Η εμφάνιση και όπως φαίνεται η βαθμιαία σταθεροποίηση των λαϊκιστικών προτιμήσεων στα πολιτικά συστήματα της Δυτικής Ευρώπης έχει προκαλέσει ρήξεις και διαφωνίες στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας. Οι αντιπαραθέσεις αυτές αφορούν τόσο την φύση και τον προσδιορισμό της ίδιας της έννοιας του λαϊκισμού, επηρεάζοντας έτσι και τις ερμηνείες που δίνονται σχετικά με τους λόγους εμφάνισης και παγίωσης τους, όσο και το κατά πόσο αυτα αποτελούν μια δύναμη απειλητική για τα εδραιωμένα φιλελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα της Δυτικής Ευρώπης. Η προσοχή μας θα εστιαστεί στην μελέτη των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων, καθώς είναι τα μόνα στην Δυτική Ευρώπη [1], τα οποία έχουν επιτυχία, όχι τόσο από την σκοπιά της εκλογικής δύναμης όσο του καθορισμού της ατζέντας και του αντίκτυπου στις δημόσιες πολιτικές.
Η έννοια του λαϊκισμού είναι αμφίσημη και η χρήση της με στόχο τον στιγματισμό των πολιτικών αντιπάλων καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια κατανόησης της. Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες προσεγγίσεις, από αυτήν που τον κατανοεί ως μια παθολογία των πολιτικών συστημάτων έως την ιδεακή προσέγγιση. Σύμφωνα με την ιδεακή προσέγγιση, που παρεμπιπτόντως φαίνεται να είναι η επικρατούσα, ο λαϊκισμός είναι μια αβαθής ή ισχνού πυρήνα ιδεολογία, η οποία έχει ανάγκη μιας ιδεολογίας- ξενιστή. Σε επίπεδο λόγου αυτή η αβαθής ιδεολογία δημιουργεί μια πολλές φορές τεχνητή διάκριση με όρους ηθικής ανάμεσα στον «αγνό λαό» και τις «διεφθαρμένες ελίτ». Ήδη εδώ διαφαίνεται η αντιπλουραλιστική [2] προσέγγιση της πραγματικότητας από τους λαϊκιστές δρώντες, η οποία φτάνει στο αποκορύφωμα της με την έντονη δυσπιστία έναντι των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και την χρήση της έννοιας generale volonte (γενικής βούλησης).
Η δυσπιστία προς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν είναι μόνο στοιχείο του λόγου, αλλά συναντάται και στο εσωτερικό αυτών των κομμάτων όπου τα όργανα του κόμματος δεν είναι αρκετά θεσμοποιημένα και η σχέση ηγέτη - εκλογικής βάσης τείνει να είναι διαμεσολάβησα. Με βάση την παραπάνω προσέγγιση γίνεται εμφανές ότι τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης συνδυάζουν τον λαϊκισμό με δύο ιδεολογίες- ξενιστές. Αυτές είναι ο νατιβισμός και ο κοινωνικός συντηρητισμός, ενώ κατά την δεκαετία του 1990 και ήταν και ο νεοφιλελευθερισμός [3]. Έτσι λοιπόν, προκύπτει ένα είδος λαϊκισμού που πέραν του αντιπλουραλιστικού και αντιφιλελεύθερου χαρακτήρα του στρέφεται εναντίον της πολυμερούς διεθνούς τάξης, αναπτύσσοντας απόψεις περί προστατευτικού σωβινισμού και «σωβινισμού πρόνοιας».
Οι απόψεις αναφορικά με τις αιτίες ανόδου των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης ποικίλλουν με πιο γνωστή την οικονομική. Ωστόσο, αυτή φαίνεται να μην αρκεί, αν λάβουμε υπόψη την σταθεροποίηση των λαϊκιστικών προτιμήσεων και την εμφάνιση τέτοιων πολιτικών σχηματισμών σε ευημερούσες οικονομικά χώρες, για αυτό θα άξιζε να καταφύγουμε στην χρήση ενός μεθοδολογικού εργαλείου της πολιτικής επιστήμης, τις διαιρετικές τομές. Κατά το παρελθόν ο Stein Rokkan είχε υποστηρίξει ότι η ιστορία των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών της νεοτερικότητας μπορούσε να διαβαστεί ως ακολουθία διαιρετικών τομών, οι οποίες προέκυπταν εξαιτίας κάποιας επαναστατικής αλλαγής [4].
