Η απεικόνιση της γυναίκας δημοσιογράφου στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο

Μια καταγραφή των γυναικών στα μίντια - Συνέντευξη με τον καθηγητή και ερευνητή Τζο Σάλτζμαν.
Η Μαίρη Τάιλερ Μουρ στα δεξιά με την συμπρωταγωνίστρια Βάλερι Χάρπερ στην τηλεοπτική σειρά «The Mary Tyler Moore Show».
Η Μαίρη Τάιλερ Μουρ στα δεξιά με την συμπρωταγωνίστρια Βάλερι Χάρπερ στην τηλεοπτική σειρά «The Mary Tyler Moore Show».
Bettmann via Getty Images

Από την εφεύρεση του κινηματογράφου και τα πρώτα χρόνια ανάπτυξης της κινηματογραφικής βιομηχανίας, οι δημοσιογράφοι είχαν ηγετικό ρόλο στην ποπ κουλτούρα και η δημοσιογραφία συχνά συνδεόταν στενά ή εν μέρει με την πλοκή των ταινιών.

Ωστόσο ένα από τα αντικείμενα συζητήσεων των ερευνητών, όπως καταγράφει ο Αμερικανός καθηγητής Τσαντ Πέιντερ, αφορά στο αν οι ταινίες με θέμα τη δημοσιογραφία είναι ένα ξεχωριστό είδος ή αν οι δημοσιογράφοι απλά εμφανίζονται σε διάφορα κινηματογραφικά είδη από δράματα και κωμωδίες, μέχρι σατιρικές ταινίες και φιλμ νουάρ. Επιπλέον, έχουν μελετήσει τον ρόλο του δημοσιογράφου ως κύριο και δευτερεύοντα χαρακτήρα. Η απεικόνιση των δημοσιογράφων στην ποπ κουλτούρα όπως και των γιατρών, των δικηγόρων, των αστυνομικών, είναι σημαντική, καθώς επηρεάζει την κοινή γνώμη. Οσον αφορά τους δημοσιογράφους της οθόνης, η απεικόνιση μπορεί να έχει αντίκτυπο στην αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη προς τους πραγματικούς επαγγελματίες.

Οι κινηματογραφικοί ή τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι είναι συνήθως ξένοι ανταποκριτές, παρουσιαστές ειδήσεων, ρεπόρτερ, αρχισυντάκτες και αρθρογράφοι σε εφημερίδα, ραδιοφωνικοί παραγωγοί και ερευνητές που υποστηρίζουν μια τοπική κοινότητα και την πρόοδό της. Ενας αρκετά μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων που έχουν προβληθεί ανά τα χρόνια είναι γυναίκες. Ποιος είναι όμως ο ρόλος των γυναικών στα μίντια και πώς παρουσιάζονται μέσα από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση;

“Η υποτιμημένη δημοσιογράφος μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν το ίδιο ικανή με ένα άνδρα δημοσιογράφο και αυτός υποστήριζε καμαρωτά ότι καμία δεν θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί.”

«Η εικόνα της γυναίκας δημοσιογράφου στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα μυθιστορήματα έχει παραμείνει αρκετά σταθερή με την πάροδο των χρόνων, από την εποχή του βωβών ταινιών μέχρι τον 21ο αιώνα. Ακόμα και πριν τον διάλογο στις ταινίες, έγινε σαφές ότι οι γυναίκες δημοσιογράφοι ήταν άψογες για τον κινηματογράφο», λέει στη HuffPost ο Τζο Σάλτζμαν, καθηγητής στη σχολή Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας Ανενμπεργκ και διευθυντής του προγράμματος «Η εικόνα του δημοσιογράφου στην ποπ κουλτούρα» (“The Image of the Journalist in Popular Culture –IJPC”) στο ερευνητικό κέντρο Norman Lear του Πανεπιστημίου της νότιας Καλιφόρνια.

