To τελευταίο διάστημα οι διπλωματικές και στρατιωτικές επαφές της Ελλάδας με τις αραβικές χώρες που διάκεινται εχθρικά προς την Τουρκία έχουν πολλαπλασιαστεί και αναβαθμιστεί εντυπωσιακά.
Μόλις τις προηγούμενες μέρες είχαμε την υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας με τα Η.Α.Ε., τη διεξαγωγή της μεγάλης ελληνοαιγυπτιακής άσκησης «Μέδουσα» (όπου πέραν των διοργανωτών Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου συμμετείχαν και τα Η.Α.Ε. και η Γαλλία), επιστρέφοντας από τη «Μέδουσα» είχαμε άσκηση του Πολεμικού Ναυτικού με μία κορβέτα των Η.Α.Ε. και σήμερα την υποδοχή του πλοίου αυτού στον Πειραιά, από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ Κ. Φλώρο. Την ίδια στιγμή δημοσιεύματα του τύπου κάνουν λόγο για ενδεχόμενη υπογραφή αμυντικής συμφωνίας και με την Αίγυπτο, ενώ προς οριστικοποίηση φαίνεται ότι οδεύει η αποστολή ενός αντιαεροπορικού συστήματος Πάτριοτ στη Σ. Αραβία, για την προστασία των πετρελαϊκών της εγκαταστάσεων από τις επιθέσεις των ανταρτών Χούθι.
Ποιος θα πολεμήσει για μας;
Στην Ελλάδα η υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας με τα Η.Α.Ε. υποβαθμίστηκε από πολλούς, καθώς θεωρήθηκε απίθανο να οδηγήσει σε απ’ ευθείας στρατιωτική εμπλοκή των Η.Α.Ε. με την Τουρκία. Πράγματι, ο πόθος «να πολεμήσει κάποιος άλλος για εμάς» είναι αρκετά διαδεδομένος, δείγμα της ηττοπάθειας που καλλιεργήθηκε συστηματικά στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Η αλήθεια είναι ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, θα είμαστε μόνοι. Ή μήπως όχι;
Στον σύγχρονο κόσμο, κανείς δεν βοηθάει κάποιον, αν δεν θέλει να βοηθήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Δεν είναι τυχαίο πως από τον περασμένο Μάρτιο μέχρι σήμερα, που η Ελλάδα έδειξε δείγματα αποφασιστικότητας, αυξήθηκε κατ’ αναλογία και η προθυμία των νέων συμμάχων μας να αναβαθμίσουν τις σχέσεις τους μαζί μας. Όπως δεν είναι τυχαίο, πως η Γαλλία έδειξε να ψυχραίνει τη στάση της, όταν η αποφασιστικότητα της Ελλάδας έδειξε τα όριά της. Με λίγα λόγια, όσο πιο αποφασισμένη είναι η Ελλάδα να λάβει ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση του νεοθωμανισμού, τόσο πιο πρόθυμοι θα είναι οι σύμμαχοί μας να μας συνδράμουν.
Τι μπορεί να προσφέρει η αμυντική συμφωνία
Ασφαλώς και οι αμυντικές συμμαχίες δεν αφαιρούν από τους ώμους μας την υποχρέωση να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Μας επιτρέπουν, όμως, να το κάνουμε πιο αποτελεσματικά.
Ο πρώτος σημαντικός τομέας αλληλοϋποστήριξης μεταξύ συμμάχων, είναι, ασφαλώς, οι πάσης φύσεων πληροφορίες. Ανάλογα με τα μέσα συλλογής πληροφοριών που διαθέτει κάθε χώρα (από κατασκοπευτικούς δορυφόρους, μέχρι τις υπηρεσίες πληροφοριών) μπορεί και μοιράζεται με τους συμμάχους της πληροφορίες, οι οποίες σε καιρό επιχειρήσεων μπορούν να φανούν καθοριστικές.
Ειδικά τα Η.Α.Ε. διαθέτουν αξιόλογες δυνατότητες στον τομέα αυτό. Οι δε δραστήριες υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Α.Ε. αποτελούν τα «μάτια» του αραβικού συνασπισμού. Περιττό να πούμε ότι οι δραστηριότητες του νεοθωμανισμού έχουν κεντρική θέση στο έργο των υπηρεσιών αυτών.
