Αυτές τις μέρες γιορτάζουμε με υπερηφάνεια την 25η Μαρτίου, την Επανάσταση του ’21, Επανάσταση που οι Έλληνες την έβλεπαν να συμβολίζεται από το χαρμόσυνο άγγελμα του Ευαγγελισμού – άλλωστε ο ελληνισμός, σε όλη τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, ταυτιζόταν με την ορθόδοξη ταυτότητα.
Δυστυχώς, όμως, παρότι ελευθερωθήκαμε, έστω μέσα από μια μακρά περίοδο αγώνων, από το 1821 έως το 1922, η Επανάστασή μας έμεινε ανολοκλήρωτη και θα πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι η γενιά μας, και κυρίως οι γενιές που έρχονται, είναι επιφορτισμένες με το καθήκον αλλά και τη χαρά να την ολοκληρώσουν.
Και η Επανάστασή μας έμεινε ανολοκλήρωτη κυρίως εξαιτίας της διχόνοιας, της δολερής κατά τον εθνικό μας ποιητή, και στη συνέχεια εξαιτίας των επεμβάσεων των μεγάλων δυνάμεων που ήθελαν μια μικρή, περιορισμένη Ελλάδα. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, οι Εγγλέζοι δεν ήθελαν το ελληνικό κράτος να περιλαμβάνει καν τη δυτική Στερεά Ελλάδα διότι δεν ήθελαν να υπάρχει ελεύθερο ελληνικό έδαφος απέναντι στα Επτάνησα τα οποία κατείχαν.
Γράφει ο Κολοκοτρώνης στην «Διήγησιν συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» :
«Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι… καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη... Ἀλλὰ δὲν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη».
«Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια, καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια…. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή… Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του… Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια κατάστασιν, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, κοντέψαμε νὰ χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα».
Οι Έλληνες δεν νικήθηκαν στα πεδία των μαχών, όπου ήταν όντως αήττητοι. Και δεν έφθασαν «εἰς τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη» διότι δεν είχαν «ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή»…, αντίθετα, «ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, κοντέψαν νὰ χαθοῦν». Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο στόχος της Επανάστασης δεν ήταν ένα μικρό κράτος που έφτανε μέχρι τη Λαμία το 1832, αλλά ένα κράτος το οποίο θα περιλάμβανε το σύνολο ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού.
Η Φιλική Εταιρεία, όπως και ο Ρήγας, στόχευαν σε μια Επανάσταση που θα αγκάλιαζε το σύνολο του ελληνισμού και των Βαλκανίων. Έτσι, η Φιλική Εταιρεία ξεκινάει από τη Μολδοβλαχία και έχει ως στόχο της και την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης – συχνά αποσιωπάται το γεγονός ότι υπήρχε σχέδιο για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και δεκάδες Έλληνες ναυτικοί εξοντώθηκαν στην Πόλη επειδή το σχέδιο διέρρευσε.
Διότι η προσπάθεια των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν όχι η δημιουργία ενός έθνους-κράτους εκ του μηδενός αλλά μια Παλιγγενεσία, όπως την αποκαλούσαν, δηλαδή η ανασύσταση του ύστερου βυζαντινού κράτους. Γι’ αυτό και «το πάλι με χρόνους με καιρούς…», γι’ αυτό οι θρύλοι για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά κ.ο.κ. Αυτή ήταν η «Μεγάλη Ιδέα» των Ελλήνων.
Και παρότι, για τον Κολοκοτρώνη, για τη διχόνοια ευθύνονταν πρωταρχικά όσοι «ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι», εν τούτοις, όσο και αν «πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους», οι Έλληνες «εἶχαν καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη». Ο Κολοκοτρώνης, σε μία φράση μόνο, έχει συλλάβει όλο το «μυστικό» της Επανάστασης αλλά ίσως και του νεώτερου ελληνισμού συνολικότερα. Παρότι οι «μπαρμπέρηδες», Μαυροκορδάτοι, Ζαΐμηδες, Κωλέττηδες, υπήρξαν οι υποκινητές του διχασμού, εν τούτοις, η Επανάσταση τους είχε ανάγκη διότι χρειαζόταν και πολιτικούς· και ο Κολοκοτρώνης ή ο Ανδρούτσος, από τη συγκρότησή τους, δεν μπορούσαν να αναλάβουν και την πολιτική και διπλωματική διαχείρισή της. Έλειψε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης – τον Αλέξανδρο Υψηλάντη τον φυλάκισαν οι Αυστριακοί μέχρι το 1828 και ο Καποδίστριας θα έλθει στην Ελλάδα μόλις το 1827.
Από το 1823 και ουσιαστικά μέχρι το 1831-32, οι εμφύλιοι πόλεμοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Έβαλε μία τάξη ο Καποδίστριας για ένα διάστημα αλλά μετά ήρθε η δολοφονία του και οι εμφύλιοι πόλεμοι συνεχίστηκαν. Έτσι, η Επανάσταση έμενε ανολοκλήρωτη.
