H συζήτηση που διεξάγεται εσχάτως γύρω από την οικονομική πολιτική της χώρας περιορίζεται, ως μονοκαλλιέργεια, σχεδόν αποκλειστικά στη φορολογική πολιτική. Και δεν συζητιούνται καθόλου τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, η οποία παραμένει θεμελιωδώς παρασιτική, παρά τις αλλαγές προς τη θετική κατεύθυνση που έχουν γίνει στη μεταμνημονιακή περίοδο, όπως η αύξηση των εξαγωγών
Το βασικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας είναι πως εξακολουθεί εν πολλοίς να παραμένει αγκιστρωμένη στο καταναλωτικό μοντέλο, παρότι αυτό κατέρρευσε με πάταγο κατά την κρίση των μνημονίων και η χώρα θα έπρεπε να βαδίσει προς μία παραγωγική κατεύθυνση.
Αν θέλαμε μάλιστα να προβούμε σε μία περιοδολόγηση της ελληνικής οικονομίας μεταπολεμικά, θα λέγαμε πως αυτή χωρίζεται σε δύο βασικές περιόδους: την πρώτη, 1949-1975, θα τη χαρακτηρίζαμε περίοδο συσσώρευσης με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Η Ελλάδα ήταν δεύτερη χώρα στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία, σε ρυθμούς ανάπτυξης, με τίμημα όμως μία μεγάλη εξωτερική μετανάστευση και υψηλές κοινωνικές ανισότητες. Στη δεύτερη περίοδο, εκείνη της μεταπολίτευσης, από το 1974 έως το 2009, κατά την οποία τα κέρδη της πρώτης περιόδου κατανέμονται δικαιότερα, περάσαμε στο άλλο άκρο, με υψηλή ροπή στην κατανάλωση και συρρίκνωση των επενδύσεων, εκτός των κατασκευών. Το αποτέλεσμα υπήρξε ένα αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα, μια σχέση εισαγωγών/εξαγωγών τρία προς ένα και αύξηση του εξωτερικού δανεισμού.
Σε όλη αυτή την περίοδο, οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης είναι εξαιρετικά χαμηλοί και η ελληνική οικονομία διασώζεται κατ’ εξοχήν από τις μεταβιβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι επενδύσεις στους παραγωγικούς τομείς είτε συρρικνώνονται είτε μένουν στάσιμοι, ενώ η κατανάλωση φτάνει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα – επί παραδείγματι, το 2008, η Ελλάδα είχε υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση από την Ιταλία!
Αυτό το μοντέλο κατέρρευσε με πάταγο μετά τη διεθνή κρίση του 2008, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25% και το ατομικό εισόδημα κατά 35%, εξαιτίας της αύξησης της φορολογίας. Στα μνημονιακά χρόνια, οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν, ο εξωτερικός δανεισμός θα εκτιναχθεί και οι αμοιβές και οι συντάξεις θα μειωθούν, συχνά δραματικά.
Γίνεται λοιπόν προφανές πως η ελληνική οικονομία, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της σε μακροπρόθεσμη βάση, και να στηρίξει την ίδια την εθνική ανεξαρτησία της χώρας, θα πρέπει να περάσει σε μία νέα περίοδο ισχυρής συσσώρευσης.
Και επειδή είμαστε μέλη μιας ενιαίας αγοράς με κοινό νόμισμα, όλα αυτά μπορούν και πρέπει να πραγματοποιηθούν σε συνθήκες ανοικτής οικονομίας.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την περαιτέρω συμπίεση του κόστους εργασίας, όπως είχε συμβεί στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ή εν μέρει στη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτή η συμπίεση, σήμερα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη μαζική είσοδο φτηνού εργατικού δυναμικού μεταναστών από την Ανατολή και την Αφρική. Αυτή η «λύση» όμως είναι απαράδεκτη εθνικά και κοινωνικά και εντελώς ανέφικτη εξαιτίας των τεράστιων αντιδράσεων που θα υπάρξουν. Άλλωστε, μια τέτοια επιλογή ανάπτυξης, στηριγμένης στο χαμηλό κόστος ανειδίκευτης εργασίας, καταδικάζει την Ελλάδα σε ένα οικονομικό μοντέλο έντασης εργασίας και χαμηλής παραγωγικότητας.
Σήμερα, το ποσοστό επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, παρά την τεράστια αύξησή τους το 2022, φθάνει μόλις το 13% του ΑΕΠ – έναντι του 23% στην Ευρώπη και πάνω από 25% στην Τουρκία. Η μόνη εφικτή λύση, προφανώς, είναι η αυξημένη ροή ξένων επενδύσεων, τόσο ιδιωτικών όσο και ευρωπαϊκών, μέχρις ότου ενισχυθούν και πάλι η εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίου και οι αποταμιεύσεις.
Το ζήτημα των ελλειμμάτων στην απασχόληση θα μπορούσε και θα έπρεπε να λυθεί, αρχικώς, με αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων στον ελληνικό πληθυσμό κατά ένα εκατομμύριο άτομα τουλάχιστον. Πράγματι, οι εργαζόμενοι είναι μόλις 4,2 εκατομμύρια σε έναν πληθυσμό 10,6 εκατ., δηλαδή το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μαζί με την Ιταλία, όταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εργάζεται το 65%, τουλάχιστον, του πληθυσμού.