Επιπλέον, τόσο τα Η.Α.Ε. όσο και η Αίγυπτος έχουν εμπλακεί ενεργά στον λιβυκό εμφύλιο, και έχουν άμεση αντίληψη των τουρκικών στρατιωτικών δυνατοτήτων στο συγκεκριμένο μέτωπο. Σε συνδυασμό με την ελληνική εμπειρία, που απορρέει από τη διαρκή αεροναυτική αντιπαράθεση με την Τουρκία, ο διαμορφούμενος «αντιτουρκικός άξονας» έχει πολλά να ωφεληθεί από την ανταλλαγή εμπειριών και πληροφοριών.
Ένας άλλος τομέας, εξίσου σημαντικός, είναι η συνδρομή σε στρατιωτικό υλικό. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που αγοράζει συχνά οπλικά συστήματα, αδιαφορώντας για τη μετέπειτα συντήρηση και αξιοποίησή τους, τα Η.Α.Ε. διατηρούν υψηλά αποθέματα όπλων και ανταλλακτικών, σεβόμενοι τις Ένοπλες Δυνάμεις τους και τα χρήματα που σπαταλούν γι’ αυτές. Αυτή, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι μια κρίσιμη παράμετρος της αμυντικής συνδρομής, καθώς η Ελλάδα συνηθίζει να διατηρεί μικρά αποθέματα πυρομαχικών και ανταλλακτικών για τα οπλικά της συστήματα. Εάν μια ελληνοτουρκική εμπλοκή κρατήσει μεγάλο διάστημα, είναι βέβαιο ότι θα παρατηρηθούν ελλείψεις στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και στο σημείο αυτό οι συμμαχίες της χώρας θα μπορούσαν να είναι καταλυτικές (θα επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό σε επόμενο άρθρο μας).
Να σημειώσουμε εδώ ότι τόσο τα Η.Α.Ε. όσο και η Αίγυπτος διαθέτουν πολλά κοινά οπλικά συστήματα με την Ελλάδα, καθώς οι δύο αυτές χώρες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εισαγωγή όπλων από τη Γαλλία και τις Η.Π.Α. (Ενδεικτικά, η αεροπορία των Η.Α.Ε. βασίζεται στα Μιράζ 2000 και τα F-16, όπως και η ελληνική, ενώ η Αίγυπτος διαθέτει επίσης Μιράζ 2000 και F-16, αλλά και Ραφάλ.)
Πράγματι, στον τομέα αυτό, τα Η.Α.Ε., πάντως, έχουν συνδράμει και στο παρελθόν την Ελλάδα. Πρόκειται για την περίπτωση των φρεγατών «S», που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του Πολεμικού Ναυτικού. Tα Η.Α.Ε. διέθεταν στο παρελθόν δύο φρεγάτες του τύπου και, όταν τις απέσυραν, χάρισαν στην Ελλάδα όλο το απόθεμα ανταλλακτικών και υλικών υποστήριξης που διατηρούσαν, αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Δεδομένης της μακροχρόνιας απαξίωσης του ελληνικού στόλου, η κίνηση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στη διατήρηση του αξιόμαχου των πλοίων αυτών.
Μια αντίστοιχη συμφωνία επιδιώκεται και σήμερα, καθώς η Ελλάδα αναζητά στα Η.Α.Ε. ανταλλακτικά και για τα ελικόπτερα Απάτσι που διαθέτει[1]. (Ο παλαιότερος τύπος του ελικοπτέρου έχει σταματήσει να υποστηρίζεται από την κατασκευάστρια εταιρεία και οι χρήστες του, μεταξύ των οποίων και τα Η.Α.Ε., έχουν ήδη εκσυγχρονίσει τον στόλο τους σε νεώτερες εκδόσεις, ώστε να διατηρηθούν αξιόμαχα. Στην Ελλάδα, βέβαια, τέτοιοι εκσυγχρονισμοί δεν γίνονται σχεδόν ποτέ, οπότε η Αεροπορία Στρατού αντιμετωπίζει ήδη προβλήματα με τα δικά της ελικόπτερα του τύπου.)
