Η Έλεν Μπαχ, 12 ετών, θυμάται ακόμη την ημέρα εκείνη που έχασε την μητέρα της.
Έπαιζε στον κήπο με τη μικρότερη αδερφή της, Ίντα, όταν είδαν ένα στρατιωτικό φορτηγό να πλησιάζει. Έτρεξαν μέσα στο σπίτι για να ειδοποιήσουν την μητέρα τους.
Τα δύο κορίτσια και η μητέρα τους είχαν εγκαταλείψει το σπίτι τους στη Λωρραίνη, στη βορειοανατολική Γαλλία, μετά τη γερμανική εισβολή τον Μάιο του 1940. Ταξίδευαν συνεχώς προς την «ελεύθερη ζώνη» στα νότια της χώρας.
Για να μειωθεί ο κίνδυνος σύλληψης ολόκληρης της οικογένειας, αποφασίστηκε ότι ο πατέρας, Άρον, και η μεγαλύτερη αδερφή τους, Άννι, θα ταξίδευαν ξεχωριστά. Όμως ο Άρον και η Άννι δεν γλίτωσαν από τα χέρια των ναζί, συνελήφθησαν το 1941 και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Οι τρεις γυναίκες της οικογένεια ήταν αρχικά ασφαλείς στο σπίτι που είχαν νοικιάζει. Μέχρι που έφτασε αυτό το φορτηγό.
Η μητέρα τους, τους είπε να τρέξουν και να κρυφτούν στο δάσος. Και αυτό έκαναν. «Κρατούσα το χέρι της μικρής μου αδερφής, αλλά δεν ήθελε να έρθει μαζί μου. Ήθελε να πάει στη μαμά μας» διηγείται η Έλεν. «Άκουγα τους Γερμανούς. Άφησα το χέρι της και έτρεξε πίσω».
Η Έλεν κρύφτηκε μόνη της στο δάσος μέχρι να αισθανθεί ότι ο κίνδυνος είχε φύγει.
Στη συνέχεια γύρισε σπίτι για να βρει μόνο λίγα χρήματα πάνω στο τραπέζι. Της τα είχε αφήσει με κάποιο τρόπο η μητέρα της γιατί σκέφτηκε ότι θα επιστρέψει.
Η Ελεν έμεινε με την οικογένεια ενός φίλου της στην περιοχή. Δεν είδε ποτέ ξανά τη μητέρα της και την μικρότερη αδερφή της.
Η μεγαλύτερη αδερφή της Έλεν, η Άννι, είχε μια άλλη ιστορία. Μετά από ένα χρόνο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κατάφερε να δραπετεύσει από μια περίφραξη.
Σε ηλικία 16 ετών, η Άννι κατάφερε να φτάσει εκεί που αρχικά πήγαινε με τον πατέρα της, στο σπίτι της θείας της στην Τουλούζη. Αλλά ούτε εκεί ήταν ασφαλής. Ενώ η οικογένεια της θείας της δεν ήταν επίσημα εγγεγραμμένοι ως Εβραίοι και μπορούσε να προσποιούνται ότι είναι Καθολικοί, αυτό δεν μπορούσε να συμβεί για την Άννι.
Μια μέρα το φθινόπωρο του 1942, η αστυνομία χτύπησε στην πόρτα του σπιτιού και διέταξε να τους δείξουν τα χαρτιά τους και όλα τους τα παιδιά. Από καθαρή, η μια κόρη της οικογένειας, η Ίντα, είχε πάει να αγοράσει ψωμί. Έτσι αντί για την Ίντα, η θεία της έδειξε στους αστυνομικούς την Άννι.
Λίγο διάστημα μετά την άφιξη της Άννι στην Τουλούζη, η θεία της έλαβε ένα γράμμα από την Έλεν, από την κρυψώνα της κοντά στην Τουρς. Και τότε έγιναν όλες οι προσπάθειες για τη διάσωσή της.
Έτσι ένα βράδυ, μια νεαρή γυναίκα από τη Γαλλική Αντίσταση, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού όπου έμενε η Έλεν. Για να δείξει ότι μπορούσε να την εμπιστευτεί, της έδειξε μια φωτογραφία που η Έλεν ήταν παιδί, που της είχε δώσει η θεία της.
Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι. Η νεαρή γυναίκα είχε ψεύτικα χαρτιά στα οποία η ίδια και η Έλεν ήταν υποτίθεται μαθήτριες, παρόλο που η Έλεν ήταν τόσο μικρή. Σταμάτησαν και ανακρίθηκαν αρκετές φορές στη διαδρομή.