«Το σινεμά προσέφερε στις ηθοποιούς τους πιο σημαντικούς ρόλους και έτσι δημιουργήθηκε το τέλειο πεδίο μάχης μεταξύ των φύλων: η υποτιμημένη δημοσιογράφος μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν το ίδιο ικανή με ένα άνδρα δημοσιογράφο και αυτός υποστήριζε καμαρωτά ότι καμία δεν θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί. Η “sob sister” (γράφει κοινωνικά θέματα συναισθηματικής φύσεως ή/και απαντά σε ανάλογες ερωτήσεις αναγνωστών) εξελίχθηκε σε δημοφιλή ηρωίδα στις εφημερίδες, δημοσιογράφο τηλεόρασης, ραδιοφώνου και σήμερα σε κυβερνογράφο», συμπληρώνει ο Σάλτζμαν.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή, από τους πρώτους χαρακτήρες της οθόνης μέχρι τη σημερινή μυθοπλασία, η γυναίκα δημοσιογράφος αντιμετωπίζει ένα συνεχές δίλημμα: πως θα ενσωματώσει τα «αρρενωπά χαρακτηριστικά» της δημοσιογραφίας που είναι απαραίτητα για την επιτυχία. Πρέπει να είναι επιθετική, αυτοδύναμη, περίεργη, σκληρή, φιλόδοξη, κυνική, αναιδής, αντιπαθής, ενώ ταυτόχρονα να εξακολουθεί να είναι η γυναίκα που θέλει η κοινωνία: συμπαθητική, συμπονετική, μητρική, με φροντίδα και αγάπη για τους άλλους. «Οι γυναίκες δημοσιογράφοι και συντάκτριες στη μυθοπλασία έχουν παλέψει για να ξεπεράσουν αυτήν την αντίφαση κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και εξακολουθούν να δίνουν αυτή τη μάχη μέχρι σήμερα».

Ο Σάλτζμαν ισχυρίζεται ότι οι θεατές αγαπούσαν πάντα τις δημοσιογράφους. «Είναι οι τέλειες ηρωϊδες της ποπ κουλτούρας, συνήθως έχουν ατέλειες αλλά πάντα αντιμετωπίζουν τους συναδέρφους τους αν χρειαστεί- συμπεριλαμβανομένων των ανδρών συντακτών και ανταποκριτών - με στόχο να αποκαλύψουν τα γεγονότα στο κοινό. Αναμένονταν να εργάζονται για το δημόσιο συμφέρον», λέει ο Σάλτζμαν. Και συνεχίζει: «Οι γυναίκες δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να πουν ψέμματα, να εξαπατήσουν, να παραμορφώσουν, να δωροδοκήσουν, να προδώσουν, να χρησιμοποιήσουν το φύλο τους ή να παραβιάσουν οποιοδήποτε κώδικα δεοντολογίας αρκεί να εκθέσουν τη διαφθορά, να διαλευκάνουν μια δολοφονία, να πιάσουν έναν κλέφτη ή να σώσουν έναν αθώο».

Οι γυναίκες εργάζονταν ως δημοσιογράφοι από την εποχή της αποικιοκρατίας. Ηταν ένα από τα μοναδικά επαγγέλματα του 19ου αιώνα που αποτελούσε μια σεβαστή επιδίωξη για τις γυναίκες της μεσαίας τάξης - παρόλο που οι άνδρες αντιστέκονταν τακτικά στην απόφαση, σπάνια καταλάμβαναν κορυφαίες θέσεις και κατά κανόνα τις κρατούσαν για λίγα μόνο χρόνια. «Τον 19ο αιώνα, η δημοσιογραφία ήταν ένας τρόπος επιβίωσης για την ανύπαντρη γυναίκα, την χήρα που έμεινε μόνη με τα παιδιά της, ή την διαζευγμένη με παιδιά. Οι εναλλακτικές ήταν δασκάλα σε σχολείο, νταντά, οικιακή βοηθός, μοδίστρα ή η εγκατάλειψη κάθε αξιοπρέπειας και ενασχόληση με την ηθοποιία ή την πορνεία», λέει ο Σάλτζμαν.