Όμως αυτό θα προϋπέθετε ένα ευρύτατο σύστημα προστασίας της μητρότητας, παιδικών σταθμών και κέντρων βοήθειας και οικονομικής ενίσχυσης στις εργαζόμενες μητέρες, που θα αποτελούσε και απάντηση στο δημογραφικό ζήτημα. Και όσο και αν κάποιοι φαντασιώνονται τη λύση του δημογραφικού με την «επιστροφή» της γυναίκας στο σπίτι, μια τέτοια επιλογή όχι μόνο θα ήταν αδύνατη κοινωνικά, αλλά, επιπλέον, θα μείωνε το εργατικό δυναμικό της χώρας αντί να το αυξήσει.
Παράλληλα, θα έπρεπε οι επενδύσεις να στρέφονται προνομιακά σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να ανεβεί η παραγωγικότητα της εργασίας, που εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, δηλαδή η Ελλάδα να ανεβεί τεχνολογική βαθμίδα, αντί να κατέβει με την επιλογή της φθηνής εργασίας.
Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την τρέχουσα συζήτηση των κομμάτων γύρω από τα ζητήματα της φορολογίας. Η επιλογή της αντιπολίτευσης είναι η επιστροφή στο καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης, με τη μείωση του ΦΠΑ, όπου η ανάπτυξη θα προέλθει σχεδόν αποκλειστικά από τη ζήτηση.
Όμως, όπως γνωρίσαμε με επώδυνο τρόπο, η άνοδος της κατανάλωσης, χωρίς αντίστοιχη άνοδο της εγχώριας παραγωγής, οδηγεί σε άνοδο των εισαγωγών. Εν πολλοίς, το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η διόγκωση της κατανάλωσης των τουριστών. Γι’ αυτό και το 2022 αυξήθηκε το εμπορικό έλλειμμα –και όχι μόνο στην ενέργεια– από την άνοδο της κατανάλωσης, την οποία δεν μπορούσε να καλύψει η εγχώρια παραγωγή. Συναφώς, η πολιτική της αντιπολίτευσης στρέφεται προς τα πίσω, προς τον μεταπολιτευτικό παράδεισο, γι’ αυτό και έπαψε να αποτελεί πραγματικό πόλο του πολιτικού συστήματος, που κατέστη απελπιστικά μονοπολικό.
Όσο για τη Νέα Δημοκρατία, που απολαμβάνει τη θέση του μονοκράτορα, ορθά μιλάει για ανάπτυξη ως συνέπεια των επενδύσεων και προσδοκά την αύξηση των ξένων κεφαλαιακών εισροών. Ωστόσο, δεν επιμένει στο γεγονός ότι αυτές θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να κατευθύνονται με ειδικά κίνητρα στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Δεν βλέπει ότι το κράτος θα πρέπει να προχωρήσει το ίδιο, σε συνεργασία με το ιδιωτικό κεφάλαιο, σε εμβληματικές επενδύσεις στους τομείς της αμυντικής βιομηχανίας και της τεχνολογίας, όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν επενδύει μόνο του, όπως κάνει η Γαλλία. Διότι, απέναντι στο κράτος - ελέφαντα, που πνίγει την παραγωγή και την κοινωνία, ή το κράτος - απλό νυχτοφύλακα, υπάρχει και το κράτος που επιταχύνει την ανάπτυξη σε κομβικούς τομείς με τη δική του παρέμβαση.
Εάν τα πράγματα αφεθούν μόνο στους νόμους της αγοράς, εξαιτίας του τουρισμού, του ναυτιλιακού συναλλάγματος, των εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ροπή των Ελλήνων προς την κατανάλωση, η πληθώρα των χρηματικών εισροών κινδυνεύει να προσανατολιστεί και πάλι προς την κατανάλωση και όχι προς την παραγωγή.
Επί πλέον, στο πρόγραμμά της, η ΝΔ δεν συνδέει καθόλου το ζήτημα της δημογραφίας και της προστασίας της μητρότητας με την ανάγκη διεύρυνσης της αγοράς εργασίας και της τεχνολογικής αναβάθμισης της χώρας.
Έτσι όμως δεν καθίσταται μοιραία η επιλογή της μαζικής μετανάστευσης, με όλες τις κατακλυσμικές συνέπειες που θα έχει σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, στο σύνορο των κόσμων και σε δημογραφική συρρίκνωση; Και δεν θα οδηγήσει πάλι σε ανάπτυξη υψηλής έντασης εργασίας και χαμηλής έντασης κεφαλαίου;
Και κλείνω με δύο αντίθετα παραδείγματα δύο βιομηχανικών χωρών. Τη Γαλλία και την Ιαπωνία. Η πρώτη επέλεξε, ίσως και λόγω αποικιών, το μοντέλο της μαζικής εισόδου μεταναστών, με αποτέλεσμα μια μόνιμη κοινωνική αναταραχή, την κρίση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και χαμηλή άνοδο της παραγωγικότητας. Η Ιαπωνία επέλεξε το αντίθετο μοντέλο. Αντιμετώπισε το ζήτημα όχι με μετανάστες, αλλά με… ρομποτοποίηση και τεχνολογική αναβάθμιση. Έτσι διατηρεί και υψηλή παραγωγικότητα και υψηλούς μισθούς, και προπαντός διασφαλίζει την κοινωνική της συνοχή.