Η αόρατη απειλή, η στρατηγική κατατριβής του αντιπάλου και οι παράπλευρες απώλειες

Ένας κόσμος που αλλάζει
Illustration for various usesEasy resize. All objects is layered.Vector EPS file and image jpeg full HD.
Illustration for various usesEasy resize. All objects is layered.Vector EPS file and image jpeg full HD.
Vectorios2016 via Getty Images

Με τα σενάρια να πληθαίνουν περί της φυσικής ή τεχνητής γέννησης του ιού που απειλεί τον πλανήτη, με τα κρούσματα να εντοπίζονται σε 199 χώρες και τη συνωμοσιολογία περί ενός βιολογικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, τα ερωτήματα που γεννιούνται αναφορικά με τα αίτια και τα αιτιατά της αόρατης απειλής είναι πολλά και αναπάντητα και το μόνο που δύναται κανείς να μελετήσει είναι η εξέλιξη των γεγονότων υπό το πρίσμα της επιστημονικής του σκέπης.

Στο πλαίσιο αυτό και ως ταπεινοί ασκητές του προβληματισμού περί τα διεθνή δεν μπορούμε παρά να προβούμε σε μια σειρά από θεωρητικούς συλλογισμούς με άξονα την αφετηριακή λογική της ανθρώπινης ύπαρξης, που από τις απαρχές της εμφάνισής της, οργανώνεται σε συλλογικές οντότητες, σε μαχόμενες υπάρξεις, που αγωνίζονται αενάως για επιβίωση-ασφάλεια. Κατά τούτο αναφύονται τρεις προσανατολιστικές κατευθύνσεις για την ανάλυση του ζητήματος.

Η πρώτη ερείδεται στην ενίσχυση του έθνους-κράτους, σε αντιδιαστολή με τη νεοφιλελεύθερη λογική περί εξασθένισης της κρατικής κυριαρχίας και αναβάθμισης της θέσης-ρόλου των διεθνικών δρώντων (διεθνείς θεσμοί- οργανισμοί, άτομα, ομάδες συμφερόντων, πολυεθνικές επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), κ.α.). Αναμφίλεκτα η έννοια της πλανητικοποίησης (παγκοσμιοποίησης), της αυξανόμενης σε ένταση, έκταση και ταχύτητα διασύνδεσης του τοπικού με το περιφερειακό και το πλανητικό επίπεδο, τίθεται στο επίκεντρο της συζήτησης, είτε ως επιταχυντής, είτε ως θεραπευτής του προβλήματος. Όπως εξηγούν οι Χένρι Φάρελ (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο George Washington) και Αβραάμ Νιούμαν (καθηγητής στη διακεκριμένη Σχολή Εξωτερικής Πολιτικής Edmund A. Walsh του ίδιου πανεπιστημίου) «η παγκοσμιοποίηση όχι μόνο επέτρεψε την ταχεία εξάπλωση της μολυσματικής ασθένειας, αλλά ενθάρρυνε τη βαθιά αλληλεξάρτηση μεταξύ εταιρειών και κρατών που τα καθιστά περισσότερο ευάλωτα σε μη αναμενόμενα σοκ». Αντίστροφα ο διοικητής της τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, στην ετήσια έκθεσή του, τονίζει την ανάγκη της διεθνούς διεπιστημονικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας:

« […] η διεθνής διάσταση θέτει επί τάπητος και την απόλυτη ανάγκη διεθνούς συνεργασίας και συντονισμού στον επιστημονικό-επιδημιολογικό τομέα κατά κύριο λόγο, αλλά και στο δημοσιονομικό-νομισματικό».

Παρά ταύτα, τα έθνη-κράτη ήταν και συνεχίζουν να είναι οι κεντρικοί δρώντες στο διεθνές σύστημα και το ασφαλέστερο καταφύγιο των λαών για την επιβίωσή τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι η εξωτερική υπονόμευση των πολιτικών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή (Μπαχρέιν, Συρία, Υεμένη) και στη Βόρεια Αφρική (Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη) υπό το πρόταγμα της Αραβικής Άνοιξης, απόρροια της εφαρμογής της αμερικανικής πολιτικής του «δημιουργικού χάους», συνώθησε στην έκρηξη των διεθνικών φαινομένων με την έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας και την ασύδοτη λειτουργία των ΜΚΟ για τη διαχείριση της υποφαινόμενης «ανθρωπιστικής κρίσης», μετά τις αθρόες ροές προσφύγων-μεταναστών στην ελληνική εδαφική επικράτεια. Γιατί όπως επισημαίνει και ο αμερικανικός πολιτικός επιστήμονας Στίβεν Γουόλτ : «Κάθε λίγα χρόνια, λόγιοι και αναλυτές εκτιμούν ότι ο ρόλος των κρατών στις παγκόσμιες υποθέσεις γίνεται όλο και λιγότερο σημαντικός και άλλοι δρώντες ή κοινωνικές δυνάμεις (π.χ. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, πολυεθνικές επιχειρήσεις, η διεθνής τρομοκρατία, οι παγκόσμιες αγορές κ.λπ.) υποσκάπτουν την κρατική κυριαρχία και σπρώχνουν το κράτος προς τον κάλαθο της ιστορίας. Όταν αναδεικνύονται νέοι κίνδυνοι όμως, οι άνθρωποι στρέφονται πριν από κάθε τι άλλο στις εθνικές κυβερνήσεις για προστασία».