Η δημοσιογραφία έδωσε στις γυναίκες την ευκαιρία να μένουν στο σπίτι, να γράφουν με ψευδώνυμο και να κερδίζουν αρκετά χρήματα ώστε να στηρίξουν οικονομικά τον εαυτό και την οικογένειά τους. «Στον κινηματογράφο, ήταν ένα επάγγελμα που τους παρείχε όχι μόνο ένα μισθό, αλλά και την ευκαιρία να κάνουν την ίδια συναρπαστική και ικανοποιητική δουλειά όπως οι άνδρες. Δυστυχώς, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή παρουσιάζεται μια γυναίκα δημοσιογράφος στη μυθοπλασία, στα πέντε τελευταία λεπτά της ταινίας ή του μυθιστορήματος, λαχταράει να γίνει σύζυγος και μητέρα. Αυτό ήταν που οι γυναίκες θεατές, ενώ απολάμβαναν την ανεξαρτησία και την πρόκληση της γυναίκας στον κυρίαρχο κόσμο των ανδρών, ήθελαν να κάνει η τηλεοπτική δημοσιογράφος: να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά». Αυτή ήταν η απαίτηση της κοινωνίας από τις γυναίκες-επαγγελματίες κατά τον μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.

Η Γκλέντα Φαρέλ στην σειρά ταινιών «Torchy Blane», η βραβευμένη με Πούλιτζερ Μπέιμπ Μπένετ στην ταινία «Mr. Deeds Goes to Town», η αρθρογράφος Αν Μίτσελ στην ταινία «Meet John Doe» και η πολιτική δημοσιογράφος Τες Χάρντινγκ στην ταινία «Woman of the Year», είναι δυνατές και ανεξάρτητες γυναίκες που βάζουν την αληθινή αγάπη πάνω από τη δημοσιογραφία. Η Χίλντι Τζόνσον στην ταινία «His Girl Friday» δεν παραιτείται από τη δουλειά της, αλλά επανενώνεται με τον ανήθικο σύζυγό της που είναι συντάκτης. Η Λοις Λέιν της «Daily Planet» μπορεί να παραμένει πιστή στο επάγγελμά της μέσα από 80 χρόνια κόμικς, ραδιοφώνου, τηλεοπτικών σειρών, ταινιών και μυθιστορημάτων, αλλά οι πρόσφατες ενσαρκώσεις της την έχουν παντρεμένη με τον Σούπερμαν - Κλαρκ Κεντ. Αλλες δυο γυναίκες δημοσιογράφοι σε κόμικς – η Μπρέντα Σταρ και η Τζέιν Αρντεν - ήταν πολύ δημοφιλείς και λειτουργούσαν ως πρότυπα για τα μικρά κορίτσια.

Τηλεόραση

Με την εξέλιξη της τηλεόρασης αρκετά χρόνια μετά την εφεύρεσή της και την ανάπτυξη περιεχομένου ανά τις δεκαετίες, το μέσο ψυχαγωγίας χάρισε στο κοινό πολλούς γυναικείους χαρακτήρες με τους οποίους ταυτίστηκαν οι θεατές. Από την Μαίρη Ρίτσαρντς την δεκαετία του ’70 μέχρι την Αλεξ Λέβι του 2019, ποιες ήταν οι τηλεοπτικές γυναίκες δημοσιογράφοι και ποια η επιρροή τους;

«The Mary Tyler Moore Show» (1970-1977)

Η Μαίρη Ρίτσαρντς από το «The Mary Tyler Moore Show»
Η Μαίρη Ρίτσαρντς από το «The Mary Tyler Moore Show»
CBS Photo Archive via Getty Images

Το πρώτο επεισόδιο της σειράς του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CBS «The Mary Tyler Moore Show» προβλήθηκε το 1970 και διήρκησε επτά χρόνια. Η Αμερική βρισκόταν εν μέσω ενός παγκόσμιου γυναικείου κινήματος που ενθάρρυνε τις γυναίκες να οραματιστούν μια δουλειά εκτός σπιτιού. Η Μαίρη Ρίτσαρντς (Μαίρη Τάιλερ Μουρ) ήταν ο πρώτος ανεξάρτητος γυναικείος τηλεοπτικός χαρακτήρας. Ηταν 30 χρονών, δεν ήταν διαζευγμένη ή χήρα, δεν εξαρτιόταν από κάποια ανδρική φιγούρα. Μετακόμισε στη Μινεάπολις για να εργαστεί. Προσλήφθηκε για τη θέση της βοηθού παραγωγού στην αίθουσα σύνταξης του τηλεοπτικού δικτύου WJM και μέχρι το τέλος της σειράς, εξελίχθηκε σε μια επαγγελματία με αυτοπεποίθηση, έτοιμη να προχωρήσει την καριέρα της, γεγονός που παρακολούθησαν οι θαυμαστές της σειράς στην τηλεταινία που κυκλοφόρησε το 2000, με τίτλο «Μαίρη και Ρόντα».

