Η αποχή από τις πρόσφατες ευρωεκλογές έφτασε το 58.6%. Για πρώτη φορά στην νεότερη ιστορία, οι απέχοντες ήταν περισσότεροι από τους συμμετέχοντες. Την ίδια βραδιά, σε όλα τα τηλεοπτικά πάνελ ήταν το αντικείμενο του πρώτου σχολίου από όλους. Βολικό σχόλιο, αν αναλογιστεί κανείς πως ήταν βραδιά οπού πολλοί ηττήθηκαν, το ζητούμενο όμως είναι ποιες ενέργειες ελήφθησαν μετά τα σχόλια της Κυριακής. Νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουμε πως όταν οι απέχοντες πλειοψηφούν αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη ενός βαθύτερου προβλήματος στη δημοκρατική μας λειτουργία. Είναι αποδοκιμασία, είναι διαμαρτυρία, είναι αδιαφορία.
Συνολικά, πρόκειται για ένα φαινόμενο που αναδεικνύει την αποτυχία της κοινωνίας μας να καλλιεργήσει τη δημοκρατική συνείδηση και την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών. Επικαλούμαστε τη δημοκρατία ως λύση κάθε προβλήματος και κυρίως ως προνόμιο. Η δημοκρατία όμως δεν είναι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση. Πρώτο κύριο πρόβλημα, η εκπαίδευση μας ως πολίτες από πολύ νωρίς στο σχολείο. Από μικρή ηλικία, αποτύχαμε να εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς μας και τις νέες γενιές πως η ελευθερία απαιτεί συμμετοχή, και η ποιοτική λειτουργία της δημοκρατίας στηρίζεται στη συνειδητή ενεργοποίηση όλων μας. Ενεργοποιημένοι πολίτες είναι πιο ελεύθεροι πολίτες.
Η αίσθηση της αποστασιοποίησης όμως, εντείνεται και από την εικόνα ενός ”κλειστού πολιτικού συστήματος”, όπου η πολιτική εξουσία και τα μέσα ενημέρωσης φαίνεται να λειτουργούν σε έναν κοινό, περιορισμένο χώρο, ενώ πολλές θέσεις ευθύνης και αξιώματα κληροδοτούνται. Δεν είναι σπάνιο να βλέπουμε δημοσιογράφους και παρουσιαστές να μετατρέπονται από σχολιαστές της πολιτικής, σε υποψήφιους, γεγονός που δημιουργεί την εντύπωση ότι οι πολιτικές διαδικασίες είναι προσιτές μόνο στους αναγνωρίσιμους, αφήνοντας τους υπόλοιπους στο περιθώριο. Προσωπικά δεν θα επέλεγα κάποιον μόνο με κριτήριο την αναγνωρισιμότητά του, ούτε και θα τον κατέκρινα εκ των προτέρων φυσικά, όμως η ανισορροπία πρόσβασης είναι κατακριτέα. Αυτή η εικόνα δεν υπονοεί κάποια ”σκοτεινή συνωμοσία”, αλλά αναδεικνύει ακριβώς μια ανισορροπία που στερεί από την κοινωνία την ουσιαστική δυνατότητα συμμετοχής ανθρώπων με λιγότερη δημοσιότητα αλλά με ικανότητες και ιδέες και λόγω αυτής της αδυναμίας συνεπώς δεν την αφορά.
Αυτό κυρίως πρέπει να χρεωθεί στα κόμματα τα οποία αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν ως πραγματικές δεξαμενές σκέψης και συμμετοχικές πλατφόρμες. Παρά τη συχνή ρητορική περί αφουγκρασμού της κοινωνίας, οι διαδικασίες τους συχνά περιορίζονται σε προσχηματική συμμετοχή, που εξαντλείται στην προεκλογική κινητοποίηση των μελών τους. Η ουσιαστική συμμετοχή όμως, απαιτεί διάλογο και ανοιχτές διαδικασίες που θα επιτρέψουν στους πολίτες να έχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών, κάτι που σπάνια παρατηρείται. Διαδικασίες που θα βοηθήσουν και στην ανάδειξη νέων στελεχών, και επί της ουσίας θα φέρουν τα κόμματα πραγματικά κοντά στην κοινωνία, κοινωνοί προβλημάτων και ανησυχιών, όχι παθητικοί ακροατές. Συμμετοχικότητα δεν είναι μόνο το δικαίωμα ψήφου, είναι και το δικαίωμα πρόσβασης σε θέσεις διοίκησης.