Η δεύτερη προσανατολιστική κατεύθυνση για την ανάλυση του πραγματευόμενου ζητήματος αποκρυσταλλώνεται στην επαναδιατύπωση και αναδιαμόρφωση της γεωπολιτικής-γεωοικονομικής αντιπαράθεσης Κίνας-ΗΠΑ. Σε μια δυνητική εφαρμογή της στρατηγικής κατατριβής του αντιπάλου, πληθαίνουν τα σενάρια για τη γέννηση της πανδημίας ως μια μορφή βιολογικού πολέμου της Ουάσιγκτον για την απομείωση της οικονομικής πρωτοκαθεδρίας του Πεκίνου. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του εκπροσώπου του κινεζικού υπουργείου εξωτερικών, Ζάο Λιτζιάν, κατηγορώντας «ευθέως τον αμερικανικό Στρατό ότι έφερε τον κορωνοϊό στην πόλη Ουχάν».

«Πότε ξεκίνησε ο ασθενής μηδέν στις ΗΠΑ; Πόσοι άνθρωποι έχουν μολυνθεί; Ποια είναι τα ονόματα των νοσοκομείων; Ίσως να ήταν ο στρατός των ΗΠΑ που έφερε την επιδημία στη Γιουχάν. Να είστε διαφανείς! Δημοσιεύστε τα στοιχεία σας! Οι ΗΠΑ μας οφείλουν μια εξήγηση!».

Στον αντίποδα ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, σε συνεντεύξεις του σε τηλεοπτικά κανάλια είχε μετονομάσει «τον κορωνοϊό σε “ιό της Ουχάν”»

Τοιουτοτρόπως θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μία στρατηγική επιλογή εξουθένωσης ενός δυνητικού περιφερειακού ηγεμόνα (Κίνα) και μίας μείζονας απειλής, αφού πολύ πριν «μεταφερθεί η πανδημία στην Ιταλία» έπληξε το Ιράν «όσο δεν μπόρεσαν να πετύχουν οι αμερικανικές κυρώσεις».

Η τρίτη και καταληκτική προσανατολιστική κατεύθυνση εντοπίζεται στην διαλεκτική σχέση κράτους-κοινωνίας, ήτοι στη διάκριση ισχυρού κράτους-ανίσχυρης κοινωνίας και τανάπαλιν. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει ιδωθεί η επαναφορά στο προσκήνιο της συζήτησης περί πολιτικών καθεστώτων στο βαθμό που το μέτρο ελευθερίας (φιλελεύθερο-αυταρχικό) συναρτάται έως ένα βαθμό με το μέτρο αποτελεσματικότητας της εκτελεστικής εξουσίας. Για παράδειγμα είναι χαρακτηριστική η άμεση επιβολή περιορισμών και η λήψη αναγκαστικών μέτρων στην Κίνα ή στο Ιράν για τον έλεγχο εξάπλωσης της πανδημίας, σε αντιδιαστολή με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη (π.χ. Ιταλία, Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία) που υπήρξε μια γενικότερη βραδυπορία στην διαδικασία απόφασης, εφαρμογής και επιβολής των μέτρων υπό την πρωτύτερη αξιολόγηση του ενδεχόμενου πολιτικού κόστους. Εντούτοις και σε μία βαθύτερη αποτίμηση της εν λόγω πτυχής, οφείλουμε να προσημειώσουμε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που παρατηρείται στο σύγχρονο, νεωτερικό κράτος, όχι μόνο αποστερεί από την πρώτη (την κοινωνία) τον φυσικό της ρόλο, ως αποκλειστικού φορέα και διαμορφωτή του πολιτικού φαινομένου, αλλά την περιορίζει σε καθεστώς ιδιώτη, με διαχειριστικό πολιτικό δικαίωμα τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας.

Συνεπακόλουθα, η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί για κάθε πολιτικό σύστημα η πλανητική ιογενής πανδημία, συνίσταται στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης κοινωνίας, πολιτικής και οικονομίας σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότητα-αξιοπιστία της εκάστοτε ηγεσίας «να απευθυνθεί με ειλικρίνεια στους πολίτες, να εμπνεύσει, να καθοδηγήσει και να δράσει».

Υπό αυτό το πρίσμα και εδραζόμενοι σε προηγούμενη ανάλυση του Γ. Κοντογιώργη, το ερώτημα που τίθεται για μελλοντική διερεύνηση είναι εάν και σε ποιο βαθμό η πανδημία θα αποτελέσει τον «καταλύτη για την αναβάθμιση των κοινωνιών» ώστε η διείσδυσή τους «στο νέο περιβάλλον της τεχνολογίας της επικοινωνίας» θα τους δώσει τη δυνατότητα να συγκροτηθούν «σε ένα επίπεδο άτυπης, πλην όμως θεσμισμένης συλλογικότητας» επιβάλλοντας μακροπρόθεσμα την «παρουσία τους μέσα στο πολιτικό σύστημα» συγκροτώντας «διαδικτυακές δημοκρατικά οργανωμένες “τεχνολογικές Πνύκες”».

Δημοφιλή