«Υπήρξε μία από τις πιο θετικές απεικονίσεις δημοσιογράφου στην ιστορία της ποπ κουλτούρας. Ενας επαναστατικός χαρακτήρας στη δεκαετία του ’70, μια γυναίκα που επέλεξε να είναι μόνη. Ανταλλάσσει τον γάμο, τα παιδιά και την οικογένεια για κάτι που δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ πριν στην τηλεοπτική ποπ κουλτούρα: την εργασιακή “οικογένεια”. Οι συνάδερφοί της στην αίθουσα σύνταξης γίνονται η οικογένειά της. Συχνά αναλαμβάνει το ρόλο της συζύγου, μητέρας και κόρης με «πατέρα» τον προϊστάμενό της Λου Γκραντ, «αδέρφια» τον οξύθυμο ερευνητικό δημοσιογράφο Φρανκ, τον σαρκαστικό συντάκτη Μάρεϊ, τον πρώτο κεντρικό παρουσιαστή ειδήσεων που εμφανίζεται στην τηλεόραση Τεντ Μπάξτερ, καθώς κι άλλους χαρακτήρες της αίθουσας σύνταξης», λέει ο Σάλτζμαν.

Η Ρίτσαρντς αποτέλεσε πρότυπο για πολλές γυναίκες που εισέρχονταν στο χώρο εργασίας και συγκεκριμένα τον κλάδο της δημοσιογραφίας. Ηταν ελκυστική, συμπαθής και χαρούμενη.δ Η σειρά ξέφυγε από τις στερεοτυπικές αντιλήψεις που ήθελαν τη γυναίκα να ασχολείται αποκλειστικά με το νοικοκυριό και την παρουσίασε σε γραφείο. «Η μυθοπλασία προέβλεπε ότι οι γυναίκες θα είχαν οικογένεια και θα διατηρούσαν ένα νοικοκυριό ενώ παράλληλα θα εργάζονταν σε υψηλόβαθμες θέσεις εργασίας», συμπληρώνει ο Σάλτζμαν.

«Murphy Brown» (1988 - 1998)

Από αριστερά η Κάντις Μπέργκεν, Πόλα Ζαν και Χάρι Σμίθ στα γυρίσματα του «Murphy Brown» το 1992.
Από αριστερά η Κάντις Μπέργκεν, Πόλα Ζαν και Χάρι Σμίθ στα γυρίσματα του «Murphy Brown» το 1992.
CBS Photo Archive via Getty Images

«Δέκα χρόνια μετά την Ρίτσαρντς, η Μέρφι Μπράουν υπήρξε δημοφιλής σχεδόν για μια δεκαετία. Ήταν μια δυναμική - παλαιάς κοπής - δημοσιογράφος, ακριβώς το αντίθετο από την αφελή Μαίρη», λέει ο Σάλτζμαν. Οι Αμερικανοί τηλεθεατές γνώρισαν την Μπράουν (Κάντις Μπέργκεν), μια πιο προχωρημένη εκδοχή της Ρίτσαρντς, τον Νοέμβριο του 1988 μέσα από το δίκτυο CBS. Από την αρχή της σειράς, η Μπράουν γνώριζε επιτυχία σε κάθε της βήμα και ήταν γνωστή για τη δουλειά της, την κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα, το κομψό ντύσιμο και τα έντονα συναισθήματα αγάπης. Εχει ένα παιδί εκτός γάμου, επιβιώνει από καρκίνο του μαστού, ενώ παραμένει στην κορυφή του επαγγέλματος. Η υπερβολική ανεξαρτησία της Μπράουν και η «σκληρή» της γλώσσα έρχονται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπεριφέρεται μια τηλεοπτική ηρωίδα.

«Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πραγματικότητας και της απεικόνισης στην ποπ κουλτούρα χάθηκε τελείως όταν ο αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Νταν Κουέϊλ δήλωσε ότι η πρωταγωνίστρια αποτελούσε κακό παράδειγμα για τις νεαρές γυναίκες, επειδή έχει παιδί εκτός γάμου και δεν υπάρχει άνδρας στην εικόνα αυτής της οικογένειας. Οι παραγωγοί της σειράς χρησιμοποίησαν τη βιντεοκασέτα με πραγματικά πλάνα του αντιπροέδρου και τους πραγματικούς τίτλους των εφημερίδων, ώστε να μεταφερθεί η αληθινή διαμάχη στη μυθοπλασία της Μπράουν», λέει ο Σάλτζμαν.

Το τελευταίο επεισόδιο προβλήθηκε το 1998 και το 2018, το ίδιο δίκτυο ανακοίνωσε την επιστροφή της σειράς με νέα επεισόδια, που όμως «κόπηκε» μετά από την πρώτη σεζόν.

«Sex and the City» (1998 - 2004)

Η Κάρι Μπράτσο από το «Sex And The City»
Η Κάρι Μπράτσο από το «Sex And The City»
Youtube

Τον Ιούνιο του 1998 μια νέα τηλεοπτική ηρωίδα του αμερικανικού δικτύου HBO, θα άλλαζε την καθημερινότητα εκατομμυρίων γυναικών, θα τις επηρέαζε ως προς τον τρόπο ζωής και θα αποτελούσε σημείο αναφοράς στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα.

Η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ υποδύθηκε την Κάρι Μπράτσο, μια αρθρογράφο εβδομαδιαίας στήλης με τίτλο «Sex and the City», στην εφημερίδα The New York Star. Η στήλη εστίαζε στις σεξουαλικές περιπέτειες της Μπράτσο και των στενών φίλων της, τις συμβουλές στις σχέσεις μεταξύ ανδρών - γυναικών, τα ραντεβού και τη ζωή στη Νέα Υόρκη. Μέσα από τη στήλη, η πρωταγωνίστρια της σειράς έγινε γνωστή κυρίως στην ελίτ της πόλης και οι αναγνώστες της, την περιγράφουν ως το σύμβολό τους. Στο τέλος της τέταρτης σεζόν, η ηρωίδα άρχισε να γράφει για το περιοδικό της Vogue. Η Μπράτσο ζούσε σε διαμέρισμα στο Μανχάταν, ταξίδευε, έτρωγε σε ακριβά εστιατόρια, σύχναζε σε δημοφιλή μπαρ, αγόραζε συνέχεια ρούχα και παπούτσια και μετακινούνταν με ταξί και όχι συγκοινωνίες. Οπότε, πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτήθηκαν κατά τη διάρκεια προβολής της σειράς, για τον μισθό μιας ελεύθερης επαγγελματία με χλιδάτη ζωή. Πώς κατάφερνε να έχει μια ονειρεμένη καθημερινότητα από τη στιγμή που έγραφε τακτικά μεν, όχι ως μόνιμη συνεργάτιδα δε και δεν εργαζόταν αλλού;

«The Newsroom» (2012 - 2014)

Η Μακένζι Μακχέιλ από τη σειρά του Ααρον Σόρκιν «The Newsroom»
Η Μακένζι Μακχέιλ από τη σειρά του Ααρον Σόρκιν «The Newsroom»
Youtube

Η σειρά του Αάρον Σόρκιν «The Newsroom» έκανε πρεμιέρα στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο HBO τον Ιούνιο του 2012. Ο Σόρκιν (“The West Wing”, “Sports Night”, “Studio 60 on the Sunset Trip”) οραματιζόταν μια σειρά βασιζόμενη αποκλειστικά σε δημοσιογράφους και διευθυντές ειδήσεων «που είναι πολύ καλοί στη δουλειά τους και λιγότερο καλοί σε ο,τιδήποτε άλλο».