Κατά αυτόν τον τρόπο, η διεθνοποίηση, επιταχυνόμενη ραγδαία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οδήγησε στην εμφάνιση μιας καινούργιας διαιρετικής τομής με αντικείμενο όχι τον τρόπο διαμόρφωσης των εθνικών κοινωνιών αλλά την σημασία των συνόρων. Στην μία μεριά του φάσματος βρίσκονται όσοι τάσσονται υπέρ του κοσμοπολιτισμού και στην άλλη οι υποστηρικτές του κοινοτισμού. Από την μία οι κοσμοπολίτες είναι υπέρ των ανοιχτών συνόρων, των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων με οικουμενική ισχύ και της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων από το εθνικό στο διεθνές επίπεδο. Ενώ, από την άλλη οι κοινοτιστές πιστεύουν ότι η δημοκρατική πολιτική απαιτεί μια εθνική κοινότητα (Gemeinschaft) και έναν δήμο. Την κοινοτιστική θέση έρχονται να εκφράσουν τα δεξιολαϊκιστικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο και ειδικότερα στην γηραιά ήπειρο, γεγονός που εξηγεί την τάση ομογενοποίησης του λόγων αυτών των κομμάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο [5].
Στην εξήγηση με βάση τις διαιρετικές τομές έρχονται να προστεθούν και άλλες εξηγήσεις, οι οποίες συμβάλλουν στην κατανόηση της εκρηκτικής κατά καιρούς ανόδου των πολιτικών αυτών δυνάμεων στην Δυτική Ευρώπη. Η οικονομική εξήγηση, που ανεφέρθη παραπάνω ως η πιο διαδεδομένη, σχετίζεται με ότι στα κόμματα αυτά συσπειρώνονται οι χαμένοι από την διεθνοποίηση δηλαδή εργάτες και μικροεπαγγελματίες.
Μια προσεκτικότερη μελέτη, όμως της εκλογικής τους βάσης μας δείχνει ότι συμπαθούντες έναντι αυτών των δυνάμεων υπάρχουν και στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα και ως εκ τούτου προτείνονται άλλες δύο εξηγήσεις, η πολιτισμική και η πολιτική.
Η πολιτισμική εξήγηση στηρίζεται σε αυτό που ο Ronald Inglehart κατά το 1980 λόγω της ανάδυσης νέων πολιτικών δυνάμεων, όπως οι πράσινοι, αποκάλεσε ανάδυση κομμάτων στην βάση μεταϋλιστικών αξιών, καθώς και σε μια αντίδραση των συντηρητικότερων τμημάτων του πληθυσμού έναντι της πολιτικής ορθότητας και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού.
Η πολιτική εξήγηση πάλι θεωρεί πως η συνθετότητα των πολιτικών ζητημάτων έχει οδηγήσει σε μία ένταση του ρόλου των πολιτικών ως κατάλληλων εκπροσώπων έναντι του ρόλου τους ως υπεύθυνων εντολοδόχων. Έτσι λοιπόν, στα μάτια πολλών διαφαίνεται μια φθίνουσα ανταποκρισιμότητα των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων έναντι των προτιμήσεων τους, η οποία σε συνδυασμό με την «γνωστική κινητοποίηση» [6] των πολιτών στις μεταπολεμικές κοινωνίες, δηλαδή την τάση των χειραφετημένων πολιτών να μην δέχονται την φυσική κυριαρχία των ελίτ και να είναι επικριτικοί απέναντι τους, διαμορφώνουν το έδαφος για την ανάπτυξη των λαϊκιστικών κομμάτων.
Πέραν της έννοιας και των αιτιών ανόδου των εθνικολαϊστικών κομμάτων, αυτό που φαίνεται να απασχολεί περισσότερο την κοινή γνώμη είναι κατά πόσο αυτά τα κόμματα μπορούν να αποτελέσουν δυνάμεις αποδημοκρατικοποίησης, όπως συνέβη σε χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού από παρόμοιου τύπου κόμματα, ή και δυνάμεις ανατροπής της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως συνέβη στο παρελθόν με τα εθνικοσοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κινήματα.
Ο λαϊκισμός εν γένει ενισχύει την μία συνιστώσα του δημοκρατικού καθεστώτος που είναι η πολιτική συμμετοχή, αλλά παράλληλα είναι αρνητικός έναντι της άλλης συνιστώσας, της δημόσιας αντιπαράθεσης, ενώ οι θεσμικές εγγυήσεις που την διασφαλίζουν περιστέλλονται στο όνομα της πλειοψηφίας και της γενικής θέλησης [7].
