Οι επιχειρήσεις ως αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού γίγνεσθαι επηρεάζουν και επηρεάζονται από το κράτος και τις πολιτικές αλλαγές. Τα μέτρα και η φιλοσοφία διακυβέρνησης της κρατικής διοίκησης επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις συνθήκες λειτουργίας και ευμάρειας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε μία χώρα. Από την άλλη, η δύναμη των επιχειρήσεων και η ανάπτυξη που μπορούν να φέρουν συντελούν στη διαμόρφωση της πολιτικής και της κρατικής διακυβέρνησης ιδιαίτερα στο νομοθετικό κομμάτι. Ζώντας σε μία οικονομικά φιλελεύθερη κοινωνία δεν αναιρείται το γεγονός πως δεν υπάρχει ένα πλαίσιο και ένα σύστημα μέσα στο οποίο μία επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητες της. Για να γίνει πίο εύληπτη αυτή η προσπάθεια αμοιβαίας ωφέλειας ας σκεπτούμε μία επιχείρηση που ζητά ευνοϊκότερο νομοθετικό πλαίσιο με την υπόσχεση της δημιουργίας θέσεων εργασίας στην τοπική κοινωνία και μία δημόσια διοίκηση που επιθυμεί να πετύχει τις προγραμματικές δηλώσεις για μείωση της ανεργίας. Πολλές φορές ωστόσο τα δύο μέρη για τα οποία συζητούμε πίο πάνω εκμεταλλεύονται τυχοδιωκτικά το ένα το άλλο χωρίς πάντα να υπάρχει μία win-win σχέση.
Eίναι θεμελιώδους σημασίας η εκάστοτε κυβέρνηση να εμπλέκεται σε έναν στρατηγικό διάλογο με τις επιχείρησης. Ορίζουμε ως στρατηγικό διάλογο (strategic dialogue) τη συνεχή αλληλεπίδραση των διάφορων μερών με κοινά και αλληλοσυγκρουόμενα κάποιες φορές συμφέροντα ώστε να επιτευχθεί συντονισμός και μία φορμαλιστική διαδικασία επίλυσης ζητημάτων που θα έχει καρποφόρα-αμοιβαία επωφελή αποτελέσματα. Η κυβερνητική δέσμευση σε διάλογο με τις επιχειρήσεις αυξάνει βέβαια έναν αριθμό ανησυχιών, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης πιέσεων από την μεροληψία και συμπαιγνία. Για αυτό είναι σημαντικό ο στρατηγικός διάλογος να δημιουργηθεί και να διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιεί τους δυνητικούς κινδύνους, ενώ ταυτόχρονα ενθαρρύνει μία ροή πληροφοριών που επιτρέπει στην κυβέρνηση να κατανοήσει που μπορεί να υποστηρίξει καλύτερα την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη.
Ο στρατηγικός διάλογος επιδιώκει να βελτιώσει την ποιότητα των συνομιλιών μεταξύ της βιομηχανίας και της κυβέρνησης που έτσι και αλλιώς υφίστανται και θα συνεχίσουν να υφίστανται. Ο στρατηγικός διάλογος επιδιώκει τη συνεργασία με μια συλλογική ομάδα για θέματα που επηρεάζουν τη βιομηχανία ως ένα σύνολο, και όχι μεμονωμένες εταιρείες.
Η φιλοσοφία του στρατηγικού διαλόγου διαφέρει από άλλους τρόπους που η κυβέρνηση ασχολείται με μεμονωμένες επιχειρήσεις και βιομηχανίες - αυτό πρέπει να καταστεί σαφές στους συμμετέχοντες στο διάλογο. Η κυβέρνηση πρέπει να είναι ξεκάθαρη ότι ο σκοπός της είναι η καλύτερη κατανόηση των αναγκών του τόπου και η προσπάθεια καλύτερης συνεργασίας ώστε να επιτρέψουν στη βιομηχανία να συνεργαστεί σε περιοχές κοινού ενδιαφέροντος - δεν αποτελεί φόρουμ για την άσκηση πίεσης ή την τυχοδιωκτική συναλλακτική σχέση σε μεμονωμένες επιχειρήσεις. Κάτω από αυτό το φως, οι συζητήσεις πρέπει να είναι προσαρμοσμένες ώστε να ταιριάζουν με τη δομή και προκλήσεις που αντιμετωπίζει μια συγκεκριμένη βιομηχανία
Οι σχέσεις κράτους- επιχείρησης πρέπει να επικεντρώνονται στην αναγνώριση και κατανόηση τομέων κοινού ενδιαφέροντος. Ένα πιο εδραιωμένο σύνολο σχέσεων και σαφές πλαίσιο διαλόγου απαλλαγμένο από παθογένειες συναλλακτικών σχέσεων «πάρε-δώσε» είναι αναγκαίο ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των συνεχών αλλαγών, της αβεβαιότητας και της κραυγής για ένα κοινωνικό κράτος δικαίου.