Στο «Newsroom» υπήρχαν πολλοί γυναικείοι χαρακτήρες σε θέσεις εξουσίας. Η Μακένζι «Μακ» Μακχέιλ (Εμιλι Μόρτιμερ) είναι διευθύντρια παραγωγής του δελτίου ειδήσεων «News Night» του πλασματικού τηλεοπτικού δικτύου ACN. Πριν από αυτή τη θέση, η Μαχέιλ κάλυψε ιστορίες από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Ιράκ, για τις οποίες βραβεύτηκε. Μετά από εικοσιέξι μήνες ρεπορτάζ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ανέλαβε διευθύντρια παραγωγής στο ACN. Η Μάγκι Τζόρνταν (Αλισον Πιλ) είναι αναπληρώτρια παραγωγός και ρεπόρτερ, η Σλόαν Σάμπιθ (Ολίβια Μαν) οικονομολόγος και παρουσιάστρια οικονομικής εκπομπής και η Λιόνα Λάνσινγκ (Τζέιν Φόντα), ιδιοκτήτρια του δικτύου.

Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη των Αμερικανών καθηγητών Τσαντ Πέιντερ και Πάτρικ Φερούτσι, οι γυναίκες απεικονίζονται με μειωμένο επαγγελματισμό, χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις (για παράδειγμα σε ένα επεισόδιο η Μακχέιλ δεν γνωρίζει πώς λειτουργεί το e-mail, ενώ παρουσιάζεται ως μια γυναίκα με προϋπηρεσία), αδύναμες και με μητρική συμπεριφορά προς τους συναδέρφους τους. Συνήθως λειτουργούν υπό συναισθηματική σύγχυση, διατηρούν ερωτικές σχέσεις με συναδέρφους και χειρίζονται με προχειρότητα την έρευνα γύρω από μια είδηση. Οι Πέιντερ και Φερούτσι γράφουν ότι «ο Σόρκιν και η συγγραφική ομάδα απέτυχαν στην ηθική υποχρέωσή τους προς το κοινό και την κοινωνία». «Η συγκεκριμένη απεικόνιση των γυναικών είναι κοινωνικά ανεύθυνη και μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη που έχουμε για τις πραγματικές δημοσιογράφους».

«The Morning Show» (2019 - )

Η Αλεξ Λέβι από τη σειρά «The Morning Show»
Η Αλεξ Λέβι από τη σειρά «The Morning Show»
Youtube

Η δραματική σειρά της συνδρομητικής τηλεοπτικής πλατφόρμας Apple TV+ «The Morning Show», γνωστή και με το όνομα «Morning Wars», έκανε πρεμιέρα τον Νοέμβριο του 2019.

Τοποθετημένη χρονικά εν μέσω των κατηγοριών σεξουαλικών κακοποιήσεων και παρενοχλήσεων παραγωγών και προσωπικοτήτων των μίντια σε δημοσιογράφους και ηθοποιούς καθώς και του κινήματος #MeToo, το σενάριο παρουσιάζει ομοιότητες με την πραγματική ιστορία του Αμερικανού παρουσιαστή του NBC Ματ Λάουερ όταν κατηγορήθηκε για βιασμό συναδέρφου του το 2014 και απολύθηκε το 2017.

Η ιστορία ακολουθεί την επίδραση ενός σκανδάλου σεξουαλικής παρενόχλησης στην ομάδα παραγωγής του «The Morning Show», μιας πρωινής ειδησεογραφικής εκπομπής. Στα πρώτα λεπτά του επεισοδίου, η επί 15 χρόνια παρουσιάστρια της εκπομπής Αλεξ Λέβι (Τζένιφερ Ανιστον) έμαθε ότι ο συμπαρουσιαστής της Μιτς Κέσλερ (Στηβ Καρέλ) κατηγορήθηκε για μια σειρά από παρενοχλήσεις σε γυναίκες δημοσιογράφους που εργάζονταν στον τηλεοπτικό όμιλο UBA. Οι κατηγορίες αποκαλύφθηκαν σε άρθρο των New York Times από ανώνυμη πηγή. Ο Κέσλερ είχε πάντοτε καλύτερη αποδοχή στο κοινό και το UBA βρίσκεται σε κρίση. Η Λέβι μετατρέπεται στο κεντρικό πρόσωπο της εκπομπής, προσπαθεί να διατηρήσει τη θέση της αλλά νιώθει προδωμένη, θυμωμένη και λυπημένη με τις εξελίξεις. Είναι έξυπνη, μοναχική και εξαντλημένη. Εχει μια κόρη με την οποία δεν έχει πολύ καλή σχέση και έναν άνδρα με τον οποίο δεν τα πηγαίνει καλά. Εχει αποστασιοποιηθεί από την καριέρα της, επιτρέποντας άλλους να πάρουν τα ηνία. Ομως μετά την απόλυση του συνεργάτη και φίλου της, αναγκάζεται να δώσει τη μάχη της ζωής της για να επανακτήσει τον έλεγχο του «The Morning Show» και να βρει μια σταθερή βάση ώστε να χτίσει μια νέα, υγιή ζωή.