Ο βαθμός αμυντικής συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των συμμάχων της θα εξαρτηθεί, βέβαια, και από τη στάση που θα κρατήσουν και οι χώρες-προμηθευτές όπλων των χωρών αυτών. Ως προς αυτό, το γεγονός ότι μοιραζόμαστε με τους Άραβες πολλά κοινά συστήματα γαλλικής προέλευσης είναι αρκετά ενθαρρυντικό.
Τι μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα
Και τα Η.Α.Ε., όμως, θα ωφεληθούν από την αμυντική συμφωνία. Σε πρώτη φάση η Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες εκπαίδευσης στα Η.Α.Ε. Οι δύο χώρες έχουν υπογράψει συμφωνία συνεργασίας σε θέματα στρατιωτικής εκπαίδευσης ήδη από το 2017. Στην τελευταία επίσκεψη του Πρωθυπουργού, μάλιστα, αποφασίστηκε ότι τα Η.Α.Ε. θα στείλουν τεχνικούς της αεροπορίας τους για να εκπαιδευθούν στις εγκαταστάσεις της ΕΑΒ. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να υπάρξει και πιο ενεργή παρουσία των Η.Α.Ε. στην πολύπαθη Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία.
Μην ξεχνάμε εδώ ότι τα Η.Α.Ε. είναι ουσιαστικά μια μικρή χώρα: έχουν μεν πληθυσμό αντίστοιχο της Ελλάδας, όμως οι γηγενείς Άραβες αποτελούν μόλις το 15%. Τα «πετροδόλλαρα» μπορούν μεν να αγοράσουν για μία χώρα ισχυρά οπλικά συστήματα (και οι πλούσιες αραβικές χώρες αποτελούν τους καλύτερους πελάτες των βιομηχανιών όπλων), όμως δεν αρκούν τα όπλα για να αποκτήσει κανείς ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις. Οι ανάγκες για πάσης φύσεως εκπαίδευση και απόκτηση εμπειρίας είναι κρίσιμες, ώστε ο «σωρός» των πανάκριβων οπλικών συστημάτων που συσσωρεύουν τα τελευταία χρόνια να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά. Το επίπεδο των Ελλήνων αξιωματικών, η εμπειρία δεκαετιών στο Αιγαίο και τον Έβρο, καθώς και συμμετοχή της Ελλάδας στις δομές του ΝΑΤΟ κάνουν την ελληνική εμπειρία πολύτιμη για τα Η.Α.Ε.
Μέχρι που είμαστε διατεθειμένοι να πάμε;
Το μεγάλο ερωτηματικό, βέβαια, είναι το τι θα πράξει η Ελλάδα σε περίπτωση ανάφλεξης στον Περσικό Κόλπο. Διότι οι συμμαχίες και οι συμφωνίες δεσμεύουν πάντα και τους δύο αντισυμβαλλόμενους. Εδώ είναι που χρειάζεται μεγάλη προσοχή από τη μεριά μας, καθώς η Ελλάδα δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εμπλακεί σε περιπέτειες κόντρα στα συμφέροντά της. Το ότι υπάρχει με κάποιες χώρες κοινότητα απόψεων αναφορικά με τον νεοθωμανικό κίνδυνο, δεν σημαίνει ότι υπάρχει και πλήρης ταύτιση συμφερόντων σε όλα τα ζητήματα.
Η Ελλάδα τον τελευταίο καιρό δείχνει να προσανατολίζεται σε μια πιο «ενεργή» εξωτερική πολιτική, αφήνοντας εν μέρει την πρακτική της διπλωματικής επαιτείας την οποία εξασκούσε τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό ανοίγει μία σειρά από ζητήματα και διλήμματα: Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αποστολής Πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία, που έχει δεχθεί κριτική από μερίδα αναλυτών. Ξεχνάνε, ίσως, οι επικριτές αυτοί, ότι στην Ελλάδα κάθε σχετική συζήτηση πρέπει να ξεκινάει από το μείζον: τον τουρκικό κίνδυνο, που συνιστά το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα για τον Ελληνισμό, εδώ και… κάποιους αιώνες. Η ανάγκη αντιμετώπισης της διαχρονικής τουρκικής επιθετικότητας πρέπει να είναι το βασικό κριτήριο σε κάθε διπλωματική κίνηση και συμμαχία. Η συμμαχία με τα Η.Α.Ε. και τη Σ. Αραβία υπηρετεί την ανάγκη αυτή και μπορεί, με κατάλληλους χειρισμούς, να υπερβεί πιθανούς μελλοντικούς γεωπολιτικούς σκοπέλους.
