Οι ανά χείρας σκέψεις αποσκοπούν στην εξοικείωση των σύγχρονων ληπτών αποφάσεων με την έννοια της ανταγωνιστικότητας ως στρατηγικής προτεραιότητας. Η συμβολή της ανταγωνιστικότητας και η ανάγκη απόκτησης και διατήρησης ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος πειθαναγκάζει τις επιχειρήσεις να μαθαίνουν, να εξελίσσονται και να προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις. Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών είναι η δημιουργία ριζοσπαστικών τύπων οργάνωσης που οδηγούν στην απόκτηση και διαχείριση της γνώσης.
Η συνέργεια της ανταγωνιστικότητας με την καινοτομία εξασφαλίζει την επιβίωση και την ευημερία μιας επιχειρηματικής μονάδας, ακόμη και κάτω από το απειλητικό, μαύρο «πέπλο» της οικονομικής κρίσης. Η καινοτομία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αρκεί όμως για να την εξασφαλίσει;
Ανταγωνιστική είναι μια επιχείρηση όταν είναι σε θέση να διαθέτει με επιτυχία τα προϊόντα της στην αγορά. Η ανταγωνιστικότητα δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο των επιχειρήσεων, αλλά και ενός κλάδου της οικονομίας, ενός κράτους, ενός πολιτικού συστήματος.
Οι τεχνολογικές αλλαγές είναι η βασική παράμετρος της καινοτομίας και η κύρια συνιστώσα για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Όλα αυτά σε συνδυασμό με ριζικές μεταβολές και προσαρμογές των διοικήσεων, των διαδικασιών, του στρατηγικού σχεδιασμού, του business plan κ.ά.
Στην Ελλάδα οι σύγχρονες-πολυεθνικές κυρίως-μονάδες έχουν διαγράψει μια πορεία ανάπτυξης και δραστηριότητας συνδυασμένης με την καινοτομία, αφού έχουν δώσει έμφαση στην αξιοποίηση των R and D τμημάτων τους.
Η Πολιτεία με το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα» παλαιότερα, με το ΕΣΠΑ σήμερα, προσπαθεί άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε με εμφανή τα καίρια προβλήματά της (χρονικές υστερήσεις, γραφειοκρατία, ευνοιοκρατία) να στηρίξει την καινοτομία με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότας της χώρας.
Η ανταγωνιστικότητα είναι έννοια πολύπλοκη και πολυδιάστατη. Ο καθηγητής Γ. Αγαπητός γράφει ότι «ανταγωνιστικότητα είναι η μονάδα που μετράει την αντοχή μιας οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό ή ο ανταγωνισμός ενός προϊόντος που παράγεται στο εσωτερικό μιας χώρας έναντι ενός ομοίου προϊόντος που παράγεται στο εσωτερικό ή το εξωτερικό».
Στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβώνας, τον Μάρτιο του 2000, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έθεσαν ένα συγκεκριμένο στόχο: «να καταστεί μέχρι το 2010 η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο, βασισμένη στη γνώση, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή».
Η διεθνής βιβλιογραφία προσφέρει μεγάλο αριθμό ορισμών της ανταγωνιστικότητας, ενώ διεθνείς οργανισμοί υιοθετούν παρεμφερείς ορισμούς.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ορίζει ως τη «σταθερή βελτίωση των πραγματικών εισοδημάτων και του επιπέδου διαβίωσης, με θέσεις εργασίας για όλους εκείνους που επιθυμούν να εργαστούν». Σε ανακοίνωσή της μάλιστα στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσδιορίζει ότι «ο βαθμός της ανταγωνιστικότητας καθορίζεται από την αύξηση της παραγωγικότατας. Ανταγωνιστική είναι μια οικονομία που παρουσιάζει υψηλή και διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας». Αύξηση της παραγωγικότητας σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας των Η.Π.Α., η «ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως η ικανότητα αύξησης του πραγματικού εισοδήματος των Αμερικανών πολιτών με τη παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων τα οποία ανταποκρίνονται στη ζήτηση των παγκόσμιων αγορών», ενώ στην Ιρλανδία ο αντίστοιχος ορισμός που δίδεται είναι «η ικανότητα διατήρησης και επικράτησης οικονομικών δραστηριοτήτων στην εσωτερική και διεθνή αγορά».