Όμως ούτε η «ελεύθερη ζώνη» όπως την χαρακτήριζαν, δεν μπορούσε να προσφέρει ασφάλεια στους Εβραίους, αφού και εκεί κινδύνευαν.
Στις 23 Αυγούστου του 1942, ο αρχιεπίσκοπος της Τουλούζης υπενθύμιζε στους χριστιανούς με επιστολή του ότι και οι Εβραίοι είναι άνθρωποι «είναι αδέρφια μας όπως και πολλοί άλλοι» και πως «ένας Χριστιανός δεν μπορεί να το ξεχάσει αυτό».
Αν και πολλοί της εκκλησίας δεν τολμούσαν να μιλήσουν κατά τους ναζισμού, εκείνο το έκανε και το μήνυμα του συγκίνησε βαθιά την μοναχή, Ντενίζ Μπέργκον, από τη μόνη της Παναγίας των Παρισίων, σε μια περιοχή 150 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Τουλούζης.
«Ας πούμε ψέματα κόρη μου, αρκεί να σώζουμε ανθρώπινες ζωές»
Αυτή η προτροπή του αρχιεπισκόπου μας συγκίνησε βαθιά, γράφει η ίδια μετά τον πόλεμο το 1946. «Ήταν επίσης μια πράξη πατριωτισμού, καθώς υπερασπιζόμενοι τους καταπιεσμένους, αψηφίζαμε τους διώκτες».
Το μοναστήρι διοικούσε ένα οικοτροφείο και η αδερφή Ντενίζ ήξερε ότι θα ήταν εφικτό να κρυφτούν εκεί παιδιά Εβραίων, ανάμεσα στους Καθολικούς μαθητές της. Αλλά ανησυχούσε μήπως οι πράξεις της σταθούν αιτία να τιμωρηθούν οι άλλες μοναχές και πόσο έντιμο ήταν να πουν ψέματα. Ο επίσκοπος της μονής της έγραψε στον αρχιεπίσκοπο για να τους πει την γνώμη του και η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: «Ας πούμε ψέματα, ας πούμε ψέματα κόρη μου, αρκεί να σώζουμε ανθρώπινες ζωές».
Μέχρι το χειμώνα του 1942, η αδερφή Ντενίζ μάζευε συνεχώς παιδιά που είχαν κρυφτεί στις δασικές κοιλάδες και τα φαράγγια της περιοχής.
Καθώς εντατικοποιήθηκαν οι συλλήψεις Εβραίων -από γερμανικά στρατεύματα και από το 1943 και μετά από μια φασιστική πολιτοφυλακή - ο αριθμός των παιδιών Εβραίων που είχαν βρει καταφύγιο στο μοναστήρι, είχαν φτάσει τα 83.
Ανάμεσά τους ήταν η Άννι Μπαχ, της οποίας η θεία συνειδητοποίησε ότι θα ήταν πιο ασφαλής εκεί από ό, τι στην Τουλούζη. Το ίδιο και η Έλεν, που την έστειλε εκεί απευθείας η οδηγός της από την Αντίσταση.
Οι γονείς και οι κηδεμόνες έστελναν τα παιδιά τους με χρήματα, κοσμήματα ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα, για να πληρώσουν για τη συντήρηση των παιδιών. Η αδερφή Ντενίζ τα κατέγραφε όλα αυτά λεπτομερώς.
«Από τις αρχές του 1944, οι συλλήψεις Εβραίων γινόντουσαν πιο πολλές», έγραφε το 1946. «Εκκλήσεις για βοήθεια ερχόντουσαν από παντού και ήρθαν περίπου 15 μικρά κορίτσια, μερικά από τα οποία μόλις είχαν ξεφύγει με απίστευτο τρόπο από την Γκεστάπο». Και πρόσθετε: «Απλώς έγιναν τα παιδιά μας και δεσμευτήκαμε να υποφέρουμε τα πάντα για να τα επιστρέψουμε με ασφάλεια στις οικογένειές τους».
Εκτός από την αδερφή Ντενίζ, μόνο η διευθύντρια του σχολείου, η εκπρόσωπός της και άλλες δύο μοναχές γνώριζαν την αλήθεια για την προέλευση των παιδιών. Οι άλλες 11 μοναχές γνώριζαν ότι ορισμένα από τα παιδιά ήταν πρόσφυγες από την Αλσατία, αλλά δεν ήξεραν ότι ήταν Εβραίοι.