Εν προκειμένω, η αποστολή των Πάτριοτ στη Σ. Αραβία είναι ένα απτό παράδειγμα ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική αρχίζει να γίνεται πιο ενεργή.
Στο διπλωματικό δούναι και λαβείν τέτοιες κινήσεις εκτιμώνται και μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να φέρουν πολλαπλά ανταλλάγματα. Ήδη οι πληροφορίες δείχνουν ότι η Σ. Αραβία είναι διατεθειμένη να χρηματοδοτήσει την αναβάθμιση των ελληνικών Πάτριοτ (μία υπόθεση σημαντική, αλλά δαπανηρή, και συνεπώς εκτός των ελληνικών δυνατοτήτων σήμερα). Σε κάθε περίπτωση, όταν ζητάς τη συνδρομή κάποιου, λογικό είναι να δέχεσαι και εσύ με τη σειρά σου να τον συνδράμεις. (Να σημειώσουμε εδώ, ότι μετά τις Η.Π.Α., η πλέον πρόθυμη να εμπλακεί στρατιωτικά χώρα του ΝΑΤΟ είναι η Τουρκία, γεγονός που –πέραν των ποικίλων συμφερόντων– έχει συμβάλλει στη φιλότουρκη στάση του οργανισμού αυτού.)
Οι νέες συμμαχίες και οι παλιές εξαρτήσεις
Στην προσπάθεια της χώρας να αποκρούσει την τουρκική επιθετικότητα, η συνδρομή της Σ. Αραβίας είναι σε κάθε περίπτωση σημαντική. Όσο για τη «Μικρή Σπάρτη» του Κόλπου, τα Η.Α.Ε. και την Αίγυπτο, είναι δύο από τους «ισχυρούς παίκτες» στη Μέση Ανατολή. Ειδικά τα Η.Α.Ε., μετά τη συμφωνία που υπέγραψαν με το Ισραήλ αναμένεται να ισχυροποιηθούν ακόμη περισσότερο. Η δε αγορά των F-35 θα εκτινάξει τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Γι΄ αυτό και η αγορά αυτή συναντά αντιστάσεις, καθώς είναι η μόνη αραβική χώρα στην οποία έχει επιτραπεί η πώληση ενός τόσο εξελιγμένου οπλικού συστήματος. (Είναι ενδεικτικό ότι εναντίον της πώλησης αυτής δραστηριοποιείται αυτές τις μέρες και η βουλευτής Ιλχάν Ομάρ, ανερχόμενη αστέρας της «δικαιωματιστικής» πτέρυγας των Δημοκρατικών, και «αγαπημένο παιδί» της Τουρκίας[3] και του Κατάρ.)
Η φιλότουρκη στάση τόσο της Ε.Ε. όσο και του ΝΑΤΟ υποχρεώνει την Ελλάδα να αναζητήσει συμμαχίες και να αναλάβει πρωτοβουλίες εκτός και πέρα από τους δύο αυτούς οργανισμούς. Είναι, συνεπώς, απαραίτητες, τόσο η ισχυροποίηση των δεσμών μας με χώρες που διάκεινται εχθρικά στον νεοθωμανισμό (από την Αίγυπτο ως τις αραβικές μοναρχίες και την Ινδία, αλλά και τη Συρία, την Αρμενία, τους Κούρδους) όσο και η έμπρακτη στήριξη της Γαλλίας, στην προσπάθειά της να φτιάξει μια μεσογειακή δομή ασφαλείας απέναντι στην πολυπλόκαμη τουρκική επιθετικότητα. Όπου οι κινήσεις αυτές βρίσκουν εμπόδια στις ποικίλες πολιτικές και οικονομικές εξαρτήσεις των ελληνικών ελίτ, εκεί είναι που θα κριθεί και η αποτελεσματικότητα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Γιατί κακά τα ψέματα: κινήσεις όπως η αμυντική συμφωνία με τα Η.Α.Ε. έχουν τις ευλογίες ή έστω την ανοχή των Η.Π.Α. Άλλες διπλωματικές και αμυντικές κινήσεις, όμως, απαραίτητες για την ενδυνάμωση της Ελλάδας, μπορεί να μην τύχουν ανάλογης υποδοχής στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.