Παράλληλα, οι διεθνείς συγκυρίες, οι ανεξέλεγκτοι πόλεμοι και η επιβολή των ισχυρών, η παγκόσμια (αν-) ισορροπία δυνάμεων μεταξύ χωρών και οικονομικών κέντρων εξουσίας ενισχύουν το αίσθημα της ματαιότητας. Οι πολίτες, απογοητευμένοι από τη δυνατότητα των εθνικών κυβερνήσεων ή συνασπισμών χωρών να διαμορφώσουν τις εξελίξεις, θεωρούν ότι οι ψήφοι από μόνες τους και η συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες είναι «αδύναμες» δεν μπορούν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Αυτή η αντίληψη ενισχύει την απάθεια και τη στροφή μακριά από τις κάλπες.
Δεν είναι και τόσο ανεξήγητο λοιπόν να υπερισχύει η επιλογή της παραλίας έναντι της εκλογικής διαδικασίας, ειδικά όταν Δευτέρα πρωί θα προσγειωθείς ξανά στα προβλήματα της καθημερινότητας και τον αγώνα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι πως ανατρέπεται αυτή η εικόνα και κυρίως η ενισχυμένη διάθεση αποχής που τείνει να σταθεροποιηθεί. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, απαιτείται μια συνολική αναμόρφωση του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε τη δημοκρατική συμμετοχή.
Για αρχή χρειαζόμαστε σχολική εκπαίδευση που θα εστιάζει στην καλλιέργεια ενεργών πολιτών, διδάσκοντας από μικρή ηλικία ότι η δημοκρατία είναι ένας ζωντανός οργανισμός που απαιτεί φροντίδα και συμμετοχή, που προσφέρει προνόμια, αλλά τα συνοδεύει με υποχρεώσεις.
Τα κόμματα με τη σειρά τους πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους στην κοινωνία, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη. Απαιτούνται διαφανείς και ανοιχτές διαδικασίες που θα επιτρέπουν στους πολίτες να συμμετέχουν ουσιαστικά στη λήψη αποφάσεων και στη χάραξη πολιτικής. Παράλληλα, οι διαδικασίες επιλογής υποψηφίων πρέπει να γίνουν πιο διαφανείς και να βασίζονται στις ικανότητες και τις ιδέες των υποψηφίων, και όχι απλώς στην αναγνωρισιμότητά τους, ενώ η επιλογή τους από τις ηγεσίες των κομμάτων θα πρέπει να αιτιολογείται και αυτή η αιτιολόγηση να αποτελεί αντικείμενο κρίσης από τους πολίτες. Η συμμετοχική δημοκρατία δεν περιορίζεται απλώς στη μαζική συμμετοχή, αλλά και στη δυνατότητα πρόσβασης των απλών πολιτών στη διοίκηση και τη διαμόρφωση της εξουσίας.
Η αυξημένη συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι απλώς μια στατιστική βελτίωση, αλλά ο θεμέλιος λίθος για τη δημιουργία ισχυρών κοινωνιών και υπολογίσιμων δημοκρατικών δυνάμεων. Όταν οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά, ενισχύεται η φωνή τους και το δημοκρατικό σύστημα αποκτά μεγαλύτερη νομιμοποίηση. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να επηρεάσει σε δεύτερο χρόνο τις κυβερνήσεις όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και άλλων χωρών, να υποκύψουν στη θέληση των λαών τους και να αναγκαστούν να υπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών.
Η δημοκρατία, παρά τις αδυναμίες της, δεν έχει ελαττώματα. Είναι ένα σύστημα που βασίζεται στη συμμετοχή, και η δύναμή της έγκειται ακριβώς σε αυτήν τη συμμετοχή. Όσο περισσότεροι πολίτες αναλαμβάνουν τον ρόλο τους, τόσο πιο ανθεκτική, δίκαιη και ισχυρή γίνεται. Η αποχή, από την άλλη, αφήνει κενά, τα οποία συχνά καλύπτονται από δυνάμεις που δεν εκφράζουν το κοινό συμφέρον. Η πραγματική δημοκρατία είναι η συλλογική προσπάθεια όλων μας. Η ψήφος είναι μόνο η αρχή, αλλά είναι η αρχή που μπορεί να αλλάξει την πορεία μιας κοινωνίας, μιας χώρας, ακόμα και ενός ολόκληρου κόσμου. Με τη συμμετοχή μας, δίνουμε στη δημοκρατία τη δύναμη που της αξίζει, για να υπηρετεί τον άνθρωπο και την κοινωνία και όχι τα συμφέροντα λίγων. Και όταν αυτή η δύναμη αναπτυχθεί, μπορεί να καταφέρει το αδιανόητο: να διαμορφώσει ένα μέλλον όπου η θέληση των λαών θα είναι η μόνη και απόλυτη καθοδηγητική δύναμη της πολιτικής.