Η προοπτική μιας δυτικής στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση με τη Ρωσία συνεχίζει να κρέμεται πάνω από τη Μέση Ανατολή την Παρασκευή, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις πως επίκειται κάποια αμερικανική επίθεση.
Ειδικοί στα χημικά όπλα μεταβαίνουν στη Συρία προκειμένου να διερευνήσουν μια φερόμενη επίθεση με χημικά από κυβερνητικές δυνάμεις στην πόλη της Ντούμα, η οποία εκτιμάται πως είχε αποτέλεσμα δεκάδες θανάτους. Δύο ημέρες πριν, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε πως πύραυλοι «έρχονταν», σε αντίποινα για εκείνη την επίθεση.
Οι σύμμαχοι του Σύριου προέδρου Άσαντ την Παρασκευή απέδιδαν την ευθύνη για την κρίση όχι σε αυτόν, αλλά στον Τραμπ.
Ο Ρώσος αναπληρωτής πρωθυπουργός Αρκάντι Ντβόρκοβιτς δήλωσε πως οι διεθνείς σχέσεις δεν θα έπρεπε να εξαρτώνται από την πρωινή διάθεση κάποιου, σε μια εμφανή αναφορά στα tweets του Τραμπ.
«Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στο τι κάποιος στην άλλη άκρη του ωκεανού έχει στο κεφάλι του το πρωί. Δεν μπορούμε να παίρνουμε τέτοια ρίσκα» είπε ο Ντβόρκοβιτς, μιλώντας σε ένα φόρουμ.
Η Ρωσία προειδοποίησε τη Δύση να μην επιτεθεί εναντίον του Άσαντ, ο οποίος στηρίζεται και από το Ιράν, και τόνισε ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για μια χημική επίθεση στη Ντούμα, πόλη κοντά στη Δαμασκό η οποία ελεγχόταν από τους αντικαθεστωτικούς μέχρι αυτόν τον μήνα.
Ο Βασίλι Νεμπένζια, πρεσβευτής της Μόσχας στον ΟΗΕ, είπε πως δεν «δεν μπορεί να αποκλείσει» τον πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. «Η άμεση προτεραιότητα είναι να αποτρέψουμε τον κίνδυνο του πολέμου» είπε σε δημοσιογράφους. «Ελπίζουμε ότι δεν θα υπάρξει σημείο χωρίς επιστροφή».
Ο σεΐχης Ναΐμ Κασέμ, επικεφαλής της, υποστηριζόμενης από το Ιράν, Χεζμπολάχ, είπε στην al Joumhouria του Λιβάνου: «Οι συνθήκες δεν υποδεικνύουν σε ολοκληρωτικό πόλεμο...εκτός και αν ο Τραμπ και ο Νετανιάχου τα χάσουν εντελώς».
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν προβεί σε δηλώσεις στήριξης προς την Ουάσινγκτον, αλλά δεν έχουν εμφανιστεί ξεκάθαρα στρατιωτικά σχέδια.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι έλαβε την υποστήριξη από τους υπουργούς της την Πέμπτη για δράση η οποία δεν προσδιορίστηκε μαζί με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία για την αποτροπή της περαιτέρω χρήσης χημικών όπλων από τη Συρία. Ο Τραμπ επίσης αναμενόταν να μιλήσει με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος είπε την Πέμπτη πως η Γαλλία είχε αποδείξεις πως η συριακή κυβέρνηση δεν πραγματοποίησε την επίθεση στη Ντούμα και θα αποφάσιζε εάν θα χτυπούσε όταν συγκέντρωνε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες.
Ο ίδιος ο Τραμπ εμφανίστηκε την Πέμπτη να δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με τη στιγμή μιας πιθανής στρατιωτικής ενέργειας υπό τις ΗΠΑ, γράφοντας στο Twitter «ποτέ δεν είπα ότι θα λάμβανε χώρα μια επίθεση στη Συρία. Θα μπορούσε να γίνει πολύ γρήγορα ή όχι και τόσο γρήγορα». Αργότερα μέσα στην ημέρα συνάντησε την ομάδα εθνικής ασφαλείας του και «δεν ελήφθη τελική απόφαση» ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος.
«Συνεχίζουμε να αξιολογούμε τις πληροφορίες και επιδιδόμαστε σε συνομιλίες με τους εταίρους και συμμάχους μας».
Ομάδα ειδικών του ΟΑΧΟ (Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων) μετέβαινε στη Συρία και θα αρχίσει τις έρευνές της πάνω στο περιστατικό στη Ντούμα το Σάββατο, ανακοίνωσε ο οργανισμός, που εδρεύει στην Ολλανδία.
Στο μεταξύ, η κατάληψη της Ντούμα αποτελεί μια μεγάλη νίκη για τον Άσαντ, που συνέτριψε με αυτόν τον τρόπο αυτό που ήταν κάποτε ένα επίκεντρο της εξέγερσης κοντά στη Δαμασκό, υπογραμμίζοντας την απρόσβλητη πλέον θέση του στον πόλεμο: Έχει εδραιώσει τον έλεγχό του στο δυτικό, πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της χώρας, με αντάρτες και τζιχαντιστές να περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό σε δύο περιοχές στα νότια και τα βόρεια σύνορα της Συρίας. Ωστόσο, ελέγχουν ακόμα τη βορειοδυτική επαρχία της Ιντλίμπ, κοντά στην Τουρκία, και μια περιοχή στα νότια, γύρω από τη Ντεράα, στα σύνορα με την Ιορδανία. Τουρκικές δυνάμεις και σύμμαχοί τους ελέγχουν εκτάσεις στη βόρεια Συρία, ενώ υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κουρδικές δυνάμεις ελέγχουν μεγάλες εκτάσεις στα βορειοανατολικά. Επίσης, παραμένουν θύλακες μαχητών του ISIS.
Ωστόσο, κανείς εξ αυτών δεν απειλεί πλέον ευθέως την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία, ο οποίος έχει ενισχυθεί από τις ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις και υποστηριζόμενους από το Ιράν μαχητές στο έδαφος.