Όχι, δεν αναφερόμαστε στη συγκλονιστική ταινία της Ζυστίν Τριέ που κέρδισε δίκαια το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 2023, και σαρώνει το ένα μετά το άλλο όλα τα μεγάλα βραβεία των Ενώσεων Κριτικών, Ηθοποιών και όσων ασχολούνται με το σινεμά.
Απλά, δανειζόμαστε τον τίτλο της ο οποίος μέσα στη γενικότητα του συμπεριλαμβάνει κάθε πτώση, είτε φυσική –όταν φουντάρεις από τον τρίτο όπως ο σύζυγος της ηρωίδας, - είτε βυθίζεσαι στις ψυχολογικές καταβόθρες του νου που άλλοτε οδηγούν στα Τάρταρα κι άλλοτε βγάζουν στον αφρό. Θα μπορούσε ακόμη, μεταφορικά να υπονοεί το χάσμα που μας καταπίνει από την έλλειψη επικοινωνίας, τις διαφορετικές καταβολές, τις διαφορετικές γλώσσες, την βία, την εξουσία σε βάρος του άλλου, τη λεκτική πανούκλα , - αυτή τη μεταδοτική ασθένεια των λέξεων που έχει προσβάλλει τον Έλληνα όπως και τόσα άλλα…
Αυτή η νέα πραγματικότητα έτσι όπως αναδύεται κάθε πρωί μέσα από το γυαλί, αντικατοπτρίζει μια άλλη πτώση που φαντάζει τόσο φυσιολογική όσο το κουλούρι που μασουλάς στο δρόμο για τη στάση. Ένας άλλος κόσμος στον οποίο η ανθρώπινη ζωή είναι φτιαγμένη μόνο από βάσανα. Πως τα βάσανα είναι το κύριο συστατικό του κόσμου. Πώς το φυσιολογικό μέσα στην απλότητα του είναι το πιο απαγορευτικό και τόσο απευκταίο όσο το προπατορικό αμάρτημα.
Αυτό που όλοι γνωρίζουμε, πως η καλύτερη στιγμή της ημέρας είναι όταν επιστρέφεις βράδυ σπίτι σου από τη δουλειά, - ξεντύνεσαι, φοράς τα παλιά και τα τριμμένα, τσιμπάς κάτι με μια μπύρα στο πόδι, βάζεις τη μουσική που σου αρέσει κι ύστερα βυθίζεσαι στον καναπέ με το τηλεκοντρόλ στο χέρι - αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινο πολιτισμό και που κρύβει πίσω του τόσες λέξεις, τόση δουλειά και τόσους αγώνες, ένα σωρό ηλίθιοι προσπαθούν με τη στάση τους να μας πείσουν πως εμείς οι πολλοί, δηλαδή τα ζώα, δεν έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε.
Κι αυτή η βραδύτητα του νου τους, τείνει να γίνει εθνικό χαρακτηριστικό που αυξάνει τα λάθη, την υστερία, τη βία, την απουσία διαλόγου, τα ”Ωχ, αδελφε”, τα ’Άντε γα*****. Παντού περισσεύει ο θυμός, η άρνηση.
Μας αναγκάζουν να πάμε κόντρα στο αίμα του πατέρα μας. Να απορρίψουμε την τρυφερότητα και την ευγένεια της μάνας μας. Πρέπει να γίνουμε ψυχροί με τ’ αδέλφια μας, τους φίλους μας.
Εκβαρβαριστήκαμε.
Μιλάμε βάρβαρη γλώσσα.
Μάθαμε να χρησιμοποιούμε ξένες συνήθειες, να ακολουθούμε γελοία πρότυπα, κανιβαλίζουμε κι όποιος τολμήσει να σηκώσει μπόι, όποιος υψώσει φωνή, είναι καταδικασμένος, γίνεται θύμα. Στον σημερινό κόσμο τίποτα δεν είναι ομορφότερο από το θύμα.
Γι’ αυτό γεμίσαμε δολοφόνους και ζωντανά πτώματα ξεθαμμένα από τον πιο βαθύ λάκκο της αθωότητας. Εκτελεστές, μάνες για πούλημα, για ενοικίαση, μωρά για πέταμα, γιδοβοσκούς, μαθητές μπουμπούκια, εντεταλμένους κόλακες, αδελφότητες, μυστικές τάξεις , σκηνοθέτες και κριτικούς που διασκεδάζουν με εξημερωμένα ζώα, μέλη φιλολογικών ομίλων, επιτροπές αξιολόγησης που μοιράζονται επαίνους και χρήμα μεταξύ τους, όλα σε προσφορά, όλα σε πτώση. Μια πτώση τιμών και αξιών που πουθενά αλλού δεν ακούγεται τόσο εκκωφαντική.
Και το πιο λυπηρό είναι, όταν συναντάς εκείνους τους ανθρώπους που ξόδεψαν τη ζωή τους υπηρετώντας ανθρωποειδή που δεν τους έφταναν ούτε ως το γόνατο. Αυτό δεν είναι περίεργο;
Πώς γίνεται να ζεις, όταν βουλιάζεις κάθε μέρα δίπλα στους αφόρητα μέτριους, τους άσχημους, τους αδιαφιλονίκητους πρωταθλητές της λάσπης και της επίκυψης , τους Φιλισταίους, τους παπουτσωμένους μπαμπουίνους που μιλάνε την ίδια γλώσσα;
Πώς συνυπάρχεις αν δεν γίνεις ίδιος κι απαράλλακτος; Πώς αντιστέκεσαι στην κλοπή, το έγκλημα, τη λεηλασία, τις επινοημένες ζωές;
Απάντηση δεν έχουμε. Ίσως, μόνο αν επαναστατήσουν οι πολλοί για να πεισθούν οι ‘βασιλιάδες’ ν’ ανοίξουν μανάβικο!