Ειδικότερα, όμως στις χώρες της Δύσης που οι δημοκρατίες είναι εδραιωμένες ο κίνδυνος δεν είναι τόσο μεγάλος όσο σε άλλα μέρη του κόσμου κάτι που ανιχνεύεται και στο λόγο των δεξιολαϊκιστικών κομμάτων, τα οποία περιορίζονται σε επιθέσεις εναντίον προσώπων παρά θεσμών όσο και από την ύπαρξη μιας ισχυρής και δραστήριας κοινωνίας των πολιτών. Βέβαια, πολλές φορές οι εκτιμήσεις μπορούν να μην επιβεβαιωθούν, εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων αλλά αυτό είναι κάτι που ίσως να μην καταφέρουν ποτέ να ξεπεράσουν οι κοινωνικοί επιστήμονες.
Το σίγουρο είναι πως προς το παρόν η ανάδυση και παγιοποίηση των δεξιολαϊκιστικών κομμάτων αποτελεί μιας ήπιας μορφής πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Το πως θα εξελιχθούν στην πορεία του χρόνου μένει να το δούμε αλλά η τελική κρίση αναφορικά με τις ερμηνείες ανόδου τους και τα αποτελέσματα που θα επιφέρουν θα είναι εφικτό να γίνει μόνον όταν περάσουν στην σφαίρα της ιστορικής μελέτης.
Σημειώσεις
1. Οι δημοκρατίες της Δ. Ευρώπης παρά τις διαφορές, λόγω πολιτικής κουλτούρας και ιστορίας, έχουν πολλά κοινά όπως το ότι αποτελούν εδραιωμένες δημοκρατίες, ανήκουν στο πρώτο κόσμο κ.α. με αποτέλεσμα να μας επιτρέπεται να τις προσεγγίσουμε συγκριτικά και να εξαγάγουμε γενικές παρατηρήσεις.
2. Κάτι που ενισχύει τον αντιπλουραλιστικό χαρακτήρα του λαϊκιστικού πολιτικού λόγου είναι η τάση να αυτοπαρουσιάζεται ο λαϊκιστικής ηγέτης ως η vox populi (η φωνή του λαού)
3. Εκείνη την εποχή ο Herbert Kitschelt χωρίζει την Ριζοσπαστική Δεξιά στην Ευρώπη σε τρείς τύπους : α. στην νέα ριζοσπαστική Δεξιά (στην Γαλλία, Βέλγιο, Δανία), που συνδύαζε νεοφιλελεύθερες, ξενοφοβικές και κοινωνικά συντηρητικές αντιλήψεις, β. στον αντικρατικό λαϊκισμό (Λίγκα του Βορρά), όπου κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και γ. στον λαϊκισμό του «σοβινισμού πρόνοιας» (Γερμανία), όπου ο συνδυασμός ήταν, όπως και στην πρώτη περίπτωση της ξενοφοβίας και του κοινωνικού συντηρητισμόυ, αλλά με θέσεις υπέρ ενός κράτους πρόνοιας. Σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί ο τρίτος τύπος κάτι που γίνει κατανοητό όταν αναλύσουμε τις αιτίες ανόδου αυτών των κομμάτων.
4. Έτσι, π.χ. η Βιομηχανική επανάσταση οδήγησε στην εμφάνιση της διαιρετικής τομής μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας,, η οποία και εκφράστηκε πολιτικά μέσω του διαχωρισμού εντός του πολιτικού φάσματος ανάμεσα σε κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς.
5. Ένας άλλος λόγος ομογενοποίησης του λαϊκιστικού πολιτικού λόγου υπό τον «σοβινισμό πρόνοιας» είναι η προλεταριοποίηση της εκλογικής βάσης τους, π.χ. σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ifop στις προεδρικές εκλογές του 2012 η Μαρίν ΛΕ Πεν πήρε το 44% των εργατικών ψήφων.
6. Ο όρος αυτός πρωτοδιατυπώθηκε απο τον Ronald Inglehart.
7. Το σχήμα αυτό, όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία στηρίζεται σε δυο διαστάσεις: την δημόσια αντιπαράθεση και την πολιτική συμμετοχή, την στιγμή που οι θεσμικές εγγυήσεις συμβάλλουν στην βελτιστοποίηση της ποιότητας της, έχει προταθεί από τον Robert Dahl.