
Η έννοια του ήθους, ως τρόπου ύπαρξης και σχέσης, αποτελεί θεμέλιο λίθο κάθε πολιτικής κοινότητας που επιδιώκει την αληθινή δημοκρατία. Στην ελληνική πολιτική σκηνή, και ειδικότερα μέσα στο Κοινοβούλιο, το ήθος δεν είναι απλώς διακοσμητικό στοιχείο ευπρέπειας ή ευγένειας. Είναι η ουσία που νοηματοδοτεί τον ίδιο τον πολιτικό βίο: η υπέρβαση του εγωκεντρισμού και η αναζήτηση του κοινού καλού.
Όμως, τι συμβαίνει όταν η πολιτική αντιπαράθεση εκφυλίζεται σε προσωπικούς χαρακτηρισμούς; Σε ύβρεις και κατηγορίες; Όταν ο διάλογος εγκαταλείπει την ουσία και διολισθαίνει σε θεατρικές αντιπαραθέσεις για το χειροκρότημα της κομματικής βάσης ή το τηλεοπτικό κοινό; Το ερώτημα δεν είναι απλώς ρητορικό, ούτε αφορά μια στιγμιαία ενόχληση για την ασχήμια του δημόσιου λόγου. Είναι βαθιά υπαρξιακό. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παρακμή για τη δημοκρατία μας; Και, κυρίως, για την ίδια την πολιτική ως πράξη συλλογικής ευθύνης;
Το ήθος δεν είναι απλώς θέμα προσωπικής καλλιέργειας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτικός αντιλαμβάνεται τον ρόλο του. Όχι ως φορέας εξουσίας, αλλά ως “διακονητής” του κοινού συμφέροντος. Ο πολιτικός που έχει ήθος δεν διαχωρίζει τον εαυτό του από την κοινωνία. Δεν βλέπει τους πολίτες ως ”υποκείμενα” διαχείρισης, αλλά ως συμμέτοχους σε έναν κοινό αγώνα για την πραγμάτωση της ευδαιμονίας.
Η λειτουργία του Κοινοβουλίου, ως σύμβολο και φορέας της δημοκρατίας, προϋποθέτει αυτή την αίσθηση του ήθους. Οι βουλευτές δεν εκπροσωπούν μόνο τις απόψεις των εκλογέων τους.· Αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, φορείς της συλλογικής μας αξιοπρέπειας. Η συμπεριφορά τους, οι λόγοι τους, ακόμα και οι διαφωνίες τους, καθορίζουν την ποιότητα της δημόσιας ζωής. Το Κοινοβούλιο είναι –ή πρέπει να είναι– ο χώρος όπου η πολιτική γίνεται τέχνη της σύνθεσης, όχι της διάλυσης.
Όταν, όμως, η πολιτική αντιπαράθεση αντικαθίσταται από προσωπικές κατηγορίες που αγγίζουν το όριο του κουτσομπολιού το Κοινοβούλιο χάνει τη νομιμοποιητική του βάση. Η ύβρις, η ειρωνεία, η προσβολή δεν είναι απλώς παραβιάσεις της ευπρέπειας.· Είναι η καταστροφή του κοινού χώρου. Μετατρέπουν την πολιτική από πεδίο διαλόγου σε πεδίο μάχης, όπου ο στόχος δεν είναι η αλήθεια, αλλά η εξόντωση του αντιπάλου.
Η προσωπική επίθεση είναι η απόλυτη άρνηση της πολιτικής πράξης. Ενώ η πολιτική αντιπαράθεση προϋποθέτει επιχειρήματα, προτάσεις, όραμα, η προσωπική επίθεση είναι κενή περιεχομένου. Δεν αναφέρεται σε ιδέες, αλλά σε πρόσωπα. Δεν προσκαλεί σε διάλογο, αλλά σε διαπόμπευση. Και, τελικά, απομακρύνει την κοινωνία από τη συμμετοχή, αφού ο πολίτης βλέπει στο Κοινοβούλιο ένα θέατρο ανούσιας σύγκρουσης, όχι έναν χώρο συλλογικής σοφίας.
