Γράφει ο Κωνσταντίνος Γ. Δροσάτος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής University of Cincinnati, ΗΠΑ - Πρόεδρος του Ινστιτούτου ARISTEiA
Η πρόσφατη παραίτηση διακεκριμένου Έλληνα επιστήμονα του εξωτερικού από τη θέση του Επιστημονικού Διευθυντή μεγάλου ερευνητικού ιδρύματος της Ελλάδας λειτούργησε για την παγκόσμια κοινότητα των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού σαν τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι το οποίο γεμίζουν οι χρόνιες «πληγές» της χώρας. Σύμφωνα με επιστολή του ιδίου, η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα διαφωνιών με τη διοίκηση του οργανισμού για παραχώρηση αρμοδιοτήτων τις οποίες είχε υποδείξει η αξιολόγηση του ιδρύματος.
Λίγους μήνες πριν, σπουδαίος Έλληνας επιστήμονας του εξωτερικού με συνεισφορά παγκοσμίου βεληνεκούς στη Γενετική δεν εξελέγη για τρίτη φορά στον ανώτατο ακαδημαϊκό οργανισμό της χώρας.
Αντίστοιχες προσπάθειες για εκλογή πρωτοπόρου Έλληνα της ιατρικής και των βιοεπιστημών που έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους 100 κορυφαίους κλινικούς ερευνητές στον κόσμο πήραν 20 χρόνια μέχρι να ευδοκιμήσουν κι ενώ μεσολάβησαν διάφορες απορρίψεις.
Έτερος Έλληνας επιστήμονας του εξωτερικού με περισσότερες από 550 χιλιάδες αναφορές στο επιστημονικό έργο του δεν έχει πετύχει να εκλεγεί στον ίδιο οργανισμό παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες. Αυτό το οποίο σε οποιαδήποτε χώρα θα ήταν αυτονόητο, στην Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση.
Ενάμιση έτος πριν, μετά από διαδικασία αξιολόγησης ερευνητικού ιδρύματος της Ελλάδας από διεθνή επιτροπή Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, κυκλοφόρησε στον Τύπο άρθρο το οποίο έβριθε υποτιμητικών σχολίων και χαρακτηρισμών για τους αξιολογητές. Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού που συμμετέχουν σε αξιολογήσεις ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας συχνά αναφέρουν ότι κατακρίνονται «γιατί εφαρμόζουν στην Ελλάδα κριτήρια ποιότητας που ισχύουν στο εξωτερικό» ωσάν η Ελλάδα να έπρεπε να αξιολογείται με ιδιαίτερα κριτήρια.
Η είδηση για την πρόσληψη Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα της Ελλάδας δημιουργεί πάντα αισιοδοξία για το μέλλον της έρευνας. Ειδικά όταν πρόκειται για επιστήμονες με εντυπωσιακά επιτεύγματα καριέρας στο εξωτερικό, το επιστημονικό κεφάλαιο που φέρνουν στη χώρα μαζί τους έχει σημαντική προστιθέμενη αξία για το εθνικό ερευνητικό οικοσύστημα. Είναι ωστόσο πολλαπλά τα παραδείγματα, όπως αυτό του πρόσφατα παραιτηθέντος Επιστημονικού Διευθυντή, που δείχνουν ότι η Ελλάδα αρνείται να αξιοποιήσει αυτούς τους επιστήμονες αποφεύγοντας να τους δώσει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων και εμποδίζοντας το έργο τους. Έτσι, οι αξιολογήσεις μένουν μόνο ως συστάσεις στα χαρτιά και η χώρα συνεχίζει να πορεύεται με αναχρονιστικά και προβληματικά μοντέλα διοίκησης.
Αντίστοιχα, η πολιτική εξουσία που επιβλέπει την ερευνητική δραστηριότητα της χώρας, με σπανιότατες εξαιρέσεις και ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας, ταλαντεύεται μεταξύ ψηφοθηρικών και πολιτικών ισορροπιών αδιαφορώντας για το ιστορικό αποτύπωμά της στην πορεία της χώρας και πασχίζοντας μόνο για την επιβίωσή της ως την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Έτσι, η αισιοδοξία και ο ενθουσιασμός που συνοδεύουν τους σημαντικούς επιστήμονες που επιστρέφουν στη χώρα μετατρέπονται σε οργή και θλίψη από την εγκατάλειψη στην τύχη τους.
Η λύση για διέξοδο από αυτό το τέλμα βρίσκεται στα χέρια του Πρωθυπουργού. Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας απαρτίζεται από επιστήμονες υψηλού βεληνεκούς σε όλους τους τομείς, οι οποίοι εδώ και καιρό ζητούν τη δημιουργία Εθνικού Οργανισμού Έρευνας ή Υπουργείου που θα ανασυντάξει τον ερευνητικό ιστό της χώρας στο πλαίσιο του λεγόμενου ενιαίου χώρου έρευνας. Η χώρα έχει εξάγει επιστήμονες που σήμερα είναι μέλη Εθνικών Ακαδημιών του εξωτερικού.
Ας τους καλέσει όλους αυτούς ο Πρωθυπουργός, όπως κάλεσε τους διακεκριμένους φαρμακοβιομήχανους του εξωτερικού, και ας τους ακούσει προσεκτικά για το πώς πρέπει να αναδιαμορφωθεί ο ερευνητικός ιστός της Ελλάδας ώστε το αυτονόητο να πάψει να λειτουργεί ως αβάσταχτο βάρος. Οι καλύτεροι εκ των ερευνητών που βρίσκονται στη χώρα ή που θα επιστρέψουν σε αυτή πρέπει να στηριχθούν έμπρακτα και να τους δοθεί η δυνατότητα λήψης αποφάσεων αντί να αφήνονται έρμαια στα χέρια μαθητευόμενων διοικητικών μάγων.
Έχει παρέλθει πια η ύστατη ώρα και αν ο Πρωθυπουργός δεν δράσει, ακόμα και οι σημαντικοί ερευνητικοί φορείς της χώρας δεν θα μπορέσουν να ακολουθήσουν τις διεθνείς εξελίξεις και θα βουλιάξουν στο «έλος της αφάνειας» μέσα στην επόμενη δεκαετία.