Ο κίνδυνος
Όμως ο κίνδυνος δεν άργησε να φανεί. Έφτασε στα SS ότι στο μοναστήρι ενδεχομένως να υπάρχουν κρυμμένα παιδιά Εβραίοι. Μέλος της αντίστασης ειδοποίησε την αδερφή Ντενίζ για να λάβει τα μέτρα της. Είχαν ήδη θάψει όλα τα ευαίσθητα έγγραφα των παιδιών και τα κοσμήματα που είχαν από τους γονείς τους, αλλά τι θα έκαναν με τα ίδια;
Αποφάσισε να μην περιμένει την άφιξη των SS για να δράσει. Μια ομάδα παιδιών, μεταξύ των οποίων και η Άννι, οδηγήθηκαν σε ένα παρεκκλήσι. Υπήρχε κάτω από μια καταπακτή ένας μικροσκοπικός υπόγειος χώρος, 2,5 μέτρα μήκος και ύψος μικρότερο από 1,5 μέτρα. Επτά παιδιά έμειναν μαζί εκεί για πέντε ημέρες. Δεν μπορούσαν να σηκωθούν, δεν μπορούσαν να κοιμηθούν ξαπλωμένα, μόνο για λίγη ώρα κάθε μέρα μπορούσαν να βγουν, να φάνε, να πιούνε και να πάνε στην τουαλέτα.
Ο αέρας ερχόταν μέσω ενός μικρού αεραγωγού που άνοιξαν στην αυλή.
Εκείνες οι ημέρες που η Άννι έμεινε κρυμμένη στο υπόγειο μαζί με τα άλλα παιδιά, την σημάδεψαν για μια ζωή. Η Έλεν ήταν πιο τυχερή αφού την έκρυψε μια οικογένεια της περιοχής.
Αν και δεν μπήκαν ποτέ στο μοναστήρι, τα SS άφησαν το μήνυμά τους ακριβώς στο κατώφλι του μοναστηριού.
Ανθρώπους της αντίστασης δολοφονημένους και πεταμένους στο δρόμο. Ένα μήνυμα για να μην τολμήσει κανείς να αντισταθεί.
Μετά την απελευθέρωση
Μετά την απελευθέρωση της νότιας Γαλλίας, τον Αύγουστο του 1944, τα παιδιά των Εβραίων έφυγαν σιγά-σιγά από το μοναστήρι. Ο Άλμπερτ Σάιφερ κατάφερε να ενωθεί ξανά με την οικογένειά του, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του, ο οποίος επέστρεψε ζωντανός από το Άουσβιτς.
Η Άννι και η Ελεν δεν ήταν τόσο τυχερές. Αν και η θεία τους επέζησε, οι γονείς και η μικρότερη αδερφή τους, η Ίντα, δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς.
Η Άννι έμεινε για πάντα στην Τουλούζη, παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά και πρόσφατα έγινε γιαγιά. Βλέπει ακόμα τακτικά τον Άλμπερτ, που τώρα είναι 90 ετών.
Η Ελεν παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο και ζει στο Λονδίνο. Ηλικίας 94 και 90 ετών αντίστοιχα, οι δύο αδελφές ταξιδεύουν συχνά μεταξύ του Λονδίνου και της Τουλούζης για να δουν η μια την άλλη όσο πιο συχνά μπορούν.
Αναφέρονται στην αδερφή Ντενίζ ως «notre dame de la guerre» (η κυρία του πολέμου). Στεναχωρήθηκαν που έπρεπε να την αποχαιρετήσουν.
Η αδερφή Ντένις παρέμεινε στο μοναστήρι και συνέχισε να εργάζεται μέχρι το θάνατό της, το 2006, σε ηλικία 94 ετών. Αργότερα στη ζωή βοήθησε και άλλα παιδιά που είχαν ανάγκη, αλλά και μετανάστες από τη Βόρεια Αφρική.
Το 1980, τιμήθηκε από το Κέντρο Μνήμης του Ολοκαυτώματος, Yad Vashem, ενώ ένας δρόμος της πόλης πήρε το όνομά της. Ωστόσο το μόνο μνημείο που υπάρχει για εκείνη είναι στους χώρους του μοναστηριού.
Αναφέρει: «Αυτός ο κέδρος φυτεύτηκε στις 5 Απριλίου του1992 στη μνήμη της διάσωσης 83 παιδιών Εβραίων (από τον Δεκέμβριο του 1942 έως τον Ιούλιο του 1944) από τον Ντενίζ Μπέργον».
Βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου η αδελφή Ντενίζ είχε θάψει τα κοσμήματα, τα χρήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα που είχαν αφήσει οι γονείς για «πληρώσουν» τη διάσωση των παιδιών τους - και τα οποία έλαβαν πίσω μετά τον πόλεμο, ανέγγιχτα, για να μπορέσουν να κάνουν ξανά μια νέα αρχή.
Πηγή: BBC