Αυτός ο εκφυλισμός δεν είναι απλώς σημάδι προσωπικής ανεπάρκειας των πολιτικών. Είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής. Όταν η πολιτική γίνεται θέαμα και η εξουσία αυτοσκοπός, η ίδια η δημοκρατία αποδυναμώνεται. Το ήθος αντικαθίσταται από την ατομική φιλοδοξία. Η αλήθεια από τη σκοπιμότητα. Ο διάλογος από τον θόρυβο.
Είναι, όμως, αυτή η κατάσταση απλώς σημάδι των καιρών; Είναι η εποχή μας, με την ταχύτητα της πληροφορίας, τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την εμμονή με την εικόνα, υπεύθυνη για αυτή την παρακμή; Ή μήπως πρόκειται για έναν ξεπεσμό του πολιτεύματος, μια βαθιά ρωγμή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία;
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Από τη μια, η εποχή μας ευνοεί την επιφανειακότητα. Τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης δίνουν έμφαση στο εντυπωσιακό, στο προκλητικό, στο εύκολο. Ο πολιτικός που φωνάζει, που προσβάλλει, που προκαλεί, γίνεται πρωτοσέλιδο. Η πολιτική, έτσι, μετατρέπεται σε θέαμα, όπου η ουσία θυσιάζεται στον βωμό της δημοσιότητας.
Από την άλλη, όμως, αυτή η παρακμή δεν είναι αναπόφευκτη. Είναι επιλογή. Είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας μας –ως κοινωνία, ως πολίτες, ως πολιτικοί– να δώσουμε στην πολιτική τον ρόλο που της αξίζει. Το πολίτευμα δεν ξεπέφτει από μόνο του.· Ξεπέφτει όταν το ήθος εγκαταλείπει τους θεσμούς.
Η αποκατάσταση του ήθους στο Κοινοβούλιο δεν είναι απλώς ζήτημα αισθητικής. Είναι ζήτημα επιβίωσης της δημοκρατίας. Χρειαζόμαστε μια πολιτική που να εμπνέει, όχι να απογοητεύει. Χρειαζόμαστε πολιτικούς που να αναλαμβάνουν την ευθύνη των λόγων και των πράξεών τους. Που να αντιλαμβάνονται την πολιτική ως υπηρεσία, όχι ως επάγγελμα.
Η επιστροφή στο ήθος απαιτεί, πρώτα απ’ όλα, αυτογνωσία. Η πολιτική δεν είναι πεδίο αυτοπροβολής· είναι πεδίο προσφοράς. Ο πολιτικός πρέπει να είναι έτοιμος να ακούσει, να συνθέσει, να υπερβεί τον εαυτό του. Πρέπει να βλέπει τον αντίπαλο όχι ως εχθρό, αλλά ως συνομιλητή.
Απαιτεί, επίσης, παιδεία. Η πολιτική παιδεία δεν είναι απλώς γνώση θεσμών και διαδικασιών· είναι καλλιέργεια του ήθους. Είναι η ικανότητα να διακρίνεις το σημαντικό από το ασήμαντο, το δίκαιο από το συμφέρον.
Τέλος, απαιτεί συμμετοχή. Η δημοκρατία είναι συλλογικό έργο. Ο πολίτης έχει ευθύνη να απαιτεί το ήθος από τους πολιτικούς του, αλλά και να το καλλιεργεί στον εαυτό του.
Το ελληνικό Κοινοβούλιο, ως σύμβολο της δημοκρατίας μας, οφείλει να είναι χώρος ήθους, διαλόγου και σύνθεσης. Οι προσωπικές κατηγορίες, οι ύβρεις, οι προσβολές δεν είναι απλώς αστοχίες. Είναι πλήγματα στη δημοκρατία. Και, ναι, μπορεί να είναι σημάδι των καιρών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα ανεχόμαστε.
Η πολιτική, όπως και η ζωή, έχει αξία μόνο όταν γίνεται με ήθος. Και το ήθος δεν είναι πολυτέλεια· είναι προϋπόθεση. Αν το Κοινοβούλιο εγκαταλείψει το ήθος, τότε εγκαταλείπει την ίδια τη δημοκρατία. Και αυτό, δεν είναι απλώς ξεπεσμός. Είναι η αρχή του τέλους.