Η ανατομία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και οι προεκτάσεις της στο σήμερα

Είναι σημαντικό να αξιολογηθούν τα δεδομένα με πραγματισμό. Η Τουρκία ακολουθεί με συνέπεια μια πολιτική με στόχο την επικυριαρχία στην Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Φωτογραφίες με αγνοούμενους Έλληνες Κυπρίους (Photo by Raphael GAILLARDE/Gamma-Rapho via Getty Images)
Φωτογραφίες με αγνοούμενους Έλληνες Κυπρίους (Photo by Raphael GAILLARDE/Gamma-Rapho via Getty Images)
Raphael GAILLARDE via Getty Images

Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, εκμεταλλευόμενη το ολέθριο πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, διακήρυξε ότι στόχος της ήταν η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας ήταν μάλλον υποτονική ενώ η Χούντα και το πραξικοπηματικό καθεστώς στη Λευκωσία ήταν σε απομόνωση. Με την πτώση της Χούντας και την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή καθώς και καθηκόντων προεδρεύοντος στην Κύπρο από τον Γλαύκο Κληρίδη σύμφωνα με το Σύνταγμα, το σκηνικό διαφοροποιήθηκε. Όμως η Τουρκία παρέμεινε άκαμπτη. Και όταν ο Κληρίδης εισηγήθηκε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 η απάντηση του Ντενκτάς σε απόλυτη συνεργασία με την Άγκυρα ήταν: «είναι πλέον αργά».

Το τι έλαβε χώρα μέχρι και την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής παραπέμπει στις μεθόδους του Χίτλερ στην Τσεχοσλοβακία το 1938, όταν επικαλέσθηκε τη Γερμανική μειονότητα στη Σουδητία. Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε τα δεδομένα και τη στάση των διαφόρων δρώντων και τις συνέπειες μέχρι σήμερα.

Ενώ το χουντικό πραξικόπημα προκάλεσε την τουρκική εισβολή, η Ελλάδα, ακόμα και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, δεν αντέδρασε στην τουρκική θηριωδία στην Κύπρο. Λίγο πριν την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη και την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιος Μαύρος διακήρυξε ότι «μεταξύ ταπεινώσεως και πολέμου η Ελλάς διαλέγει ουχί την ταπείνωση». Αλλά φεύ! Η Κύπρος σφαγιάσθηκε, το έθνος υπέστη εθνική ταπείνωση και η Ελλάδα απώλεσε μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της, με βαρύ τίμημα μέχρι σήμερα. Αλλά ούτε και η Αγγλία τήρησε τις υποχρεώσεις της ως εγγυήτρια δύναμη. Προφανώς το σύστημα εγγυήσεων του 1960 απέτυχε παταγωδώς.

Οι ΗΠΑ υπό την επιρροή του Κίσινγκερ (καθώς ο Πρόεδρος Νίξον ήταν παροπλισμένος) διευκόλυναν την Τουρκία. Και παρά τις αντιδράσεις διαφόρων χωρών σταδιακά ο ΟΗΕ προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Οι σχετικές αποφάσεις του Οργανισμού καλούσαν τις δύο κοινότητες να επαναλάβουν τις συνομιλίες για την κατάληξη σε οριστική συμφωνία του Κυπριακού. Στην πορεία του χρόνου το πρόβλημα παρουσιαζόταν ως κυρίως διακοινοτικό και η Τουρκία ως τρίτο μέρος στην όλη διένεξη.

Η τραγωδία της Κύπρου ήταν η μεγαλύτερη για τον Ελληνισμό μετά τη Μικρασιάτικη καταστροφή. Οι συνέπειες του πραξικοπήματος και της εισβολής δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί καθώς η Τουρκία δεν αρκείται στην de facto διχοτόμηση της Κύπρου.

