Ένας θεσμός που εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80 με εξαιρετικά φιλόδοξες προοπτικές, δέχεται αυτή τη χρονική περίοδο κρίσεις και επικρίσεις ως προς την ανεξάρτητη και διαφανή λειτουργία του στις δομές του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πράγματι, τόσο το ευρωπαϊκό δίκαιο όσο και τα συνταγματικά πλαίσια όλων των αναπτυγμένων κρατών, προβλέπουν τη σύσταση και λειτουργία ανεξάρτητων αρχών που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ευαίσθητων κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων.
Κατ’ ουσίαν, με τη σύσταση μιας ανεξάρτητης αρχής, το κράτος μεταφέρει συγκεκριμένα καθήκοντα και αρμοδιότητες σε συγκεκριμένες δομές και πρόσωπα, διασφαλίζοντας με συγκεκριμένη νομοθεσία τη λειτουργική τους ανεξαρτησία για την αντικειμενική και διαφανή εκτέλεση των καθηκόντων τους. (άρθρο 2§1 Ν. 3051/2002).
Απώτερος σκοπός της ίδρυσης των ανεξάρτητων αρχών είναι η εκτέλεση των καθηκόντων τους με αμεροληψία και αντικειμενικότητα, πέραν κάθε πολιτικής και κομματικής παρέμβασης, ήτοι με πλήρη ανεξαρτησία απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και φυσικά στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Εν προκειμένω, ανακύπτουν έλλογα και εύλογα ερωτήματα τα οποία προβληματίζουν το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Και τούτο διότι η επιλογή των μελών που στελεχώνουν τις διοικήσεις των ανεξάρτητων αρχών γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής (άρθρο 101 Α παρ. 2 του Συντάγματος), δηλαδή ένα όργανο το οποίο αποτελείται από εκπροσώπους και μέλη των πολιτικών κομμάτων.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι ανεξάρτητες αρχές απολαύουν λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκεινται σε εποπτεία και έλεγχο από οποιοδήποτε κυβερνητικό, πολιτικό ή κομματικό όργανο, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα κατά πόσο τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών είναι παντελώς ανεπηρέαστα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους από οποιαδήποτε πολιτική και κομματική παρέμβαση, όταν η επιλογή τους γίνεται με προτάσεις των πολιτικών και κομματικών θεσμών και όχι με ανοικτές και διαφανείς διαδικασίες διαγωνισμών πρόσληψης.
Αναντίρρητα, ο θεσμός των ανεξάρτητων αρχών μπορεί κάλλιστα να συμβάλλει στη βελτίωση της λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η σύσταση και λειτουργία τους διέπεται αυστηρά από την τήρηση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Εν κατακλείδι, όσο υφίσταται η οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών, τόσο θα ενισχύονται οι αμφιβολίες και οι υπόνοιες της κοινωνίας για την αντικειμενική, αμερόληπτη και διαφανή λειτουργία τους.-
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας και του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων.
https://m.facebook.com/evangelos.stergioulis