησαν να αυξήσουν τον αριθμό των στρατιωτών τους κατά 10-15% που αναλογεί σε περίπου 500 στρατιώτες. Οι ΗΠΑ χρειάζονται τουλάχιστον 5.000 στρατιώτες. Έτσι, η Ουάσιγκτον προχώρησε στο σχέδιο Β, που βασίζεται στην χρήση των αραβικών δυνάμεων. Εκείνη τη στιγμή η Άγκυρα άρχισε να αυξάνει τις απειλές της για να επιβάλει μια ασφαλή ζώνη στην ανατολική Συρία.

Μετά την απώλεια της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας στις τουρκικές δημοτικές εκλογές που έδειξε σημαντική πτώση στη δημοτικότητα του Ερντογάν και του κόμματός του, η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να επανεξετάζει την στάση της σε πολλούς φακέλους, με κύριο τον φάκελο των διεθνών σχέσεων και δεύτερο την παρουσία των Συρίων προσφύγων στην Τουρκία. Ο Ερντογάν, εμμένοντας στην συμφωνία των S-400, άρχισε να αισθάνεται τους κινδύνους των αμερικανικών απειλών για την τουρκική οικονομία που είναι δυνατόν να αποτελέσουν το τελειωτικό πλήγμα για την διατήρηση του ΑΚΡ στην ηγεσία της χώρας. Παρά τις δυνατές εσωκομματικές φωνές ότι η συμφωνία πρέπει να ακυρωθεί ή να αναβληθεί, ο Ερντογάν έκρυβε το τελευταίο από τα χαρτιά του που αποκάλυψε κατά τη σύνοδο κορυφής των G20 και του οποίου το αποτέλεσμα ήταν η συμφωνία για την ”ασφαλή ζώνη” στην ανατολική Συρία. Και όμως, ο Ερντογάν μπόρεσε να συνδέσει έξυπνα το ζήτημα των S-400 με τον φάκελο της ανατολικής Συρίας. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά η χρονολογική σειρά των γεγονότων.

Στην πραγματικότητα, η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να ασκεί πιέσεις στην Ουάσιγκτον σχετικά με την ασφαλή περιοχή στην ανατολική Συρία το περυσινό φθινόπωρο. Η Άγκυρα ανακοίνωσε την αποστολή ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στα τουρκο-συριακά σύνορα και αύξησε το επίπεδο ετοιμότητας των δυνάμεων της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης που βρίσκονται στις περιοχές της ”Ασπίδας του Ευφράτη” και του Αφρίν. Η αμερικανική πίεση εκείνης της περιόδου ώθησε την Άγκυρα να τηρήσει στάση αναμονής. Όμως, τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Ερντογάν, ο Ερντογάν πέτυχε να πείσει τον Τραμπ να συμμερισθεί τις απόψεις του για τον συριακό φάκελο και να υποχωρήσει. Παράλληλα, παρά την προσωπική δήλωση Τραμπ ότι θα αποχωρήσει από την Συρία πολύ σύντομα, οι εσωτερικές κυβερνητικές πιέσεις αλλά και αυτές των Ευρωπαίων συμμάχων και των Ισραηλινών τον έκαναν να αναβάλει αυτό το βήμα. Επίσης, η Τουρκία ήταν απασχολημένη με τα εσωτερικά της και τον φάκελο του Ίντλιμπ.

Στις αρχές του περασμένου μήνα, ταυτόχρονα με την άφιξη των πρώτων τμημάτων του πυραυλικού συστήματος S-400 και χωρίς προειδοποίηση, η Άγκυρα επανέφερε το θέμα της ασφαλούς περιοχής στην βορειοανατολική Συρία. Αύξησε τις απαιτήσεις της και προώθησε χιλιάδες Τούρκων και Συρίων που ανήκουν στην συριακή ένοπλη αντιπολίτευση στρατιωτών προς τα σύνορα της Συρίας την ίδια στιγμή που η Ουάσιγκτον ετοιμαζόταν να επιβάλει οικονομικές και στρατιωτικές κυρώσεις στην Άγκυρα σε απάντηση για την αγορά του συστήματος S-400 μετά και τη λήξη της στρατιωτικής συνεργασίας για τα F-35. Αυτή η έξυπνη τουρκική κίνηση έβαλε την Ουάσιγκτον από την θέση ισχύος στην θέση του φίλου και οδήγησε στην έναρξη μακρών διαπραγματεύσεων με τους Τούρκους αξιωματούχους για να φθάσουν στο μνημόνιο κατανόησης που δημοσιεύθηκε πρόσφατα.

Όσο για το αποτέλεσμα, παρά το ότι δεν είναι σαφές τί έχει συμφωνηθεί μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον, το πιο σημαντικό είναι ότι η Άγκυρα δεν θα αντιμετωπίσει πρόσθετες οικονομικές κυρώσεις, και αυτό από μόνο του είναι ένα σημαντικό διπλωματικό επίτευγμα, μιλώντας με πολιτικούς και οικονομικούς όρους. Από όσα κυκλοφορούν τελευταία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το πιο κοντινό στην πραγματικότητα είναι ότι θα υπάρξουν δύο ”διάδρομοι ειρήνης”. Ο πρώτος θα είναι υπό την πλήρη επιρροή και προστασία των δυνάμεων που ανήκουν στην συριακή ένοπλη αντιπολίτευση και τον οποίο θα μπορεί η Τουρκία να χρησιμοποιήσει για να επαναπροωθήσει χιλιάδες Συρίων προσφύγων. Θα είναι περιορισμένος και όχι εντός των τουρκικών επιδιώξεων. Η δεύτερη ζώνη θα έχει μεγαλύτερο μήκος και βάθος σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Η Άγκυρα θα μπορεί να μετακινεί τα στρατεύματά της σε αυτήν και θα μπορεί να δημιουργήσει στρατιωτικές βάσεις - παρατηρητήρια. Από την άλλη πλευρά, η Ουάσιγκτον, ή μάλλον ο Τραμπ, θα έχει αποκτήσει επιπρόσθετες δυνάμεις εντός της ανατολικής Συρίας, κάτι που θα συμβάλει στην επιτάχυνση του χρονοδιαγράμματος αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από την περιοχή. Με αυτό το σενάριο οι κερδισμένοι θα είναι η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον, ενώ ο μόνος χαμένος αυτής της συμφωνίας θα είναι οι κουρδικές πολιτοφυλακές που αρχίζουν να αισθάνονται ότι το όνειρό τους για ένα κουρδικό κράτος είναι πλέον παρελθόν.

Δημοφιλή