Συχνά παρουσιάζεται η εικόνα πως η Τουρκία είναι καταδικασμένη από τις περιφερειακές συμπράξεις και πως αποτελεί παρακολούθημα των εξελίξεων ή στο άλλο άκρο ότι διαφεντεύει τις τύχες της ευρύτερης περιοχής. Προφανώς και οι δύο προσεγγίσεις πάσχουν ή βλέπουν μόνο τη μία όψη του νομίσματος.
Εστιάζοντας στη Λιβύη, δύο παρατηρήσεις:
Η Τουρκία δεν θέλει να εγκλωβιστεί στρατιωτικά σε ένα ενδεχομένως ατέρμονο πόλεμο (το κόστος είναι βέβαιο, το όφελος αμφίβολο) αλλά επιδιώκει μία άμεση συμφωνία για κατάπαυση του πυρός/εκεχειρία, ώστε αφενός να μην επιτραπεί στη συμμαχία υπό τον Χάφταρ να καταλάβει την εξουσία, αφετέρου να κερδίσει η ίδια χρόνο προκειμένου να εδραιωθεί ως εκ των παικτών με σημαίνοντα ρόλο και λόγο στις διαπραγματεύσεις για την επόμενη μέρα στη Λιβύη.
Όμως, προκειμένου να καταφέρει τον απώτερο στόχο της, πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα στη στήριξη του καθεστώτος Αλ Σαράτζ και ανάλογα να χρησιμοποιήσει την πιθανότητα στρατιωτικής εμπλοκής για να πείσει για τις προθέσεις της, εξασφαλίζοντας θέση στο τραπέζι των διαβουλεύσεων. Η πρόσκληση της καγκελαρίου Μέρκελ προς τον Ερντογάν για να συμμετάσχει σε διεθνή διάσκεψη για το θέμα της Λιβύης, όπως και η «μακρά και αναλυτική» τηλεφωνική συνομιλία Κόντε-Ερντογάν προσφέρουν στην Άγκυρα τουλάχιστον «φωνή» στις διεργασίες. Είναι βέβαια ζητούμενο για αυτή αν έτσι μπορεί να ελέγξει πιθανές αρνητικές εξελίξεις ή αποδειχθεί ότι το αντίπαλο στρατόπεδο είναι πλέον σε θέση ισχύος.
Δεύτερον, η Άγκυρα δεν έχει τα μέσα (διπλωματικά και στρατιωτικά) να στηρίξει κατά μόνας το καθεστώς της Τρίπολης. Άρα, αν διαπιστώσει εγκαίρως ότι δεν υπάρχουν άλλοι πρόθυμοι, τότε είτε θα αναπροσαρμόσει την πολιτική της (το έχει επαναλάβει στη Συρία) είτε θα βρεθεί μπροστά σε σοβαρό αδιέξοδο (επίσης, έχει ξαναγίνει στη Συρία).
Γι′ αυτό το αμέσως επόμενο διάστημα, γνωρίζοντας πόσο απαραίτητη είναι για τα συμφέροντά της η έστω και βραχεία παραμονή του Αλ Σαράτζ, θα εξαντλήσει τα περιθώρια για να βρει συνοδοιπόρους (κυρίως σε ΗΠΑ και ΕΕ, όπου οι απόψεις ως προς τη Λιβύη διίστανται) είτε θα προσπαθήσει να λάβει διαβεβαιώσεις (κυρίως από τη Ρωσία, μιας και οι αραβικές χώρες που στηρίζουν τον Χάφταρ δύσκολα θα συνηγορήσουν) ότι τα συμφέροντα της (έστω όχι στην ολότητά τους) θα γίνουν σεβαστά. Ως προς την αναζήτηση συμμαχιών, χθες μόλις η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) ζήτησε από πέντε «φίλες χώρες», ανάμεσα στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες, τη σύναψη διμερών συμφωνιών ασφάλειας για να τη βοηθήσουν να απωθήσει την επίθεση του στρατάρχη Χάφταρ στην Τρίπολη. Πιο συγκεκριμένα, σε επιστολές που απευθύνονται στους ηγέτες των ΗΠΑ, Μ.Βρετανίας, Ιταλίας, Αλγερίας και ασφαλώς της Τουρκίας, ο Φάγεζ αλ-Σάρατζ, ενθαρρύνει τις «φίλες χώρες να ενεργοποιήσουν τις συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας», σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση.
Κοντολογίς, έχοντας επενδύσει συστηματικά σε ένα ισλαμίζοντα πρόεδρο-μαριονέτα, με συνεπή παρουσία εδώ και χρόνια στη Λιβύη, που έχει δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης με την Τρίπολη, τις οποίες κρίνει ότι ήρθε η ώρα να εξαργυρώσει (ή μάλλον βιάζεται να κεφαλαιοποιήσει με την ανεκδιήγητη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ), η Άγκυρα έχει καταφέρει για την ώρα να πατήσει πόδι και στη Λιβύη. Από την άλλη, κινδυνεύει με over-stretching (υπερ-έκταση), δεδομένου ότι εμφορείται από τη αντίληψη ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να παλινορθώσει την επιρροή της σε περιοχές, όπου βάσει του νεο-οθωμανικού αφηγήματος, ισχυρίζεται ότι έχει ιστορικά συμφέροντα.
Τέλος, ας έχουμε κατά νου ότι η κατάσταση στο εσωτερικό της Λιβύης είναι ρευστή και οι «σημερινοί» αντίπαλοι κάλλιστα μπορούν να γίνουν «αυριανοί» φίλοι. Όπως, επίσης, επειδή πρόκειται για αραβική χώρα με τις γνωστές ιδιαιτερότητες, η ελληνική διπλωματία πρέπει να είναι συνεχώς ενεργή και σε επαγρύπνηση, γιατί οι συσχετισμοί ανατρέπονται εύκολα και οι υποσχέσεις συχνά μένουν «κενό γράμμα».