Βρισκόμαστε λοιπόν στο σημείο μηδέν όπου οι συλλογικοί, πολιτικοί μας μύθοι έχουν κενωθεί πλήρως από τα μηνύματα ή τους συμβολισμούς τους σαν να μην ίσχυσαν ποτέ κι όπου οφείλουμε να εκκινήσουμε πάλι από το μηδέν. Σαν μην συνέβη τίποτε στο παρελθόν που να μάς σφραγίζει ως ιδεολογία ή πολιτική πρακτική... Σαν να πρόκειται για μια θρησκεία της οποίας οι θεοί μετακόμισαν οριστικά αλλού. Που αποδήμησαν βιαστικά και δεν δύνανται πλέον να θαυματουργούν. Όλα όσα πιστεύαμε, έστω εθελοτυφλώντας, επί δεκαετίες είναι πλέον σενάριο παλαιομοδίτικου έργου που δεν βρίσκει θεατρώνη επειδή αδιαφορεί παγερά το κοινό και επειδή ως υπόθεση βρίσκεται εκτός εποχής... Μιας εποχής καθολικών εκπτώσεων και γενικευμένης φτήνιας.
Γιαυτό ανάγκη πάσα να λειτουργήσουμε πλέον εκτός των παρωχημένων σχημάτων δεξιάς - αριστεράς τα οποία ανακυκλώνουν νευρωτικά εκείνον τον διχασμό που ευνοεί αποκλειστικά τους μικροεπαγγελματίες της πολιτικής και εξουθενώνει τους πολίτες. Αυτό που έχουμε ανάγκη την στιγμή αυτή είναι σύνθεση και υπέρβαση. Αν επιθυμούμε ειλικρινά όχι την προσωπική μας βολή αλλά ένα στοιχειωδώς βιώσιμο μέλλον για τον τόπο. Ποιάν άλλη χρεία έχουμε μαρτύρων ότι το υπάρχον πολιτικό δυναμικό μοιάζει απελπιστικά μεταξύ του, οι κομματικοί διαχωρισμοί είναι προσχηματικοί, λειτουργούν σαν συνδικάτο μονοπωλιακού εμπορεύματος και υπερασπίζονται τα συμφέροντα αντίστοιχων, κρατικοδίαιτων συνδικ-αλητών; Σε μιαν αποθέωση απροκάλυπτου ατομικισμού και λογικής του ”σιναφιού”; Ερήμην των λαϊκών αναγκών και συμφερόντων; Σαν να μην ταλανίζει δραματικά τον τόπο όχι μόνο επτάχρονη κρίση αλλά και πολύχρονη παρακμή. Και σαν μην έχει διδαχτεί από αυτήν ποτέ, τίποτε, κανείς.
Συμπερασματικά ο πολιτικός μας θίασος καθώς αρκείται σε υπόδυση τυπικών ρόλων και όχι σε πρωτοβουλίες ουσίας, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προβλήματος κι όχι δυνατότητα επίλυσης του ως όφειλε. Υπό την έννοια αυτή ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν κάνει τίποτε περισσότερο από οποιονδήποτε προκάτοχο του. Μετέρχεται κάθε μέσου και προωθεί κάθε συμβιβασμό για να διατηρηθούν στην εξουσία αυτός και το ″καθεστώς” που με κάθε τρόπο επιχειρεί να δημιουργήσει. Δεν πρόκειται για αρχομανία ή έρωτα της καρέκλας αλλά απλά για την υποχρέωση του προς την κομματική νομενκλατούρα και τον συγκεκριμένο μηχανισμό που τον έφεραν στο αξίωμα αυτό. Οποιαδήποτε άλλη στάση θα εκλαμβανόταν ως προδοσία αφού η εξουσία αποτελεί τον αποκλειστικό στόχο κάθε κόμματος. Εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά τον Εμφύλιο η ηττημένη αριστερά νίκησε! Δηλαδή αξιώθηκε επιτέλους της εξουσίας. Τα όνειρα έλαβαν εκδίκηση! Λέτε να την εγκαταλείψει εύκολα;
Εδώ ακριβώς εμπλέκονται οι ιδρυματικοί μύθοι που προανέφερα και στηρίζονται στην περιθωριοποίηση και το εμπαθές κυνηγητό του αριστερού λαού από την νικήτρια δεξιά των ανακτόρων και των Αμερικανών. Για την ισχύουσα προπαγάνδα της επαγγελματικής αριστεράς επί παραδείγματι οι πρόωρες εκλογές χωρίς προοπτική νίκης θα καθιστούσαν αυτόματα τον Αλέξη ρίψασπι και την κυβέρνηση του ”πουλημένη στο ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο ή τους λακέδες της εξάρτησης”. Για τα κομματικά στελέχη μια κακή, αριστερή διακυβέρνηση είναι προτιμότερη, είναι ιδεολογικά - και όχι μόνο - συμφερότερη από την μισητή και επάρατη δεξιά. Δεν υπάρχει, δηλαδή, σωτηρία από αυτόν τον λοβοτομημένο τρόπο σκέψης και πρακτικής του Διχασμού που ενστάλαξαν σαράντα τόσα χρόνια λαϊκισμού και ανέξοδης ρητορείας. Και βέβαια δεν υπάρχει χειρότερη συντήρηση ή οπισθοδρόμηση από την επανάχρηση εξαντλημένων συνθημάτων:
″Μ′ αγώνες κατακτάμε τα δικαιώματα μας”!