Η Μπράντλεϊ Τζάκσον (Ρις Γουίδερσπουν) είναι μια τολμηρή και σκληροπυρηνική δημοσιογράφος σε τοπικό ειδησεογραφικό σταθμό στη Δυτική Βιρτζίνια που όμως δεν εξελίχθηκε παρά τα τόσα χρόνια εμπειρίας της στον κλάδο. Η ανάρμοστη συμπεριφορά της σε διαδηλωτή διαμαρτυρίας κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού ρεπορτάζ, την έκανε ευρέως γνωστή και την έφερε στον κόσμο της Λέβι. Η Τζάκσον αγαπά το επάγγελμά της, έχει επιμονή, πολλές ιδέες για έρευνα και πρωτότυπες ιστορίες, παρά την εξάντλησή της. Επιθυμεί να μεταδώσει στο κοινό σημαντικές πληροφορίες.

“Οι περισσότερες απεικονίσεις γυναικών δημοσιογράφων υπήρξαν ιδιαίτερα ακριβείς”

Μυθοπλασία vs. Πραγματικότητα

Κι ενώ έχουμε παρακολουθήσει και θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε γυναίκες δημοσιογράφους στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, το ερώτημα πάντα είναι με πόση ακρίβεια παρουσιάζονται οι χαρακτήρες ή πρόκειται απλά προϊόν μυθοπλασίας. «Συμπυκνώνοντας μέσα σε 90 λεπτά τις περιπέτειες της δημοσιογραφίας με το δραματικό στοιχείο, οι περισσότερες απεικονίσεις γυναικών δημοσιογράφων υπήρξαν ιδιαίτερα ακριβείς: έχουν προσφέρει την καλύτερη δυνατή εικόνα της δημοσιογράφου, πολύ καλύτερη από αυτή των πραγματικών γυναικών δημοσιογράφων που βίωσαν διακρίσεις λόγω της απόλυτης κυριαρχίας των λευκών ανδρών στην βιομηχανία των ειδήσεων καθόλη τη διάρκεια του 20ου αλλά και αυτού του αιώνα», λέει ο Σάλτζμαν.

Από την Ρίτσαρντς μέχρι την Λέβι, το αντίκτυπο των χαρακτήρων στις επαγγελματίες ή ανερχόμενες δημοσιογράφους, ήταν μεγάλο. «Είναι τόσες πολλές οι δημοσιογράφοι που μου είπαν ότι επέλεξαν το επάγγελμα εξαιτίας της Λόις Λέιν, της Μπρέντα Σταρ, της Μαίρη Ρίτσαρντς, της Μέρφι Μπράουν ή κινηματογραφικών δημοσιογράφων τις οποίες υποδύθηκαν σπουδαίες ηθοποιοί. Δημιούργησαν ένα συναρπαστικό και πρωτότυπο κόσμο στον οποίο οι γυναίκες δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους άνδρες ισάξια και σε πολλές περιπτώσεις να κερδίσουν», εξηγεί ο Σάλτζμαν.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του καθηγητή, η πραγματική δημοσιογράφος που βρισκόταν εγκλωβισμένη στο τμήμα των «ανάλαφρων», λιγότερο σημαντικών ειδήσεων, έβλεπε τις συναδέρφους στην οθόνη ή τις σελίδες και επιθυμούσε αυτό το είδος ζωής. «Οι περισσότερες αποτέλεσαν θετικά πρότυπα για τις γυναίκες και είναι από τις πιο θαρραλέες και ανεξάρτητες δημοσιογράφους που παρουσιάστηκαν ποτέ στη μεγάλη οθόνη, στη μικρή οθόνη, σε μυθιστορήματα και άλλες εκφάνσεις της ποπ κουλτούρας».

|

Δημοφιλή