Διεθνείς Οργανισμοί όπως το World Economic Forum, το Institute for Management Development και άλλοι υιοθετούν τους κάτωθι ορισμούς:
«...η εθνική ανταγωνιστικότητα είναι το πλέγμα εκείνο των παραγόντων, πολιτικών και θεσμών που προορίζουν το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας χώρας». Το επίπεδο της παραγωγικότητας, με τη σειρά του, προσδιορίζει το διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας που μπορεί να απολαμβάνει μια οικονομία.
Οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες είναι σε θέση να προσφέρουν υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος στους πολίτες τους. Το επίπεδο της παραγωγικότητας προσδιορίζει επίσης την απόδοση των επενδύσεων σε μια οικονομία. Καθώς οι αποδόσεις είναι οι καθοριστικοί προσδιοριστικοί παράγοντες στη μεγέθυνση των οικονομιών, μια πιο ανταγωνιστική οικονομία είναι μια οικονομία που πιθανότατα θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα» (World Economic Forum, W.E.F. 2007), «...η ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας να επιτύχει και να διατηρήσει υψηλά επίπεδα ανάπτυξης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ» (World Economic Forum, W.E.F. 1996), «...η ανταγωνιστικότητα των χωρών είναι το πεδίο της οικονομικής θεωρίας που αναλύει τα στοιχεία και τις πολιτικές που διαμορφώνουν την ικανότητα μιας χώρας να δημιουργεί και να διατηρεί ένα περιβάλλον που υποστηρίζει μεγαλύτερη παραγωγή αξίας για τις επιχειρήσεις και μεγαλύτερη ευημερία για τους πολίτες» (Institute for Management Development 2006), «...η ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποίο ένα κράτος μπορεί, υπό συνθήκες ελεύθερης και δίκαιης αγοράς, να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, διατηρώντας και αυξάνοντας ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των ανθρώπων μακροχρόνια» (Organization for Economic Co-operation and Development, O.E.C.D. 1992), «...η ανταγωνιστικότητα σημαίνει υποστήριξη της ικανότητας των επιχειρήσεων, κλάδων, περιφερειών, χωρών ή διακρατικών περιοχών να δημιουργούν σχετικά υψηλά επίπεδα εισοδήματος και απασχόλησης των συντελεστών τους, ενώ παραμένουν εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό» (Organization for Economic Co-operation and Development, O.E.C.D. 1996)
Υπό τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, οι επιχειρήσεις έχουν αναθεωρήσει το δόγμα «περί ευημερίας» σε δόγμα «περί επιβίωσης». Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν έχουν αναθεωρηθεί και οι παράγοντες ανταγωνιστικότητας.
Διαχρονικά παρατηρείται προσαρμογή των παραγόντων ανταγωνιστικότητας ανάλογα με τις φάσεις του οικονομικού κύκλου. Κάποιες παράμετροι παραμένουν σταθεροί, ενίοτε εμπλουτίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Η επικρατούσα θέση περί ιδιωτικοποιήσεων, ως στρατηγικού παράγοντα ανταγωνιστικότητας, αποτελεί μια αέναη προσπάθεια πολιτικής σκέψης και πρακτικής η οποία χρήζει ιδιαίτερης προσπάθειας και μελέτης, αφού σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα διεθνώς.
Η οικονομική σκέψη των κρατούντων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται να επεκταθεί σε παράγοντες που ενσωματώνουν σύγχρονες πρακτικές, αντιλήψεις και στρατηγικές.
Μεταξύ αυτών η πλήρης αναδιάρθρωση των δομών της Παιδείας, από τη στοιχειώδη εκπαίδευση έως τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών. Η προσαρμογή στις σύγχρονες απαιτήσεις και η εστίαση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε γνωστικά αντικείμενα πολυεπίπεδης χρησιμότητας και όχι σε γνώση που κατασπαταλά το χρόνο των μαθητών περιορίζοντας την αντιληπτική τους ικανότητα μέσω μιας πολυδιασπώμενης δραστηριότητας είναι επιτακτική ανάγκη. Θα επανέλθουμε στο συγκεκριμένο θέμα με άλλες προτάσεις, αφού οι προβληματισμοί οι οποίοι διατυπώνονται δημιουργούν πρόσφορο έδαφος σκέψεων για εφαρμογή επιτυχημένων πρακτικών, προσαρμοσμένων πάντοτε στη δομή και στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.