Γι’ αυτό και όλη η περίοδος από το 1821 έως το 1922 αποτελεί στην πραγματικότητα μια ενιαία επαναστατική περίοδο.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κρήτης, που θα κάνει δεκάδες επαναστάσεις και εξεγέρσεις μέχρι το 1912. Δηλαδή, παρότι η Κρήτη είχε ουσιαστικά απελευθερωθεί το 1828, οι Βρετανοί δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να ενταχθεί στο ελληνικό κράτος διότι την ήθελαν για λογαριασμό τους. Και μόνο όταν πήραν την Κύπρο, το 1878, θα πάψουν να επιμένουν τόσο πολύ για την Κρήτη.
Παράλληλα, έχουμε επαναστάσεις στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, τον Μακεδονικό Αγώνα, έχουμε τον πόλεμο του 1897 και φτάνουμε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Δηλαδή, οι Έλληνες, σε όλη αυτή τη μακρά διάρκεια, βρίσκονταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Δεκάδες επαναστατικές οργανώσεις, δεκάδες επαναστατικές απόπειρες, δεκάδες κινήματα, ποταμοί αίματος.
Η Επανάσταση, που ξεκίνησε το ’21 και συνεχιζόταν έως το 1922, τριπλασίασε μεν το μέγεθος του ελληνικού κράτους, αλλά δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει αυτό που είχε ως στόχο, δηλαδή την ανασύσταση ενός κράτους που θα περιλαμβάνει το σύνολο των ελληνικών εδαφών.
Και πάλι, για την Καταστροφή του ’22, παρά τις παρεμβάσεις των ξένων, η βασική αιτία, όπως και το ’21, ήταν οι διαμάχες και η διχόνοια μεταξύ μας. Ήταν κυρίως η αντίληψη των μικροελλαδιτών – εκείνων που έβλεπαν ένα μικρό και ελεγχόμενο κράτος τόσο από τις ξένες δυνάμεις όσο και από την ολιγαρχία. Αυτή μικροελλαδική αντίληψη ψαλίδισε τα φτερά, «τα φτερά τα πρωτινά τα μεγάλα» (Κωστής Παλαμάς) που είχαν οι αγωνιστές του ’21.
Συναφώς, μετά το ’22, ακολουθεί μία περίοδος όπου το κύριο στοιχείο του ελληνισμού δεν είναι πλέον η Μεγάλη Ιδέα, η οποία καραβοτσακίστηκε στα παράλια της Σμύρνης. Και αυτό που προσπάθησαν εκείνοι που αποκαλούμε γενιά του ’30, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, όλοι οι μεγάλοι μας συγγραφείς, ποιητές και ζωγράφοι, ήταν να περιλάβουμε, μέσα στη μικρότερη γεωγραφικά Ελλάδα, τη μεγαλύτερη – ιστορικά, πολιτισμικά, ακόμα και πληθυσμιακά, με τους πρόσφυγες.
Όμως και πάλι οι μικροελλαδικοί, οι οποίοι συνεχίζουν μέχρι σήμερα να ηγεμονεύουν ιδεολογικά και πολιτικά στη χώρα, την βύθισαν στους εμφυλίους και στην παρακμή.
Γιατί βλέπουν την Ελλάδα ως ένα μικρό βαλκανικό κρατίδιο· γι’ αυτό εξάλλου μιλάνε και για «κράτος-έθνος», δηλαδή ότι το κράτος έφτιαξε το έθνος, ώστε να αποκόψουν την ιστορική συνέχεια του έθνους μας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Γιατί, εάν υπάρχει συνείδηση αυτής της συνέχειας, ο ελληνισμός αποκτά μία άλλη ιστορική και πολιτισμική διάσταση.
Αυτής της μεγάλης ιστορικής διάστασης θα έπρεπε να είμαστε κληρονόμοι και στόχος θα έπρεπε να είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησε η γενιά του ’30 , να ολοκληρώσουμε δηλαδή εσωτερικά αυτό που δεν κατορθώσαμε να κάνουμε τότε.
Όχι μόνο να αντισταθούμε απέναντι στον νεοοθωμανισμό, που θέλει να μεταβάλει σε ιστορική παρένθεση τα 200 χρόνια της ανεξαρτησίας, αλλά και απέναντι στην εσωτερική πληγή της δημογραφικής κατάρρευσης, της φυγής των νέων, της πολιτιστικής και πολιτικής παρακμής.
Γι’ αυτό και η Επανάστασή μας παραμένει ανολοκλήρωτη και σήμερα έχουμε την τελευταία ίσως ευκαιρία, γιατί ο χρόνος δεν θα μας δώσει άλλη, να την ολοκληρώσουμε εσωτερικά και να γίνουμε επιτέλους αντάξιοι των αγωνιστών του ’21.