Δυστυχώς, η ελληνική πλευρά εκτός από την ήττα στο στρατιωτικό πεδίο δεν κατάφερε να προτάξει ένα ολοκληρωμένο αφήγημα. Το τι έλαβε χώρα στο τραπέζι των συνομιλιών από το 1974 μέχρι σήμερα δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του ανισοζύγιου δυνάμεων. Ήταν επίσης και αποτέλεσμα ανεπαρκούς γνώσης για τα τεκταινόμενα και το τι εσυζητείτο. Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται ότι υπήρχαν υπερβολικές προσδοκίες από τον ΟΗΕ. Και όμως, η δική μας πλευρά τελικά (σωστά) δεν αποδέχθηκε τις προτάσεις των εκάστοτε ΓΓ του ΟΗΕ στους ατέρμονους κύκλους των συνομιλιών: Δείκτες Γκουεγιάρ, Ιδέες Γκάλι, Σχέδιο Ανάν και πρόσφατα το Πλαίσιο Γκουτέρες στο Κραντ Μοντάνα.

Οι συγχύσεις και αντιπαραθέσεις στο ενδοελληνικό μέτωπο ήταν και εξακολουθούν να είναι έντονες. Εκτός από την αλληλοεπίρριψη ευθυνών, οι ιδεολογικές προσεγγίσεις των ζητημάτων επηρεάζουν και την πολιτική του σήμερα. Ενώ υπήρξαν ευκαιρίες για διευθέτηση του Κυπριακού πριν το 1974 (που βελτίωναν το Σύνταγμα Ζυρίχης-Λονδίνου), οι οποίες θα έπρεπε να αξιοποιηθούν, τούτο δεν μπορεί να λεχθεί για την περίοδο μετά την εισβολή (καμία πρόταση δεν βελτίωνε το status quo).

Σε ένα πολύ ταραχώδες περιβάλλον ο Πρόεδρος Μακάριος είχε πετύχει διά του Ψηφίσματος 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τη νομιμοποίηση του Δικαίου της Ανάγκης. Η τραγωδία για την Κύπρο ήταν ότι ο ηγέτης της προδόθηκε από την κυπριακή ακροδεξιά και τη Χούντα και δεν αφέθηκε να ολοκληρώσει το όραμά του για ένα πραγματικά ανεξάρτητο ενιαίο κράτος. Χωρίς την αποσταθεροποίηση από την ΕΟΚΑ Β και το εγκληματικό πραξικόπημα της Χούντας δεν θα μπορούσε η Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο.

Μετά την καταστροφή ο Μακάριος αποδέχθηκε τον οδυνηρό συμβιβασμό της ομοσπονδίας σε γεωγραφική βάση. Όμως και πάλιν δεν επήλθε συμφωνία καθώς η τουρκική πλευρά κατ’ ουσίαν επιζητούσε μια διευθέτηση διά της οποίας θα καταργείτο η Κυπριακή Δημοκρατία και θα δημιουργείτο μια νέα τρικέφαλη οντότητα η οποία θα τελούσε υπό την κηδεμονία της Άγκυρας.

Έτσι στην τελευταία του ομιλία στις 20 Ιουλίου 1977 ο Μακάριος διακήρυξε την ανάγκη για μακροχρόνιο αγώνα για την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού. Και όμως μέχρι σήμερα λοιδορείται ο μακροχρόνιος αγώνας, ο οποίος δεν έγινε ποτέ, για τη μη επίλυση του Κυπριακού. Επιπρόσθετα, ως αποτέλεσμα της μεγάλης σύγχυσης στο ενδοελληνικό μέτωπο εν πολλοίς οι Τουρκοκύπριοι παραμένουν στο απυρόβλητο ως άμοιροι ευθυνών. Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι όπως και η Άγκυρα, επικαλούνται το Σύνταγμα του 1960 κατά το δοκούν, υπογραμμίζοντας δικαιώματα και αγνοώντας τις υποχρεώσεις τους.

Εν κατακλείδι είναι σημαντικό να αξιολογηθούν τα δεδομένα με πραγματισμό. Η Τουρκία ακολουθεί με συνέπεια μια πολιτική με στόχο την επικυριαρχία στην Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και προς αυτή την κατεύθυνση χρησιμοποιεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα και την κατοχική οντότητα. Η δική μας πλευρά θα πρέπει να αποβάλει τις οποιεσδήποτε ψευδαισθήσεις και να πράξει ανάλογα. Η προάσπιση και συνεχής αναβάθμιση της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και η ενίσχυση των συντελεστών ισχύος αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για εθνική επιβίωση.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Δημοφιλή