(Δηλαδή τα δικαιώματα όσων μάς χρησιμοποίησαν πολιτικά για να επιπέσουμε από κοινού στην λεία του κράτους. Εξ άλλου τα ίδια έπραξαν και οι προηγούμενοι. Πρόκειται για χυδαίο επιχείρημα που, φεύ, επικαλείται και η αριστερά).
Και τώρα τί μέλλει γενέσθαι; Τώρα που τα πρόσημα ”προοδευτικό” και ”συντηρητικό” έχουν αποσυνδεθεί οριστικά από τα παραδοσιακά, πολιτικά σχήματα, πώς θα πορευτούμε χωρίς κομματικό τυφλοσούρτη ή αυτόματο πιλότο; Πού πάμε χωρίς τους ”βαρβάρους” με τους οποίους έχουμε επί χρόνια ταυτιστεί; Τα προβλήματα είναι τόσο σύνθετα όσο οριακές κρίνονται και οι καταστάσεις που βιώνουμε. Με κρισιμότερα αγκάθια την κοινωνική κατατονία και παραίτηση, την απελπισία και οργή των νέων σε συνδυασμό την συνακόλουθη ραστώνη και απάθεια κάθε μορφής ηγεσίας αυτού του τόπου. Ο Τσίπρας καθιστώντας την κωλυσιεργία πολιτικό ατού για μη διαπραγμάτευση και υπογράφοντας το τέταρτο και απεχθέστερο μνημόνιο, κέρδισε παράταση του τέλματος για κάποιους ακόμη μήνες έστω κι αν αυτό σημαίνει αργό θάνατο για την χώρα. Δηλαδή οι Συριζανέλ εύχονται ανακουφισμένοι από τα μέσα του φετινού Μαΐου ”Ευτυχισμένο το 2019″ ! Έστω κι αν οι εκλογές έρχονται όλο και πιο κοντά λόγω των αβάσταχτων μνημονιακών υποχρεώσεων. Πιθανόν μετά τα μπάνια του λαού.
Επειδή για αυτούς ο πρώτιστος στόχος τους, αυτός της παραμονής στην διακυβέρνηση της χώρας και μάλιστα με τις ευλογίες της Ε.Ε. επετεύχθη πανηγυρικά. Τόσος νεοφιλευθερισμός βέβαια ούτε επί Σαμαρά με τις ακροδεξιές εμμονές του. Από την άλλη, η αξιωματική Αντιπολίτευση μοιάζει εγκλωβισμένη στην μικροπολιτική ατζέντα της κυβέρνησης αλλά και στην χρόνια παθογένεια του κόμματος. Τα μικρά βήματα της επ′ ουδενί συνιστούν το γενναίο άλμα που αναμένει η χώρα. Με αλλά λόγια χωρίς δυναμικό άνοιγμα στον κεντρώο χώρο και σε προσωπικότητες που διαθέτουν ανάλογο κύρος και έρεισμα στην ευρύτερη κοινωνία, ο Μητσοτάκης θα διατηρεί μεν μεγάλο προβάδισμα απέναντι στον φθίνοντα Σύριζα αλλά δεν θα φτάνει στην απαραίτητη αυτοδυναμία. Θα συσπειρώνει το παραδοσιακό του ακροατήριο αλλά δεν θα πείθει τους άλλους, τους πολλούς που δεν έχουν τίποτε περισσότερο να χάσουν από μιαν ακόμη, εξωραϊσμένη έστω, εκδοχή του κακού παρελθόντος. Ήδη η Κινάλ, φυλλορροεί καθώς το μόνο που πέτυχε, ήταν να ανακυκλώνει κάτι φθαρμένα και κουρασμένα παλικάρια. Όσο το πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας θα είναι να βρεθούν ρολόι για την Φώφη και τον Βαγγέλη, τόσο ο μοιραίος Αλέξης θα περιμένει στο βάθος να απαλλοτριώσει και την συκιά και το ύστατο φύλλο της. Κι όσο ο Κυριάκος θα αναβάλλει, ο τακτικιστής και Γκαστόνε της πολιτικής πρωθυπουργός, θα ανασυντάσσεται...
ΥΓ. Η παρακμή του επιτυχημένου, ανεξάρτητου θεσμού των Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης μετά την απομάκρυνση του Λέανδρου Ρακιντζή αποδεικνύει την αλλεργία της κεντρικής Εξουσίας προς την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τους ακηδεμόνευτους φορείς. Κορυφαίος δικαστικός μού εξομολογείτο ότι ποτέ άλλοτε όσο τα τρία τελευταία χρόνια δεν είχε τόση εξάρτηση η δικαστική από την εκτελεστική εξουσία. ”Δεν τηρούνται καν τα προσχήματα” κατέληξε. Χωρίς όμως την κάθαρση της Δικαιοσύνης καμία άλλη μεταρρύθμιση δεν δύναται να πραγματοποιηθεί.